Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου († 17 Δεκεµβρίου 1622)

Ο Αγ. Διονύσιος συγχωρεί τον φονιά
του αδερφού του

Αρχιμ. Δημήτριος Καββαδίας

Μεγάλος Άγιος, ο «Άγιος της συγγνώμης» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, είδε το φως της ημέρας στις 21 Ιουνίου 1547. Υπήρξε γόνος ευλαβούς και αρκετά ευκατάστατης οικογένειας, οικογένειας ευγενών, των οποίων τα ονόματα αναγράφονταν στο περίφημο libro d’ oro (χρυσή βίβλο ευγενών που συνέτασσαν οι Ενετοί) και είχαν επιπλέον και δικό τους οικόσημο. Ο πατέρας του ήταν αριστοκράτης και ονομαζόταν Νούκιος η Μούκιος η Μώκιος Σιγούρος και η μητέρα του ονομαζόταν Παυλίνα το γένος Βάλβη. Είχαν δύο ακόμη παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Σιγούρα. Ο άγιος που ήταν δευτερότοκος έλαβε κατά το βάπτισμα το όνομα Δραγανίγος η Γραδενίγος. Η παράδοση θέλει τον Άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας να είναι ανάδοχός του (και αργότερα πνευματικός του) αφού κατ’ εκείνα τα χρόνια ασκήτευε στο σπήλαιο των Κρημνών Ζακύνθου.

Ο μικρός Δραγανίγος έλαβε χριστιανική αγωγή και ανατροφή ενώ ιδιωτικοί δάσκαλοι καθώς και το σχολείο του Νικολάου Καιροφύλλα ανέλαβαν την εκπαίδευσή του έτσι ώστε να μάθει καλά τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά.

Στα 1568 και μετά τον πρόωρο θάνατο των γονέων του, όντας 19χρονος, χαρίζει μέρος της περιουσίας του στον αδελφό του για να αναλάβει την προικοδότηση της αδελφής του και καταφεύγει στο μεγαλύτερο νησί των Στροφάδων, στο καταστρομονάστηρο του Σωτήρος Χριστού. Εκεί κείρεται μοναχός με το όνομα «Δανιήλ». Λίγες μέρες αργότερα του παραχωρείται τιμητικά από την Κοινότητα Ζακύνθου η Ιερά Μονή Παναγίας Αναφωνήτριας και στα 1570 χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης Φιλόθεο Λοβέρ­δο. Γίνεται μάλιστα ταυτοχρόνως Ηγούμενος των Μονών Στροφάδων και Αναφωνήτριας.

Μετά λίγα έτη παραμονής στο νησί έχοντας πλήρη πνευματική πρόοδο και δραστηριότητα ξεκινά για ιερό προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Διερχόμενος από την πόλη των Αθηνών επισκέπτεται τον μητροπολίτη Νικάνορα για να πάρει την ευλογία και ευχή του. Παραμένει εκεί ικανό διάστημα μέχρι να βρεί κατάλληλο πλοίο επιβίβασης με προορισμό την Παλαιστίνη.

Επειδή ο θρόνος της Αιγίνης χήρευε από την καταστροφή του νησιού από τον Χαιρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537, ο Μητροπολίτης Νικάνορας προτείνει στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να λάβει την θέση ο πατήρ Δανιήλ. Έτσι στις 16 Ιουλίου 1577 ο Ιερομόναχος Δανιήλ χειροτονείται εις επίσκοπον στο εκκλησάκι της Παναγίας Γοργοϋπηκόου (στις μέρες μας Άγιος Ελευθέριος) που τότε ήταν ευκτήριος οίκος του Μητροπολίτη. Τότε μετονομάζεται σε Διονύσιο προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου πολιούχου Αθηνών του οποίου παρεκκλήσιο ανεγείρει στην Ζάκυνθο αργότερα.

Η επισκοπική του έδρα βρίσκεται στον αγιοβάδιστο λόφο της Παλαιοχώρας. Εκεί δίπλα και δεξιά της εξωτερικής θύρας της Εκκλησίας της Παναγίας (Επισκοπή) σώζεται μέχρι σήμερα ο μικρός πέτρινος θρόνος όπου στεκόταν για να κηρύξει και να νουθετήσει τους πιστούς και μοίραζε το αντίδωρο. Λίγο πιο πάνω μπορούμε να επισκεφτούμε το ταπεινό κελλάκι του.

Μετά την πάροδο τριετίας λόγω του πόθου του να βιώσει εντονότερα τον ησυχασμό παραιτείται και αποσύρεται στην γενέτειρά του. Μέχρι τα 1592 διατηρεί τον τίτλο του, ενώ ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ τον ονομάζει και «Πρόεδρον Ζακύνθου», «Χωρεπίσκοπο» θα μπορούσαμε να πούμε, με δικαίωμα να τελεί χειρο­τονίες και άλλες αρχιερατικές πράξεις και μυστήρια. Την ιδιότητά του αυτή καίτοι έφερε με Πατριαρχική εντολή, την εξάσκησε μέχρι τα 1582 λόγω της αντίδρασης του Επισκόπου Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης προς τις ενετικές αρχές. Όταν όμως ο θρόνος αυτός χήρεψε, κατόπιν πιέσεων αποδέχτηκε την υποψηφιότητά του· όμως οι εκλέκτορες ανέδειξαν άλλον για την θέση αυτή που καταγόταν από την Κεφαλλονιά.

Στα 1583 λαμβάνει από την Κοινότητα Ζακύνθου τον διορισμό του ως εφημέριου του σταυροπηγιακού ναού του Αγίου Νικολάου του «Μώλου». Μετά ένα χρόνο όμως αποσύρεται στην Μονή της Αναφωνήτριας επισκεπτόμενος τακτικά και τις Στροφάδες.

Τις ημέρες του διέρχεται ασκητικά με πολλή προσευχή και νηστεία, ενώ η διακονία του χαρακτηρίζεται από την πνευματική στήριξη, την ελεημοσύνη και την εν γένει φιλανθρωπία. Καταλίπει υπόδειγμα ανεξικακίας και συγχωρητικότητας με την άγια ζωή του. Εξασκεί έμπρακτα την αγάπη και υπό τις δυσκολότερες συνθήκες ακόμη.

Τον Δεκέμβριο του 1583 γίνονται τοπικές ταραχές κατά την διάρκεια των οποίων δολοφονείται ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος. Ο δολοφόνος του για να αποφύγει την καταδιωκτική μανία των αστυνομικών καταφεύγει στην Μονή Αναφωνήτριας, αγνοώντας την συγγένεια του Ιεράρχη με τον δολοφονημένο. Ο Άγιος Διονύσιος επιδεικνύει σπλάγχνα οικτιρμών συγχωρώντας, περιθάλποντας και κρύβοντας τον φονιά στο μοναστήρι. Όταν οι αστυνομικοί έκαναν έφοδο ο Άγιος αρνείται να καταδώσει τον φονιά δηλώνοντας άγνοια. Μετά την αποχώρησή τους, συνοδεύει τον φονιά μέχρι το Πόρτο-Βρώμη και τον φυγαδεύει στην Κεφαλλονιά.

Πολύ εύγλωττα και στο εκτενές ποίημά του «Ο Γούμενος της Αναφωνήτρας» (1882), ο ποιητής Ανδρέας Μαρτζώκης αποτυπώνει το συμβάν και εστιάζει στην αγάπη του Αγίου:

«Τέτοια τους λέει στενάζοντας και το χρυσό του στόμα

που αφότου επρωτολάλησε δεν είπε ψέμα ακόμα,

εψεύτηκε πρώτη φορά! την παρθενιά του χάνει,

κι αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα π’ αμαρτάνει!…».

Με την πάροδο των χρόνων, ασκούμενος στις αρετές, έλαβε από το Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. Κάποτε βρισκόταν με ένα μαθητή του εκτός Μονής και ξαφνικά άρχισε καταρρακτώδης βροχή οπότε διά προσευχής ο Άγιος σταμάτησε την ροή ενός ποταμού και έτσι έφθασαν σώοι στον προορισμό τους.

Μία γυναίκα δεμένη με αφορισμό η κατάρα παρέμενε άλυωτη μετά τον θάνατό της. Ο Άγιος ζήτησε να ανοίξουν τον τάφο της και να την ακουμπήσουν σε ένα δένδρο. Μόλις της διάβασε την συγχωρητική ευχή παρευθύς το σώμα της έγινε χώμα.

Κάποτε περνώντας από την θάλασσα, είδε κάποιους άτυχους ψαράδες να βλαστημούν τον ίδιο και τον Θεό. Αφού τους νουθέτησε με αγάπη, διά της προσευχής τους σήκωσαν καλή ψαριά και έτσι μετανόησαν για την ασέβειά τους. Απέκτησε το χάρισμα της διάκρισης των λογισμών ώστε κατέστη απλανής οδηγός των εξομολογουμένων σ’ αυτόν. Αλλά και η προορατικότητά του βοηθούσε τους πιστούς ώστε να εξομολογούνται καθαρά τις αμαρτίες τους και να προοδεύουν πνευματικά. Αυτό φαίνεται και από την περίπτωση του Ιερομόναχου Παγκράτιου στον οποίο απεκάλυψε ο Άγιος ότι του έπεσε από τα χέρια τεμάχιο άγιου άρτου καθώς κοινωνούσε.

Έζησε 75 χρόνια. Λίγο προ του τέλους του καταβλήθηκε από επώδυνη νόσο και λόγω των μακροχρόνιων ασκήσεών του και των γηρατειών κατέστη ανήμπορος. Τότε δέχτηκε να τον κατεβάσουν στο σπίτι της αδελφής του Σιγούρας, συζύγου Ιωάννου Μακρή, όπου κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 17 Δεκεμβρίου 1622. Κατ’ εντολήν του τάφηκε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Στροφάδων όπου άφησε και όση περιουσία διέθετε.

Μεταξύ των ετών 1625-1645 έγινε η ανακομιδή του τίμιου σκηνώματός του το οποίο βρέθηκε αδιάλυτο, άφθαρτο και να αναδίδει ευωδία ζωής αιωνίου. Οι μοναχοί βιώνοντας αυτό το μεγάλο θαύμα το τοποθέτησαν αρχικά στον νάρθηκα και κατόπιν όρθιο στον δεσποτικό θρόνο του Καθολικού της Μονής. Ο πιστός λαός που τον θεωρούσε άγιο και ενόσω ζούσε, έβρισκε παρηγοριά κοντά στο άγιο λείψανο. Η φήμη των θαυμάτων του διαδόθηκε ταχύτατα ώστε με επίσημη Πατριαρχική Πράξη [μετά από αναφορά των μοναχών των Στροφάδων και των ευλαβών Ζακυνθίων] του Πατριάρχη Γαβριήλ του Β΄ κατά τον Ιούνιο του 1703 διακηρύχτηκε η αγιότητά του. Επίσημος προστάτης δε της πατρίδας του ανακηρύχτηκε το έτος 1724.

Το λείψανο του Αγίου έγινε πηγή θείων ευλογιών και εξαγιασμού των προσκυνητών. Σε μαρτυρία του 1717 που οφείλεται στον ιστορικό Φεράρι και τον ναύαρχο Πιζάνι αναφέρεται ότι είδαν το σκήνωμα στις Στροφάδες να στέκει στον δεσποτικό θρόνο αδιάλυτο. Όμως την ίδια χρονιά, στις 19-22 Αυγούστου και κατά την διάρκεια του ενετοτουρκικού πόλεμου, ο πειρατής Μοστρίνο που ήταν σύμμαχος των Τούρκων, επέδραμε εναντίων των Στροφάδων νήσων. Λεηλάτησαν την Μονή και σκότωσαν τους μοναχούς. Τέσσερα μέλη της συνοδείας του έκοψαν τα χέρια του λειψάνου και τα πούλησαν στον Μητροπολίτη Χίου Αγαθάγγελο και τον Μοναχό Ακάκιο. (Γι’ αυτό και οι δαιμονιζόμενοι που τρέμουν τον Άγιο του φωνάζουν: «Με έκαψες Κουλοχέρη!»). Αργότερα κα­ποια επαναφέρθηκαν στην Μονή ενώ τρία βρίσκονται στην Μονή της Ζακύνθου. Το μεγαλύτερο εξ αυτών, γνωστό ως «Χέρι τ’ Αγίου», λιτανεύεται μαζί με το ιερό σκήνωμα, μεταφέρεται στα σπίτια προς αγιασμόν των ασθενών, τοποθετείται με την ανάγνωση ευχών από τον ιερέα στους δαιμονοπαθείς κ.τ.λ. Άλλα τεμάχια βρίσκονται στα μετόχια της Μονής στον Πύργο Ηλείας και στα Χιονάτα Κεφαλληνίας. Τίμιος δάκτυλος του Αγίου φυλάσσεται και στον παλαιό μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, την Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου. Εκεί προσκυνείται και παλαιά εικόνα σε ξυλόγλυπτο χρυσοσκέπαστο θρόνο και εορτάζεται πανηγυρικά ο Άγιος από την αδελφότητα Ζακυνθίων Αθηνών στις 17 Δεκεμβρίου έκαστου έτους.

Μετά την καταστροφή οι διασωθέντες μοναχοί στις 24 Αυγούστου 1717 μετέφεραν το Άγιο Λείψανο στην πόλη της Ζακύνθου. Αρχικά στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων και μετά στο μετόχι των Στροφάδων, την Γέννηση της Θεοτόκου στο χωριό Καλητέρος.

Σήμερα προσκυνείται σε πολύτιμη λάρνακα στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος σε ύπτια θέση. Κατά την διάρκεια των εορτών του Αγίου πλήθη κόσμου συρρέουν από παντού για να προσκυνήσουν τον Άγιο της συγγνώμης, τον Άγιο της αγάπης, «τον γλυκό Άγιο η το Άγιο Σώμα η τ’ Άγιο Κορμί», όπως τον λένε χαρακτηριστικά. Στις 17 Δεκεμβρίου το λείψανο τοποθετείται όρθιο στην δεξιά βημόθυρα και λιτανεύεται εντός του ναού. Στις 24 Αυγούστου (επί τη μνήμη της μεταφοράς του στην Ζάκυνθο) τοποθετείται επίσης εκεί και λιτανεύεται με μεγάλη και πολύωρη πομπή σε όλη την πόλη.

Στην Αίγινα υπήρξε πολιούχος της νήσου μέχρι την καθιέρωση του Αγίου Νεκταρίου τον οποίο υποδέχτηκε στο νησί υπαρκτά και καλωσόρισε ο Άγιος Διονύσιος. Εορτάζεται ιδιαιτέρως στην Επισκοπή της Παλαιοχώρας, στις Μονές, στο Νοσοκομείο (όπου και ναός του Αγίου που ανεγέρθηκε από τον Γέροντα Ιερώνυμο Αποστολίδη, τον ησυχαστή της Αιγίνης) και ιδιωτικά εκκλησάκια ενώ οι Αιγινήτες των Αθηνών τον τιμούν στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση Αθηνών με ωραία εικόνα σε ξυλόγλυπτο θρόνο.

Ο Άγιος Διονύσιος, οι εορτές και τα θαύματά του τιμήθηκαν από πολλούς υμνογράφους Επτανήσιους, Ζακύνθιους κ.α. Το τροπάριο της εορτής του «Της Ζακύνθου τον γόνον και Αιγίνης τον πρόεδρον» είναι ποίημα του ιερέως Νικολάου Γαβριηλόπουλου του 1703.

Τα πάμπολλα θαύματα του Αγίου (και περισσότερο η λύση της ατεκνίας με το θαυματουργό «χορτάρι τ’ Αγίου» και η θεραπεία των δαιμονιζόμενων) κατέστησαν την Ζάκυνθο αγαπημένο προσκυνηματικό προορισμό.

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Ο δι’ αποκεφαλισμού τελειωθείς σοφός και μαρτυρικός ιεράρχης του Ιλλυρικού

Ο Άγ. Ελευθέριος Ιλλυρικού

Μέσα στη σεπτή και ευλογημένη χορεία των λαοφιλών αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέχουσα θέση κατέχει ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Άγιος Ελευθέριος, ο οποίος αναδείχθηκε πνευματικός καθοδηγητής και φιλόστοργος ποιμενάρχης της επαρχίας του Ιλλυρικού, αγλάισμα αρχιερέων και εγκαλλώπισμα μαρτύρων, αλλά και πρεσβευτής στον Κύριο για τη σωτηρία των ψυχών όλων των χριστιανών.

Ο τιμώμενος υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 15 Δεκεμβρίου Άγιος ιερομάρτυς Ελευθέριος, ο οποίος υμνείται ως «καλλονή τῶν ἱερέων», ως «στερρός καί πανάριστος ἀγωνιστής», ως «ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ γενναιότατος καί μάρτυς ἀπαράτρωτος», γεννήθηκε περί τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα στην περιώνυμη πόλη της Ρώμης από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, αλλά και πλούσιους και επιφανείς στην καταγωγή. Ο πατέρας του κατείχε μάλιστα το υψηλό αξίωμα του υπάτου της Ρώμης, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη γέννηση του Ελευθερίου απεβίωσε. Έτσι την ανατροφή και διαπαιδαγώγησή του ανέλαβε η ευσεβής μητέρα του, η Ανθία, η οποία ήταν υπόδειγμα αρετής και είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη, ακούγοντας το κήρυγμα των μαθητών του Αποστόλου των Εθνών Παύλου. Η ευσεβής αυτή μητέρα ανέλαβε να αναθρέψει τον νεαρό Ελευθέριο «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου», γεγονός που τον κατέστησε από τα πρώτα κιόλας παιδικά του χρόνια σε παιδί ενάρετο και πιστό. Γι’ αυτό και η θεοσεβής μητέρα του τον οδήγησε στην ηλικία των δώδεκα ετών στον επίσκοπο της Ρώμης Ανίκητο για να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες και να κατηχηθεί βαθύτερα στη χριστιανική πίστη. 

Ο επίσκοπος της Ρώμης διακρίνοντας το άμεμπτο ήθος και τον ιεραποστολικό ζήλο του νεαρού Ελευθερίου, ο οποίος πυρπολούνταν από την άσβεστη φλόγα της αγάπης προς τον Ιησού Χριστό και διακατεχόταν από πνεύμα διακονίας και θυσίας προς τον πλησίον, αποφάσισε να τον χειροτονήσει διάκονο στην ηλικία μόλις των δεκαπέντε χρόνων. Μετά την εις διάκονον χειροτονία του ο επίσκοπος της Ρώμης διαπίστωσε την αγάπη και αφοσίωσή του στο έργο της Εκκλησίας, γεγονός που τον παρακίνησε στο να χειροτονήσει τον χαρισματικό και σεμνό διάκονο Ελευθέριο σε πρεσβύτερο στην ηλικία των δεκαεπτά χρόνων. Αλλά το ήθος και τα πάμπολλα χαρίσματα, με τα οποία ήταν κεκοσμημένος ο πρεσβύτερος Ελευθέριος σε συνδυασμό και με την καρποφόρα ιερατική του διακονία, τον οδήγησαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, ύστερα από πρόταση του επισκόπου της Ρώμης Ανικήτου, στην ανάδειξή του σε επίσκοπο της περιοχής του Ιλλυρικού, η οποία βρίσκεται στη σημερινή Αλβανία, με έδρα την πόλη της Αυλώνας. Έτσι ο εικοσάχρονος νεαρός Ελευθέριος με τον έντονο ιεραποστολικό του ζήλο ανέλαβε την πνευματική διαποίμανση της επαρχίας του Ιλλυρικού ως σοφός και φιλόστοργος ποιμενάρχης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εις διάκονον, πρεσβύτερον και επίσκοπον χειροτονία του εναρέτου και σοφού Ελευθερίου σε τόσο νεαρά ηλικία έλαβε χώρα σε μία χρονική περίοδο, κατά την οποία δεν είχαν ακόμη θεσπισθεί οι ιεροί κανόνες της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου και της Τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, σύμφωνα με τους οποίους ο διάκονος έπρεπε να χειροτονείται στην ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στην ηλικία των 30 χρόνων, ο δε επίσκοπος έπρεπε να υπερβαίνει το τριακοστό έτος της ηλικίας του για να λάβει το επισκοπικό αξίωμα. 

Η επιλογή του επισκόπου Ρώμης Ανικήτου να χειροτονήσει τον Ελευθέριο επίσκοπο Ιλλυρικού υπήρξε η πλέον ενδεδειγμένη, αφού η χαρισματική προσωπικότητα του νεαρού Ελευθερίου με τη σοφία και τον πύρινο λόγο του για τον Ιησού Χριστό καθοδηγούσε τους χριστιανούς, ενισχύοντας το χριστιανικό τους φρόνημα, ενώ κατόρθωσε να προσελκύσει στην αλήθεια της χριστιανικής πίστεως πολλούς ειδωλολάτρες, μεταξύ δε αυτών και αρκετούς αξιωματούχους, οι οποίοι στη συνέχεια εγκολπώθηκαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ελευθέριος αναδείχθηκε στην επισκοπή του Ιλλυρικού ως ο αληθινός ποιμένας, ο οποίος «τήν ψυχήν αὺτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» και έλαμψε ως φαεινός αστέρας «λόγῳ τε καί ἔργῳ». 

Όμως η πλούσια ιεραποστολική δράση του σοφού ιεράρχου του Ιλλυρικού, ο οποίος με τον πύρινο λόγο του είχε ήδη προσελκύσει στη χριστιανική πίστη πολυάριθμους ειδωλολάτρες, προκάλεσε τον φθόνο και την αγανάκτηση των πολεμίων του χριστιανισμού. Γι’ αυτό και ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος αυτοκράτορας διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φέρουν ενώπιον του, ώστε να σταματήσει η καρποφόρα και θεάρεστη επισκοπική του δραστηριότητα. Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού απέστειλε στην επαρχία του Ιλλυρικού στρατιωτικό απόσπασμα με επικεφαλής τον στρατηλάτη Φήλικα. Όταν έφτασε ο Φήλικας στην Αυλώνα, περικύκλωσε με τους στρατιώτες του τον ναό, μέσα στον οποίο ο επίσκοπος Ελευθέριος εκείνη τη στιγμή κήρυττε τον θείο λόγο. Ο Φήλικας μπήκε μέσα στον ναό με άγριες διαθέσεις και με μοναδικό σκοπό να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει στη συνέχεια ενώπιον του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Όμως ο γλυκός λόγος στη διδασκαλία του σοφού και εναρέτου ιεράρχου Ελευθερίου για τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό σε συνδυασμό και με την αξιοπρεπή και κόσμια εμφάνισή του μέσα στον ναό, σαγήνευσαν σε τέτοιο βαθμό τον αγριεμένο ειδωλολάτρη Φήλικα, ώστε έφθασε στο σημείο να απαρνηθεί την ψυχοφθόρο πλάνη των ειδώλων, να πέσει στα πόδια του επισκόπου Ελευθερίου και περιφρονώντας το υψηλό αξίωμά του και τις απολαύσεις της παρούσης ζωής, να ομολογήσει πίστη στον Ιησού Χριστό και να ζητήσει να γίνει χριστιανός. Τότε ο Άγιος Ελευθέριος τον κατήχησε και του δίδαξε τις αλήθειες του Ευαγγελίου του Χριστού και έτσι από διώκτης του χριστιανισμού έγινε αφοσιωμένος μαθητής και πιστός ακόλουθος του Αγίου. Όμως ο επίσκοπος του Ιλλυρικού του ζήτησε να εκτελέσει πιστά την εντολή του αυτοκράτορα, δηλαδή να τον οδηγήσει ενώπιον του, ώστε τόσο ο Φήλικας να εκπληρώσει με συνέπεια τις αυτοκρατορικές διαταγές όσο και ο χαρισματικός ιεράρχης Ελευθέριος να αξιωθεί του αμαράντου στεφάνου του μαρτυρίου. 

Έτσι ξεκίνησαν και οι δύο για τη Ρώμη. Στην πορεία τους συνάντησαν μία πηγή, η οποία ανέβλυζε άφθονο νερό. Τότε ο Φήλικας ζήτησε από τον Άγιο Ελευθέριο να τον βαπτίσει στο όνομα του Τριαδικού Θεού, όπως και έγινε. Κατόπιν ο χριστιανός πλέον Φήλικας συνέχισε την πορεία του μαζί με τον επίσκοπο Ελευθέριο και μετά από αρκετές ημέρες έφθασαν στη Ρώμη. Μόλις έφθασαν εκεί, ο μεν Φήλικας ενώθηκε με τους υπόλοιπους χριστιανούς της πόλεως, ο δε Ελευθέριος παρουσιάσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα. Τότε ο αυτοκράτορας εντυπωσιασμένος από την ωραία εμφάνιση, την κοσμιότητα και την ευγένεια του νεαρού Ελευθερίου, τον ρώτησε με απορία γιατί εγκατέλειψε την πίστη στους προγονικούς θεούς και πιστεύει σ’ έναν άνθρωπο, ο οποίος απεβίωσε ατιμωτικά πάνω στον σταυρό. Η σιωπηλή αντίδραση του Ελευθερίου παρακίνησε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα να του υποσχεθεί πλούσια δώρα και τιμές, εάν αρνηθεί τον Χριστό και θυσιάσει στα είδωλα, ενώ τον απείλησε ότι θα υποστεί σκληρά βασανιστήρια σε περίπτωση που επιμείνει να πιστεύει στον Κύριο. Τότε ο σεμνός και σοφός ιεράρχης του Χριστού ομολόγησε με ξεχωριστή παρρησία τον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος, ενώ τόνισε ότι είναι αδιανόητο να θυσιάσει σε ψεύτικους και αναίσθητους θεούς, χαρακτήρισε δε ανόητους αυτούς που θυσιάζουν στα είδωλα. Επιπλέον του δήλωσε ότι περιφρονεί τις τιμές και τα δώρα που του υπόσχεται, ενώ θεωρεί δόξα και αγαλλίαση να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. 

Η θαρραλέα ομολογία του επισκόπου Ελευθερίου προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα σε τέτοιο βαθμό, ώστε διέταξε να τον βάλουν πάνω σε πυρακτωμένο κρεβάτι. Η απόφαση αυτή, η οποία κατά την άποψη του αυτοκράτορα θα οδηγούσε στην παραδειγματική τιμωρία του γενναίου χριστιανού επισκόπου, προκάλεσε την αγανάκτηση του συγκεντρωμένου πλήθους, μέσα στο οποίο ήταν και πολλοί ειδωλολάτρες. Ενδεικτικό είναι ότι φώναζαν επικριτικά για την ατιμωτική αυτή πράξη και το σκληρό βασανιστήριο, στο οποίο θα υποβαλλόταν ο νεαρός Ελευθέριος. Όμως ο Άγιος βγήκε μέσα από αυτό το βασανιστήριο σώος και αβλαβής, αφού η χάρη του παντοδυνάμου Θεού του έστειλε τέτοια δροσιά, ώστε δεν αισθανόταν κανέναν απολύτως πόνο. Μετά από αρκετή ώρα ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βγάλουν από το πυρακτωμένο κρεβάτι, πιστεύοντας ότι ο νεαρός επίσκοπος του Ιλλυρικού είχε πεθάνει από τους φρικτούς πόνους. Εκείνη τη στιγμή ο σοφός ιεράρχης σηκώθηκε μόνος του όρθιος και δείχνοντάς του ότι στο σώμα του δεν υπάρχει κανένα έγκαυμα, του δήλωσε ότι ο Θεός τον προστάτευσε και τον διέσωσε, διότι είναι ο μοναδικός αληθινός Θεός, ο Οποίος έχει τόσο μεγάλη δύναμη και προστασία. Η γενναία αυτή ομολογία του ιερομάρτυρος Ελευθερίου εξαγρίωσε τόσο πολύ τον αυτοκράτορα, αφού την εξέλαβε ως ύβρη απέναντι στους προγονικούς θεούς, και έδωσε αμέσως την εντολή να υποβληθεί ο νεαρός αθλητής της χριστιανικής πίστεως σε νέο σκληρότερο βασανιστήριο. Τον έβαλαν πάνω σ’ ένα μεγάλο τηγάνι, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τον βασανισμό των χριστιανών, και αφού άναψαν δυνατή φωτιά, τον έριξαν μέσα σε καυτό λάδι. Αλλά ο Θεός θαυματούργησε για μία ακόμη φορά, αφού η φωτιά έσβησε, το καυτό λάδι κρύωσε και ο γενναίος ομολογητής του Χριστού αισθανόταν δροσιά, αφού είχε προστάτη και σύμμαχο στον αγώνα του τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Βλέποντας ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι ο νεαρός μάρτυς για δεύτερη φορά βγήκε σώος και αβλαβής μέσα από το βασανιστήριο, εξαγριώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε την εντολή να υποβληθεί σε νέο βασανιστήριο. Έτσι διέταξε να βάλουν μέσα σ΄ ένα μεγάλο καζάνι λίπος, κερί και πίσσα και αφού ανάψουν δυνατή φωτιά, να ρίξουν μέσα στο καυτό καζάνι τον επίσκοπο Ελευθέριο. Προτού ρίξουν τον αήττητο αθλητή του Χριστού μέσα στο πυρακτωμένο καζάνι, ο αυτοκράτορας του ζήτησε να ομολογήσει πίστη στους προγονικούς θεούς και έτσι να γλυτώσει από τον θάνατο. Όμως ο θαρραλέος ιεράρχης απευθυνόμενος με παρρησία στον χριστιανομάχο αυτοκράτορα, τον κατηγόρησε ότι οδηγεί τους αθώους χριστιανούς στον θάνατο και του δήλωσε ότι κανένα βασανιστήριο δεν θα μπορέσει να κάμψει το αγωνιστικό του φρόνημα και την πίστη του στον Τριαδικό Θεό. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο αιμοβόρος αυτοκράτορας διέταξε να τον ρίξουν αμέσως μέσα στο πυρακτωμένο καζάνι. Αλλά η θαυματουργική χάρη του παντοδυνάμου Θεού μετέτρεψε την καυτή λάβα σε δροσιά και έτσι ο Άγιος Ελευθέριος βγήκε μέσα και από αυτό το βασανιστήριο άθικτος. Η θαυματουργική διάσωση του θαρραλέου ομολογητού της πίστεως προκάλεσε την έκπληξη και την αμηχανία του αυτοκράτορα, αλλά και τον μεγάλο θαυμασμό του λαού, ο οποίος ξέσπασε σε ζητωκραυγές, πολλοί δε ήταν εκείνοι που διακήρυξαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. 

Στη δύσκολη αυτή στιγμή για τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε ηττηθεί ήδη τρεις φορές από τον γενναίο αθλητή της χριστιανικής πίστεως, αφού τα σκληρά βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε, δεν κατόρθωσαν να τον τιμωρήσουν παραδειγματικά και να τον μεταπείσουν να ασπασθεί τα ψεύτικα είδωλα, παρουσιάσθηκε ο Κορέμων, ο πολυμήχανος έπαρχος της πόλεως, ο οποίος είχε μεγάλη εμπειρία στα βασανιστήρια των χριστιανών. Ο Κορέμων πρότεινε στον αυτοκράτορα να αναλάβει ο ίδιος να εκτελέσει την εντολή του, σύμφωνα με την οποία ο Ελευθέριος ή θα πειθόταν να προσκυνήσει τα είδωλα ή θα οδηγούνταν στον θάνατο κατόπιν βασανιστηρίων. Αφού έλαβε λοιπόν τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα, έδωσε την εντολή να φέρουν έναν χάλκινο κλίβανο, μέσα στον οποίο είχαν τοποθετήσει καρφωμένα μυτερά σίδερα. Στη συνέχεια έβαλαν τον κλίβανο πάνω σε δυνατή φωτιά μέχρι να πυρακτωθεί, ώστε κατόπιν να ρίξουν μέσα τον ιεράρχη του Χριστού. Τότε ο γενναίος ομολογητής της χριστιανικής πίστεως άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο, ζητώντάς Του να φωτίσει τους διώκτες και βασανιστές του για να μπορέσουν να αποστραφούν τα αναίσθητα είδωλα και να ασπασθούν τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι η αλήθεια, η ζωή και το φως. Η προσευχή του Αγίου Ελευθερίου εισακούσθηκε από τον Θεό και τότε ο μέχρι πρότινος ειδωλολάτρης έπαρχος Κορέμων και ενώ ετοιμαζόταν να βασανίσει τον Ελευθέριο μέσα στον χάλκινο κλίβανο, πλησίασε τον αυτοκράτορα και τον ρώτησε με θάρρος, αλλά και με απορία, ποιο είναι το κακό που έχει διαπράξει ο σεμνός και ενάρετος Ελευθέριος και επιδιώκει τη θανάτωσή του και μάλιστα με τρόπο οδυνηρό και σκληρό. Ακούγοντας έκπληκτος ο αυτοκράτορας αυτά τα λόγια που έδειχναν τη μεταστροφή του Κορέμονος, του είπε ότι τον τίμησε περισσότερο από κάθε άλλο άρχοντα και τον έκανε έπαρχο της πόλεως, χαρίζοντάς του μάλιστα μεγάλα πλούτη. Του πρότεινε επίσης ότι θα του προσφέρει μεγαλύτερες τιμές και δόξες στην περίπτωση που ο Ελευθέριος του έχει υποσχεθεί να του δώσει χρυσό για να μην τον βασανίσει. Τότε ο Κορέμων, ο οποίος είχε ήδη φωτισθεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος μετά την προσευχή του Αγίου Ελευθερίου, του απάντησε ότι δεν δίνει καμμία πλέον σημασία στις τιμές και τα χρήματα που του προσφέρει, διότι όλα αυτά θα απολεσθούν, αφού ο αυτοκράτορας θα αφανισθεί μαζί με τα πλούτη του μέσα στο πυρ της κολάσεως. Και αυτό θα συμβεί, διότι επιμένει να ζει μέσα στο σκοτάδι, λατρεύοντας θεούς που δεν μπορούν να σώσουν από τη φωτιά κανέναν, ενώ ο Ιησούς Χριστός έχει σώσει και θα συνεχίσει να σώζει τον πιστό λαό του Θεού. Μόλις ο αυτοκράτορας άκουσε αυτά τα λόγια, εξαγριώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε αμέσως την εντολή να βάλουν μέσα στον πυρακτωμένο χάλκινο κλίβανο με τα σιδερένια καρφιά τον Κορέμονα, τον επιφανή αυτόν έπαρχο της Ρώμης. Ο Κορέμων ζήτησε από τον Άγιο Ελευθέριο να προσευχηθεί στον Θεό για να τον ενισχύσει κατά τη διάρκεια του φρικτού βασανιστηρίου. Και τότε μόλις έβαλαν τον Κορέμονα στον κλίβανο, έγιναν όλοι θεατές ενός νέου θαύματος: αντί να καεί και να ξεσχισθεί, έμεινε αβλαβής με τη χάρη του Θεού. Βγαίνοντας μάλιστα από τον κλίβανο, δοξολογούσε τον Θεό. Όταν ο αυτοκράτορας είδε τη νέα ήττα του, διέταξε οργισμένος να αποκεφαλισθεί διά ξίφους ο Κορέμων. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο μέχρι πρότινος ειδωλολάτρης έπαρχος της Ρώμης αναδείχθηκε με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική του τελείωση ένδοξος μάρτυς του Χριστού. 

Μετά από τον μαρτυρικό θάνατο του Κορέμονος ο αυτοκράτορας διέταξε να ρίξουν μέσα στον κλίβανο τον Άγιο Ελευθέριο, αλλά με τη χάρη του Θεού ο μαρτυρικός ιεράρχης του Ιλλυρικού παρέμεινε άθικτος, αφού η μεν φωτιά έσβησε, τα δε σιδερένια καρφιά λύγισαν τα αιχμηρά τους μέρη, έτσι ώστε δεν έβλαψαν καθόλου το σώμα του Αγίου. Μπροστά στο νέο αυτό θαύμα ο χριστιανομάχος αυτοκράτορας έμεινε απαθής, αρνούμενος να δεχθεί την παντοδυναμία του ενός και αληθινού Θεού, ενώ πολλοί που είδαν τα παράδοξα αυτά γεγονότα, άρχισαν να αναφωνούν δυνατά «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Αλλά ο τυφλωμένος από την κακία αυτοκράτορας σκέφθηκε έναν νέο τρόπο βασανισμού του νεαρού χριστιανού επισκόπου. Έτσι διέταξε τη φυλάκιση του Ελευθερίου και μάλιστα με την εντολή να τον αφήσουν να πεθάνει από την πείνα και τη δίψα μέσα στις σκοτεινές φυλακές της Ρώμης. Όμως κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη φυλακή ένα περιστέρι του έφερνε τροφή και έτσι έμεινε ζωντανός και ακμαίος απέναντι και σε αυτό το νέο βασανιστήριο. Βλέποντας απογοητευμένος ο αυτοκράτορας ότι μέχρι στιγμής κανένα μέσο βασανισμού δεν είχε φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, μηχανεύτηκε έναν νέο τρόπο μαρτυρίου. Διέταξε να δέσουν τον ένδοξο ιερομάρτυρα του Χριστού πίσω από δύο ζευγμένα άγρια άλογα, στα οποία θα δινόταν η εντολή να τον σύρουν τρέχοντας πάνω σε βραχώδη μέρη, με απώτερο σκοπό να ξεσχισθεί το σώμα του, ώστε στη συνέχεια να τελειώσει την επίγεια ζωή του μαρτυρικά. Όμως και πάλι ο παντοδύναμος Θεός ενήργησε θαυματουργικά και έστειλε έναν Άγγελο, ο οποίος ημέρεψε τα άγρια άλογα και αφού έλυσε τον Άγιο από τα δεσμά, τον ανέβασε πάνω στην άμαξα. Στη συνέχεια τα άλογα κατευθύνθηκαν ήρεμα προς το κοντινό βουνό, όπου εκεί έλαβε χώρα και ένα άλλο παράδοξο γεγονός. Όταν ο Άγιος προσευχόταν, υμνολογώντας το όνομα του Θεού, συγκεντρώνονταν γύρω του πολλά άγρια σαρκοφάγα ζώα, τα οποία έσκυβαν το κεφάλι τους προς τη γη, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τον σεβασμό και την τιμή τους στο πρόσωπό του. Ενδεικτικό είναι ότι η ειρηνική αυτή συνύπαρξη του Αγίου Ελευθερίου με τα άγρια σαρκοφάγα ζώα έγινε αντιληπτή από κάποιους κυνηγούς, οι οποίοι ενημέρωσαν αμέσως τον χριστιανομάχο αυτοκράτορα. Εκείνος απέστειλε κατόπιν εξοργισμένος και χωρίς καθυστέρηση στρατιώτες για να συλλάβουν τον γενναίο ομολογητή της πίστεως. Μόλις όμως εμφανίσθηκαν οι στρατιώτες για να συλλάβουν τον Άγιο, τα άγρια σαρκοφάγα θηρία όρμησαν για να τους κατασπαράξουν. Αμέσως ο σοφός ιεράρχης Ελευθέριος πρόσταξε στα ζώα να μην πειράξουν κανέναν, όπως και έγινε. Απευθυνόμενος στη συνέχεια στους στρατιώτες, τους επέπληξε για το ότι ήρθαν να τον συλλάβουν με όπλα και ξίφη, σαν να επρόκειτο για κάποιο φονιά ή ληστή. Κατόπιν τους ακολούθησε πρόθυμα, καθ’ οδόν όμως τους δίδασκε ότι θα πρέπει να παραδειγματιστούν από τα άγρια θηρία, τα οποία ηρέμησαν με τη θαυματουργή χάρη του Θεού. Γι’ αυτό και θα πρέπει τώρα να γνωρίσουν την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως και να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό ως Δημιουργό του σύμπαντος για να απολαύσουν τα αγαθά της αιώνιας ζωής. Μάλιστα η διδασκαλία του Αγίου για τον Χριστό ήταν τόσο πειστική και εντυπωσιακή, ώστε πολλοί στρατιώτες σαγηνεύθηκαν και έγιναν χριστιανοί. 

Όταν έφθασε ο Ελευθέριος στη Ρώμη, παραδόθηκε στον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε πλέον αποφασίσει να θανατώσει τον γενναίο αθλητή του Χριστού και μάλιστα ενώπιον του λαού και των αξιωματούχων της πόλεως. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα προσφερόταν στους ειδωλολάτρες ένα απολαυστικό θέαμα. Η εντολή του αυτοκράτορα ήταν να ριχθεί σε άγρια πεινασμένα θηρία. Γι’ αυτό και αφέθηκε ελεύθερη μία άγρια και πεινασμένη λέαινα. Αλλά ο Θεός και πάλι προστάτευσε τον αγωνιστή ιεράρχη, αφού μόλις το σαρκοφάγο ζώο πλησίασε τον Άγιο έτοιμο για να τον κατασπαράξει, σταμάτησε και αφού έσκυψε το κεφάλι του, άρχισε να γλείφει τα πόδια του, δείχνοντας έμπρακτα τον σεβασμό απέναντί του. Στο ανήκουστο αυτό θέαμα έμεινε άναυδος ο αιμοβόρος αυτοκράτορας, ο οποίος εξακολουθούσε να επιμένει στην πλάνη του. Τότε αποφάσισε να αφήσει ελεύθερο ένα πεινασμένο λιοντάρι, το οποίο διαθέτει και μεγαλύτερη δύναμη. Όταν όμως το λιοντάρι πλησίασε τον λαμπρό αθλητή της πίστεως, στάθηκε με μεγαλύτερη ηρεμία απέναντί του και μάλιστα αφού αγκάλιασε τον Άγιο, του φιλούσε τα πόδια και με την όλη στάση του έδειχνε την αγάπη του προς αυτόν. Το παράδοξο αυτό θέαμα προκάλεσε τον ενθουσιασμό του λαού, ο οποίος άρχισε να φωνάζει «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Όταν ο πλανεμένος και παρανοϊκός αυτοκράτορας είδε και πάλι την ήττα του απέναντι στον αήττητο αθλητή του Χριστού, αποφάσισε απεγνωσμένος τη δι’ αποκεφαλισμού θανάτωση του Αγίου. Έτσι με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική του τελείωση παρέδωσε ο σοφός ιεράρχης Ελευθέριος τη μακαρία του ψυχή στον Κύριο, λαμβάνοντας από Εκείνον τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος για να δοξάζεται και να τιμάται εσαεί ως της «εὐσεβείας ἐραστής», ως «τῆς θείας χάριτος δοχεῖον καθαρόν», ως «ἀκάματος τοῦ Εὐαγγελίου σκαπανεύς», ως «θαυμαστώσας τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐν ἄθλοις πολυτρόποις καὶ ἱεροῖς». Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου Ελευθερίου παρακολουθούσε και η ευσεβής μητέρα του, η Ανθία, η οποία μετά τον αποκεφαλισμό του μονάκριβου υιού της, έτρεξε και αφού αγκάλιασε το σώμα του, το καταφιλούσε, ενώ μακάριζε τον μαρτυρικό υιό της, ο οποίος υπέμεινε τόσα πολλά βασανιστήρια για το όνομα του Ιησού Χριστού. Βλέποντας οι δήμιοι αυτή τη σκηνή έτρεξαν αμέσως και αποκεφάλισαν και την ενάρετη χριστιανή μητέρα του Αγίου, η οποία μαζί με τον υιό της συναριθμήθηκαν στην ευλογημένη χορεία των πολυάριθμων μαρτύρων της πίστεως. 

Μετά τον αποκεφαλισμό του Αγίου Ελευθερίου και της μητρός του, της Αγίας Ανθίας, των οποίων η πανίερη μνήμη συνεορτάζεται στις 15 Δεκεμβρίου, χριστιανοί από την περιοχή του Ιλλυρικού συνέλεξαν τα ιερά τους λείψανα και με την πρέπουσα εκκλησιαστική τιμή τα ενταφίασαν στην πόλη της Αυλώνας, η οποία ήταν η έδρα της Επισκοπής του Ιλλυρικού, προς δόξαν Θεού και προς ευλογία των χριστιανών. Σήμερα η τιμία κάρα του Αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Ελευθερίου φυλάσσεται ως πολύτιμος πνευματικός θησαυρός στον Ιερό Ενοριακό Ναό του Αγίου Νικολάου (1806) στο ορεινό χωριό Καρυά της επαρχίας Ελασσώνος, ενώ τεμάχια ιερών λειψάνων του Αγίου φυλάσσονται σε αγιορείτικες μονές, καθώς και στον περικαλλή Ιερό Ναό του Παντοκράτορος Πατρών, ο οποίος ανεγέρθηκε σύμφωνα με το σχέδιο του μεγαλοπρεπούς Ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ των ετών 1835 - 1840 (ο πρώτος ναός ανεγέρθηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Ολυμπίου Διός περί το 900μ.Χ.). 

Ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Άγιος Ελευθέριος είναι ιδιαίτερα λαοφιλής στον ορθόδοξο ελληνικό λαό, αφού η συνταχθείσα προς τιμήν του Ακολουθία γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις από το έτος 1784 και εντεύθεν. Επιπλέον λόγω της παρετυμολογίας του ονόματός του θεωρείται ως προστάτης άγιος των εγκύων γυναικών. Έτσι σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη ο Άγιος Ελευθέριος παύει τις ωδίνες του τοκετού και δίνει «καλή λευτεριά» στις επίτοκες γυναίκες, ενώ το όνομά του επικαλούνται και οι φυλακισμένοι, οι οποίοι τον θεωρούν προστάτη τους, αφού οι συγγενείς τους επισκέπτονται τους φερώνυμους ναούς του Αγίου και προσφέρουν αφιερώματα. Ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ελληνική επικράτεια είναι και η τιμή του Αγίου Ελευθερίου, αφού πολυάριθμοι ενοριακοί ναοί, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια τιμούνται επ’ ονόματί του. Στην Αθήνα ο Άγιος Ελευθέριος τιμάται με ομώνυμους μεγαλοπρεπείς ιερούς ενοριακούς ναούς στις περιοχές Άρεως – Γκύζη (ανεγέρθηκε παραπλεύρως του ομωνύμου παλαιού ναϋδρίου μεταξύ των ετών 1929 – 1932 και εγκαινιάσθηκε στις 12 Ιουνίου 1932), Κάτω Πατησίων, επί της οδού Αχαρνών 382, (θεμελιώθηκε στις 4 Απριλίου 1976 και εγκαινιάσθηκε την 1 Οκτωβρίου 1982), Χαλανδρίου (θεμελιώθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1977 και εγκαινιάσθηκε στις 10 Ιουνίου 2001), Αμαρουσίου (θεμελιώθηκε το 1979 και εγκαινιάσθηκε το 1995), Νέας Ζωής Περιστερίου (εγκαινιάσθηκε στις 15 Μαΐου 2011), ενώ ενοριακός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ελευθέριο υπάρχει και στην περιοχή των Καμινίων του Πειραιώς. Επίσης επ’ ονόματι του Αγίου τιμάται κλίτος στους τρισυπόστατους ιερούς ναούς Αγίας Φωτεινής Ιλισσού και Ευαγγελισμού Θεοτόκου Αιγάλεω. Αξιομνημόνευτος είναι και ο χρονολογούμενος από τα τέλη του 12ου αιώνα βυζαντινός ναός του Αγίου Ελευθερίου στην πλατεία Μητροπόλεως στο κέντρο των Αθηνών, δίπλα στον μεγαλοπρεπή Ιερό Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού Θεοτόκου, ο οποίος θεμελιώθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1842 και εγκαινιάσθηκε στις 21 Μαΐου 1862. Ο ναός του Αγίου Ελευθερίου ήταν αφιερωμένος αρχικά στην Παναγία Γοργοεπήκοο, αλλά από το 1862 και με αφορμή την έξωση του Όθωνα και την τυπική λήξη της Βαυαροκρατίας, του δόθηκε το όνομα Άγιος Ελευθέριος. Αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο σημαντικός είναι ο αριθμός των αφιερωμένων στον Άγιο Ελευθέριο ιερών ναών. Έτσι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης ο προστάτης άγιος των εγκύων γυναικών τιμάται με ομώνυμους ενοριακούς ναούς στις περιοχές Ντεπώ (εγκαινιάσθηκε στις 27 Μαΐου 1962) και Σταυρούπολη (εγκαινιάσθηκε στις 13 Απριλίου 1975), ενώ ενοριακοί ναοί του Αγίου Ελευθερίου υπάρχουν επίσης στην Ελευθερούπολη Καβάλας (καθεδρικός ναός), την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη, την Πάτρα, τον Πύργο Ηλείας, το Αργοστόλι Κεφαλληνίας, την πόλη της Κέρκυρας, τη Σύμη, το Ηράκλειο Κρήτης και το χωριό Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην περιοχή των Μουρνιών Χανίων σώζεται μέχρι σήμερα το χρονολογούμενο από τον 17ο αιώνα ερειπωμένο μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου, το οποίο από το 1982 έχει κριθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και αποτελεί μετόχιο της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Χρυσοπηγής Χανίων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο καθολικό της μονής έλαβε το Άγιο Βάπτισμα ο γεννηθείς στις Μουρνιές Χανίων το 1864 Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος διετέλεσε επτά φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδος και απεβίωσε στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1936. Επίσης στο Βόλο, τη Χαλκίδα, την Κοζάνη, την Καβάλα και την Ερμούπολη της Σύρου υπάρχουν ενοριακά παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Ελευθέριο, ενώ στο όνομα του Αγίου είναι αφιερωμένοι οι κοιμητηριακοί ναοί στο Μαρκόπουλο Αττικής (ανεγέρθηκε το 1906 και εγκαινιάσθηκε το 1907) και στην κοινότητα Αγίου Δημητρίου Ταταούλων της Κωνσταντινουπόλεως (ανεγέρθηκε το 1880 και ανακαινίσθηκε το 1959). 

Διαδεδομένη είναι η τιμή του ενδόξου ιερομάρτυρος Αγίου Ελευθερίου και στην περιφέρεια των νησιών του Αιγαίου. Έτσι το ευλογημένο νησί της Μεγαλόχαρης, η Ιερά Νήσος Τήνος, σεμνύνεται με συνολικά δώδεκα ιερούς ναούς επ’ ονόματι του Αγίου, εκ των οποίων οι δύο είναι ενοριακοί, ευρισκόμενοι ο ένας στη Χώρα της Τήνου και ο άλλος στο χωριό Καρυά, οι δε υπόλοιποι δέκα είναι εξωκκλήσια ευρισκόμενα διάσπαρτα σε όλο το νησί (Πύργος, Πλατιά, Κτικάδος, Χατζηράδος, Κάμπος, Τριπόταμος, Νερόμυλοι, Στενή, Σαγκαρή, Δύο Χωριά). Αλλά και στο εύανδρο νησί της Σάμου, το περιώνυμο για τα επτά ιστορικά του μοναστήρια, τους περικαλλείς ενοριακούς ναούς και τα γραφικά εξωκκλήσια, ο Άγιος ιερομάρτυς Ελευθέριος τιμάται με ομώνυμους ναούς (εξωκκλήσια - παρεκκλήσια) στη Χώρα (μετόχιο της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού Σάμου – ανακαινισθέν κατά τα έτη 1805 και 1835), τους Μύλους, τον Παγώνδα, τα Σκουραίικα, την Καστανιά, τους Βουρλιώτες και τις Σταυρινήδες. Επίσης ο Άγιος τιμάται με κλίτος στον τρισυπόστατο ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Χαραλάμπους πόλεως Σάμου, καθώς και στους δίκλιτους ιερούς ναούς Γεννήσεως Χριστού Μυτιληνιών και Ζωοδόχου Πηγής Μανωλατών. Είναι ενδεικτικό μάλιστα ότι στο ορεινό και γραφικό χωριό Μανωλάτες της Σάμου με την καταπράσινη φύση και την πανοραμική θέα τελούνταν τα παλαιότερα χρόνια μεγάλη πανήγυρη στην εορτή του Αγίου, του οποίου η φυλασσόμενη στον ενοριακό ναό της Ζωοδόχου Πηγής παλαιά φορητή εικόνα χρονολογείται από το 1823. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και η ύπαρξη παλαιών φορητών εικόνων του Αγίου σε αρκετούς ναούς του ακριτικού αιγαιοπελαγίτικου νησιού (Άγιος Νικόλαος Κοκκαρίου, Κοίμηση Θεοτόκου Νέου Καρλοβάσου, Εισόδια Θεοτόκου Μεσαίου Καρλοβάσου, Αγία Τριάδα Παγώνδου, Άγιος Αντώνιος Άνω Βαθέος, Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος Αμπέλου), καθώς και στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Σάμου, όπου τελείται πανηγυρικός εορτασμός της μνήμης του. Αλλά και στη Νάξο, το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων με τους πολυάριθμους βυζαντινούς ναούς, αξιομνημόνευτο είναι το παλαιό μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου στην περιοχή του χωριού Σαγκρί. Η ιστορική αυτή μονή υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα του νησιού κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Χρονολογείται από το 1636 σύμφωνα με τη διασωθείσα επιγραφή στο υπέρθυρο του καθολικού της μονής, αλλά σύμφωνα με την προφορική παράδοση η μονή θεωρείται αρχαιότερη. Το 1815 ανακαινίσθηκε από τον από του έτους 1788 ηγούμενο της μονής, ιερομόναχο Καλλίνικο Βαρβατόπουλο (ή Βαρβατάκη), ο οποίος ίδρυσε το 1816 στη μονή περιώνυμη Σχολή. Η Σχολή αυτή λειτούργησε έως το 1834, με κύριο σκοπό τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και την καλλιέργεια του ορθοδόξου χριστιανικού πνεύματος. Όμως και σε άλλα νησιά της πατρίδος μας ο τιμώμενος στις 15 Δεκεμβρίου ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού κατέχει σημαντική θέση στη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων. Έτσι στη Σαντορίνη, η οποία κοσμείται με πλήθος μεγάλων και μικρών ναών που ο αριθμός τους αυξάνεται διαρκώς, ο φιλάγιος επισκέπτης συναντά ναούς του Αγίου Ελευθερίου στο Κοντοχώρι (χρονολογείται από το 1777), την περιοχή Επισκοπή Γωνιάς (χρονολογείται από το 1700), την Οία, τον Πύργο και το Ακρωτήρι, ενώ στο γεωγραφικά μικρό, αλλά ιστορικό νησί της Ύδρας με τα επτά μοναστήρια, ο Άγιος Ελευθέριος τιμάται εντός της πόλεως του νησιού με δύο ομώνυμους ναούς, εκ των οποίων ο ένας ανεγέρθηκε το 1930 υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κυρού Προκοπίου εις μνήμην της μητρός του Ελευθερίας, ο δε άλλος χρονολογείται πριν από το 1800. Επίσης επ΄ ονόματι του Αγίου τιμάται ο ναός στις Φυλακές της Χίου, όπου λαμβάνει χώρα ο κατ΄ ἐτος εορτασμός της μνήμης του ως προστάτου αγίου των φυλακισμένων, ενώ στον ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Τρουλλωτής πόλεως Χίου υπάρχει κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο. 

Ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Άγιος Ελευθέριος, ο «θαυμαστώσας τό ὄνομα τοῦ Χριστού ἐν ἄθλοις πολυτρόποις καί ἱεροῖς», κατέστη μέτοχος της ουρανίου σοφίας και διδάσκαλος της χριστιανικής αλήθειας για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό για τη σωτηρία των ψυχών όλων των χριστιανών. Ας επικαλεσθούμε λοιπόν τις πρεσβείες του λαμπρού αυτού αθλητού της πίστεως για να μας απελευθερώσει από τα δεσμά των παθών μας, αλλά και από την ολοένα αυξανόμενη πνευματική κρίση, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε εν Χριστῴ σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου, μιμούμενοι την ενάρετη πολιτεία και το αγωνιστικό φρόνημα του σοφού και μαρτυρικού επισκόπου του Ιλλυρικού, Αγίου Ελευθερίου.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος

Εκπαιδευτικός

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Ο άγ. Σπυρίδων, όπως τον περιγράφει το Απολυτίκιό του.

Ο Άγ. Σπυρίδων επίσκοπος Τριμυθούντος

Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος

Ο Επίσκοπος Τριμυθούντος και Θαυματουργός Σπυρίδων.

Ο άγιος Σπυρίδων (270-348) γεννήθηκε και έζησε στη Κύπρο ασκώντας το επάγγελμα του βοσκού. Ολιγογράμματος, απλός στους τρόπους, ταπεινός, πράος, ενάρετος. Ποτάμι ανεξάντλητο της αγάπης (αγάπης ρείθρον μη κενούμενον), φιλόξενος, προστάτης των χηρών και των πτωχών,  παρηγοριά των θλιμμένων, ανεξίκακος αλλά και πηγή των θαυμάτων. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες ετιμάτο και όταν ζούσε ως θαυματουργός. Ήταν έγγαμος και είχε μιά κόρη, την Ειρήνη. Όταν κοιμήθηκε η σύζυγός του φρόντισε περισσότερο το βίο της αρετής. Όπως γράφει ο βιογράφος του Συμεών ο Μεταφραστής (P.G, 116, 417-468) «είχε ζωγραφισμένες στον εαυτό του όλες τις αρετές».

 Όταν κοιμήθηκε ο επίσκοπος της μικρής πόλεως Τριμυθούντος, που βρίσκεται μεταξύ Λευκωσίας και Αμμοχώστου, οι πιστοί ομόφωνα τον κάλεσαν να γίνει Επίσκοπός τους. Ως επίσκοπος δεν άλλαξε τη ζωή του. Φρόντιζε το κοπάδι των ζώων του, ασχολείτο με τις γεωργικές εργασίες, φορούσε τα ίδια φτωχικά ρούχα και τον ίδιο σκούφο από πλεγμένα φοινικόφυλλα. Κοιμηθήκε σε ηλικία 78 ετών ειρηνικά στις 12 Δεκεμβρίου του 348 και ενταφιάστηκε στην Τριμυθούντα. Περί τα τέλη του 6ου αι. λόγω επιδρομής βαρβάρων το λείψανο του μετακομίστηκε στην Κων/λη. Μετά την άλωση της Πόλης μεταφέρθηκε στην Ήπειρο και το 1456 μ. Χ. στην Κέρκυρα. Από το 1589 εναποτέθηκε στον επ’ ονόματί του ναό όπου και παραμένει, «αδιάφθορο» διατηρώντας την ελαστικότητα του δέρματος του, μέσα σε πολύτιμη λάρνακα συνεχίζοντας τις θαυματουργικές θεραπείες. Από το λείψανο του λείπει το δεξιό χέρι, το οποίο βρίσκεται στη Ρώμη. Το πλήθος των θαυμάτων του αναφέρει ο βιογράφος του με λεπτομέρειες.

Θα αναφερθούμε στα γεγονότα και τα θαύματα που αναφέρονται στο απολυτίκιο του.

α. « Της συνόδου της πρώτης αναδείχθης υπέρμαχος».

Ο άγιος Σπυρίδων δεν είχε κατά κόσμον σοφία, ήταν όμως θεοφόρος. Εκινείτο από το Άγιο Πνεύμα και ήταν ζηλωτής της ορθοδόξου πίστεως. Επί της εποχής του συνεκλήθη η Α΄ Οικ. Σύνοδος για να καταδικάσει τον Άρειο που δεν δεχόταν ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα αλλά μόνο ένα κτίσμα (δημιούργημα). Είχαν συγκεντρωθεί τότε οι 318 θεοφόροι Πατέρες που πολλοί από αυτούς ήσαν κάτοχοι της φιλοσοφικής παιδείας της εποχής. Ανάμεσα τους και ο απλός Σπυρίδων που δεν είχε ούτε ευφράδεια, ούτε ρητορική δεινότητα ώστε να μπορέσει να απαντήσει στους σοφιστικούς συλλογισμούς και τους κομψούς και γλαφυρούς λόγους των αντίθετων αιρετικών. Είχε μόνο την αρετή και τη Θεία Χάρη. Ιδιαίτερα διακρινόταν για την ευγλωττία του και τα περίτεχνα τεχνάσματα κάποιος ρήτορας που παρουσίαζε την απάτη του Αρείου ως ορθή διδασκαλία.

Τον πλησίασε ό άγιος και θέλησε να του μιλήσει. Τότε επενέβησαν οι άλλοι Πατέρες που γνώριζαν την απαιδευσία του και την απλοϊκότητά του και τον εμπόδιζαν. Ο άγιος όμως δεν τους άκουσε γιατί είχε το σχέδιο του για την απόδειξη της αλήθειας. Αφού μίλησε σύντομα εκθέτωντας την ορθόδοξη διδασκαλία κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα κεραμίδι και κάνοντας με το δεξί του το σημείο του σταυρού είπε: «Εις το όνομα του Πατρός». Τότε είδαν όλοι να ανεβαίνει πρός τα πάνω η φωτιά, η οποία έψησε το κεραμίδι. «Και του Υιού» συνέχισε ο άγιος. Τότε έτρεξε πρός τα κάτω το νερό με το οποίο ζυμώθηκε η λάσπη του κεραμιδιού. «Και του Αγίου Πνεύματος» συνέχισε  και άνοιξε το χέρι του και έδειξε το χώμα με το οποίο κατασκευάστηκε το κεραμίδι.

Με το θαύμα του κεραμιδιού έμειναν έκπληκτοι όλοι. Το ένα κεραμίδι φανέρωνε τον ένα Θεό και τα τρία στοιχεία του τα τρία ομοούσια πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

«Οι επίσκοποι επέστρεψαν στις επαρχίες τους, αισθανόμενοι απέραντη αγαλλίαση για την νίκη, εκπληττόμενοι από το θαύμα και δοξάζοντας τον Θεό…Ο αυτοκράτορας, έκπληκτος τίμησε με ξεχωριστές τιμές τον άγιο Σπυρίδωνα». Με το θαύμα αυτό έγινε «υπέρμαχος» της πίστεως.

β. « διό νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς».

Κατά το χρόνο της απουσίας του αγίου Σπυρίδωνα στη Νίκαια για τις εργασίες της Συνόδου ξαφνικά απεβίωσε η κόρη του Ειρήνη, η οποία ζούσε ως μοναχή. Ο άγιος με υπομονή και καρτερία πέρασε τη λύπη         του αποχωρισμού. Όταν γύρισε στην επισκοπή του ήλθε μια γυναίκα πολύ λυπημένη και του ανάφερε ότι έδωσε στη κόρη του, όταν ζούσε, ένα πολύτιμο χρυσό κόσμημα για να της το φυλάξει. Ο άγιος έψαξε με κάθε επιμέλεια κάθε σημείο του σπιτιού της κόρης του αλλά δεν το βρήκε πουθενά.

Πήγε τότε στον τάφο της και σάν να ήταν ζωντανή της φώναξε: «Ειρήνη, αγαπημένο μου τέκνο, που βρίσκεται το κόσμημα που σου έδωσαν να το φυλάξεις;». Εκείνη αμέσως , σαν να ξύπνησε από κάποιο ελαφρό ύπνο είπε: «Πατέρα μου, το κόσμημα το έχω τοποθετημένο στο τάδε μέρος του σπιτιού». Ο άγιος μπροστά στην έκπληξη των παρευρισκομένων, σάν να ήταν κύριος της ζωής και του θανάτου, δωρεά που πήρε από τον Χριστό, διέταξε την κόρη του: « Κοιμήσου από τώρα κόρη μου, ως τότε που ο κοινός Δεσπότης, ο Ιησούς Χριστός, θα σε αναστήσει μαζί με όλους κατά την κοινή ανάσταση».

γ. «και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες».

Ένας πάμπτωχος γεωργός, γνωστός του αγίου, κατέφυγε σε ένα πλούσιο που είχε γεμάτες τις αποθήκες του σιτάρι ζητώντας να δανειστεί, με την υπόσχεση της επιστροφής. Ο πλούσιος του είπε ότι χωρίς χρήματα δεν θα έπαιρνε ούτε τη σκιά του σπειριού του σιταριού.

Ο καϋμένος έπεσε σε απόγνωση και κατέφυγε στον κοινό θησαυρό των φτωχών, τον άγιο Σπυρίδωνα. Αυτός τον στήριξε με τα λόγια του και του είπε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Πήγε τότε σπίτι του και του έδωσε ένα χρυσό βαρύ αντικείμενο το οποίο θα το έδινε ενέχειρο στον πλούσιο για να πάρει το σιτάρι που χρειαζόταν. Έτσι και έγινε. Ο φτωχός πήρε πολύ σιτάρι έθρεψε την οικογένειά του και έσπειρε τα χωράφια του. Η σοδειά ήταν τόσο πλούσια ώστε έδωσε στον πλούσιο το σιτάρι που του χρωστούσε και πήρε πίσω το ενέχειρο το οποίο επέστρεψε στον άγιο.

Τότε  ο άγιος του είπε: «Ελα τώρα, αδελφέ μου, να το αποδώσουμε από κοινού σ’ Αυτόν που από αγάπη και ευσπλαχνία σου το δάνεισε και σε διευκόλυνε». Τον πήρε μαζί του σε ένα μικρό κήπο και αφού προσευχήθηκε στο Θεό άφησε κάτω το χρυσό αντικείμενο που έγινε αμέσως φίδι ζωντανό που σύρθηκε στο έδαφος και πήγε στη φωλιά του. Γιατί «όφις ο χρυσός ην».

δ. «και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι».

Κάποτε ο άγιος Σπυρίδων πήγε στο ναό για να κάνει τον Εσπερινό. Δεν υπήρχε όμως λαός. Μόνο οι νεοκώροι και οι βοηθοί. Ο άγιος τους είπε να ανάψουν καντήλια περισσότερα από ότι συνήθως ανάβουν. Ο ίδιος στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα αναφωνώντας το « ειρήνη πάσι». Επειδή όμως δεν υπήρχε ο λαός για να δώσει την απάντηση ακούστηκε από τον ουρανό φωνή πολλών μυριάδων που αντιφώνησε: «Και τω πνεύματι σου». Η φωνή ήταν μουσικότατη και παναρμόνια, δεν έμοιαζε  με ανθρώπινη. Και όταν ο διάκος εκφωνούσε τα « ειρηνικά» τον έπιασε φόβος και δέος γιατί άκουγε το « Κύριε ελέησον» από τις αγγελικές φωνές. Η παναρμόνια αυτή φωνή ακουγόταν και έξω από το ναό. Πολλοί έτρεξαν με φόβο και θαυμασμό να δουν τι συμβαίνει. Μόλις μπήκαν δέν είδαν παρά μόνο τον άγιο και τον διάκο με τους λίγους πιστούς, που κι αυτοί έλεγαν ότι δεν είχαν δεί κανένα, άκουαν όμως φωνή που τους γέμιζε θεία αγαλλίαση. Έτσι βλέπομε τον άγιο Σπυρίδωνα να τελεί την ακολουθία ( μέλπειν τας αγίας σου ευχάς) με συλλειτουργούς τους αγγέλους (αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας).

Και σήμερα συνεχίζει τα θαύματα του ο άγιος. 

« Ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ έληξεν εισέτι» λένε οι στίχοι του συναξαρίου. Δηλ. Ο θαυματουργός Σπυρίδων, αν και πέθανε, δεν έπαυσε και τώρα να θαυματουργεί».

Ταις του σου αγίου πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Η Σύλληψις της Θεοπρομήτορος Άννης, μητρός της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η Αγ. Άννα

π. Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης,Iεροδιάκονος Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής, θεολόγος

Στις 9 Δεκεμβρίου, εορτάζουμε τη σύλληψη της Αγίας Άννης, την ημέρα δηλαδή που έμεινε έγκυος η Άννα την Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία. Αν και δεν γίνεται καμία αναφορά σε κάποιο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, για το πρόσωπο της Μητέρας της Θεοτόκου, της Αγίας Άννας, εντούτοις κατέχει περίοπτη θέση στην ευσέβεια της Εκκλησίας μας.

Το όνομα Άννα προέρχεται από το εβραϊκό Χάνα που σημαίνει «εύνοια, χάρη». Εκείνη, στην οποία επεδείχθη η χάρις και η ευμένεια του Θεού. Καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, ο Ματθάν, ήταν ιερέας, ο οποίος ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας και Σαπώρου, βασιλέα των Περσών. Τη μητέρα της την έλεγαν Μαρία. Είχε δύο αδελφές, τη Μαρία και τη Σοβήν. Η Αγία Άννα παντρεύτηκε στη Γαλιλαία, τον Ιωακείμ, από τη φυλή Ιούδα, οι οποίοι απέκτησαν ένα παιδί, τη Mαρία, από την οποία προήλθε ο Υιός και Λόγος του Θεού.

Το ζευγάρι δεν είχε παιδιά. Όμως, με προσευχή, πίστη, υπομονή και αφοσίωση στο θέλημα του Θεού, η Άννα αξιώθηκε να κυοφορήσει σε ηλικία 70 ετών, γι΄ αυτό «ζεύγος καρπογονεί το σεπτόν, την θείαν Δάμαλιν…» . Η Άννα έκανε τάμα στο Θεό «το γεννησόμενον δοτόν σοι προσάξωμεν». Δηλαδή, αν με αξιώσεις να γίνω μητέρα, το παιδί που θα μου δώσεις θα το προσφέρουμε εγώ και ο Ιωακείμ αφιέρωμα σε σένα Θεέ μου.

Η Αγία Άννα, αφού απογαλάκτισε την παναγία Θυγατέρα της, τήν αφιέρωσε στό Ναό τού Θεού σε ηλικία τριών μόλις χρόνων, ως τάμα και δώρο στο Θεό, την οποία τους χάρισε, κι από τότε οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Άννα με τον Ιωακείμ ησύχασαν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους, που δεν ήταν πολλά, αφοσιωμένοι ολόψυχα στη λατρεία τού Θεού, στην προσευχή, τη νηστεία και τις ελεημοσύνες.

Σήμερον, λοιπόν, της ατεκνίας δεσμά διαλύονται, σύμφωνα με το απολυτίκιο της Αγίας. Γι΄ αυτό η Αγία Άννα είναι η προστάτις των άτεκνων ζευγαριών. Όσα ζευγάρια δυσκολεύονται να τεκνοποιήσουν, ας παρακαλούν με πίστη, υπομονή και επιμονή την Αγία Άννα, και το αίτημά τους θα εκπληρωθεί, αρκεί ο άνθρωπος να έχει υπομονή και να μην απελπίζεται.

Ας παρακαλούμε την Αγία Άννα να μας χαρίζει πλούσια τη χάρη και την ευλογία της.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Ο Άγιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας

Ο Αγ. Νικόλαος σταματά την τρικυμία

Ο Κύριος, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του, εἶπε: «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστι» (Λουκᾶ, στ’ 36). Νὰ γίνεσθε δηλαδή, σπλαγχνικοὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ συμπονετικοὶ στὶς δυστυχίες του καὶ τὶς ἀνάγκες του, καθὼς καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι εὐσπλαχνικὸς πρὸς ὅλους. Μιὰ τέτοια προσωποποίηση τῆς χριστιανικῆς εὐσπλαχνίας ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος.

Ἔδρασε τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ, Μαξιμιανοῦ καὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στὴν ἀρχὴ ἀφιερώθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο, λόγω ὅμως τῆς ξεχωριστῆς ἀρετῆς του τιμήθηκε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει, μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Μύρων. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ καθοδηγοῦσε μὲ ἀγάπη τὸ ποίμνιό του καὶ ὁμολογοῦσε μὲ παρρησία τὴν ἀλήθεια.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες καὶ ρίχτηκε στὴν φυλακή. Ὅταν ὅμως ἀνῆλθε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐλευθερώθηκαν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ καὶ ἔτσι ὁ Νικόλαος ἐπανῆλθε στὸ ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Μάλιστα ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου ξεχώρισε γιὰ τὴν σοφία καὶ τὴν ἠθική του τελειότητα.

Προικισμένος μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ἔσωσε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Γιὰ παράδειγμα ὅταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος στὴ θάλασσα – λόγω σφοδρῶν ἀνέμων – καὶ ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου σώθηκε καὶ μάλιστα ἐνῶ βρισκόταν στὴν μέση τοῦ πελάγους βρέθηκε ἀβλαβὴς στὸ σπίτι του. Τὸ θαῦμα ἔγινε ἀμέσως γνωστὸ στὴν Πόλη καὶ ὁ λαὸς προσῆλθε ἀμέσως σὲ λιτανεία καὶ ἀγρυπνία προκειμένου νὰ τιμήσει τὸν θαυματουργὸ Ἅγιο.

Ο βίος του Αγίου Νικολάου

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας, που είναι στη Μ. Ασία, γύρω στα 250 μ.Χ. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και καλής οικονομικής καταστάσεως. Ακολούθησε τον σκληρό, αλλά άγιο δρόμο της ασκήσεως, από μικρός.

Σαν έγινε παιδί του Σχολείου, ήταν επιμελής. Έφευγε μακρυά από συζητήσεις απρεπείς. Δεν ήθελε ποτέ του άτακτες παρέες. Προτιμούσε, αντί των παιγνιδιών, τις συναναστροφές των ηλικιωμένων. Κοντά στους μεγάλους και στους γέροντες άκουε συμβουλές και παραδείγματα, πού τον ωφελούσαν ψυχικά. Άκουε για τους εχθρούς, πού απειλούν την ψυχή και το χαρακτήρα του ανθρώπου. Μάθαινε για τις παγίδες, πού στήνει ο σατανάς στη ζωή των εναρέτων κι έβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα.

Όταν όμως ήταν αρκετά μικρός, ο ένας μετά τον άλλο πέθαναν οι ευσεβείς γονείς του, αφήνοντάς του αρκετή περιουσία. Μπορούσε τώρα με αυτή να ζήσει και να καλοπεράσει ο Νικόλαος. Μπορούσε να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα το δεχόταν ποτέ. Ποτέ δεν έβαζε τον εαυτό του μπροστά. Αυτός σκεπτόταν τους άλλους. Ο νους του έτρεχε στους δυστυχείς, στους ασθενείς, στους φτωχούς, στους αδικημένους και τους πεινασμένους, που ήταν παιδιά του Θεού και αδέλφια δικά του.

Πώλησε, λοιπόν, την περιουσία του και την διέθεσε όλη για τις ανάγκες των φτωχών και αδυνάτων. Έθρεψε, με το αντίτιμο της περιουσίας, ορφανά και χήρες. Έντυσε γυμνούς, δυστυχισμένους. Ανακούφισε απελπισμένους.

Σώζει τρεις αγνές νέες

Στην εποχή του Αγίου Νικολάου, ζούσε στα Πάταρα της Λυκίας, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που είχε τρεις ωραίες θυγατέρες. Ήρθε όμως κάποια ημέρα, που έχασε τα πλούτη του. Η φτώχεια του έγινε μεγάλη και ανυπόφορη. Στην απελπισία του σκέφτηκε να κλείσει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να εξοικονομεί χρήματα αρκετά, ώστε να περνούν και πάλι μια ζωή άνετη!

Την ίδια ημέρα όμως, το πληροφορήθηκε κι ο Άγιος Νικόλαος. Έδεσε τότε σ’ ένα μαντήλι τρακόσια χρυσά νομίσματα, τρακόσιες σημερινές λίρες, σαν να πούμε, και μόλις νύκτωσε πλησίασε το σπίτι του άλλοτε πλουσίου, κι από ένα ανοιχτό παραθυράκι πέταξε το μαντήλι με τα νομίσματα μέσα στο δωμάτιο.

Το πρωΐ που ξύπνησε ο πτωχεύσας πλούσιος κακόκεφος, βρήκε στη μέση του δωματίου το μαντήλι με τα χρήματα. Γεμάτος τότε χαρά και αγαλλίαση, την ίδια κι όλας ημέρα πάντρεψε την πιο μεγάλη του κόρη με έναν πλούσιο της πόλεως, που την ήθελε. Τους έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα. Ο Θεός, σκέφτηκε, θα βρει τον τρόπο και για την ευτυχία των άλλων κοριτσιών μου…

Ο Άγιος, αφού είδε, ότι τα χρήματά του εκείνα πιάσανε τόπο, όπως ήθελε ο Θεός, και έγινε ο γάμος, μια άλλη νύχτα έβαλε άλλα τρακόσια νομίσματα σ’ ένα μαντήλι και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας.

Ο πατέρας με τα χρήματα αυτά πάντρεψε και την δεύτερη θυγατέρα του. Ο Θεός, έλεγε, που τα εξοικονόμησε, για τις δύο μου κόρες, θα φροντίσει και για την τρίτη.

Από την ημέρα όμως εκείνη επρόσεχε πάντοτε τη νύχτα αν ξανάρθει ο άγνωστος ευεργέτης, να τρέξει να τον δει ποιος είναι. Και το κατόρθωσε.

Ο Άγιος βλέποντας, ότι πάντρεψε και την δεύτερη κόρη έβαλε πάλι σ’ ένα μαντήλι άλλα τρακόσια χρυσά νομίσματα και πήγε κρυφά και προσεκτικά και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι.

Ο πατέρας των κοριτσιών είχε όμως τον νου του κι αγρυπνούσε. Μόλις άκουσε τον κτύπο, άνοιξε αμέσως την πόρτα και έτρεξε πίσω από τον Άγιο. Ο Νικόλαος μόλις κατάλαβε, ότι τον αντελήφθησαν άρχισε να τρέχει, θέλοντας να ξεφύγει από τα μάτια του ευεργετουμένου και να μείνει άγνωστος. Εκείνος όμως, που τόσο ευεργετήθηκε από τον άγνωστο σωτήρα του, έτρεξε πιο πολύ και τον έφτασε. Μόλις τον είδε τον γνώρισε. Έπεσε στα πόδια του και τον ευχαρίστησε θερμά.

Την άλλη ημέρα πάντρεψε και την μικρότερή του κόρη. Τρεις γάμοι ευτυχισμένοι πήραν την θέση τους, εκεί που άλλοτε απειλούσε ο ξεπεσμός και η διαφθορά. Και ο ευτυχής πλέον πατέρας των κοριτσιών, πέρασε με ευτυχία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Κι ο Άγιος περνούσε τις ημέρες του με ελεημοσύνες, με προσευχή και νηστεία.

Σταματάει την τρικυμία

Κάποτε ο Άγιος ανεχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι, για τα Ιεροσόλυμα. Μαζί του ήταν και πολλοί Χριστιανοί, που πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Τη νύκτα βλέπει ο Άγιος στον ύπνο του, ότι ο διάβολος έκοβε τα σχοινιά του καταρτιού στο καράβι. Μόλις ξύπνησε το πρωί είπε στους ναύτες:

– Σήμερα θα μας βρει μεγάλη τρικυμία και θα υποφέρουμε πολύ. Προσευχηθείτε στον Θεό και θα μας φυλάξει από τα κύματα.

Σε λίγο φύσηξε ισχυρός άνεμος και έγινε θαλασσοταραχή μεγάλη. Τα χάσανε όλοι και περίμεναν τον θάνατο.

Ο Άγιος προσευχήθηκε τότε θερμά στον Κύριο και ο άνεμος σταμάτησε. Γαλήνεψε η θάλασσα και όσοι ήταν στο πλοίο ανακουφίστηκαν.

Ανασταίνει τον ναύτη

Την ώρα όμως της μεγάλης τρικυμίας κάποιος ναύτης ανέβηκε στο κατάρτι, για να δέσει τα σχοινιά. Κατεβαίνοντας όμως έπεσε στο κατάστρωμα του πλοίου και έμεινε νεκρός. Ο Άγιος Νικόλαος παρακάλεσε τότε τον Θεό να τον αναστήσει. Και ω του θαύματος! Ο πεθαμένος ναύτης αναστήθηκε σαν να ξύπνησε από ελαφρό ύπνο.

Εκλέγεται Αρχιερεύς

Κοντά στα Πάταρα ήταν μια πόλη, που την έλεγαν Μύρα. Όταν πέθανε ο Αρχιερεύς της πόλεως εκείνης, ζητούσαν να βρουν ένα καλό και άξιο Αρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπόν οι επίσκοποι και κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων, για να εκλέξουν Αρχιερέα. Σαν τέτοιο ομόφωνα εξέλεξαν τον Νικόλαο που ήταν ήδη ιερεύς, φημισμένος για την αγιότητα του βίου του.

Ο Άγιος για να φροντίζει την ψυχή του, εκοπίαζε τώρα ως αρχιερεύς πολύ. Πονούσε, αγρυπνούσε, νήστευε, προσευχόταν. Η φιλανθρωπική δράσις του Αγίου μεγάλωσε πολύ όταν έγινε αρχιερεύς. Έκανε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες πάντοτε αθόρυβα. Προσπαθούσε να μη τις ξέρουν ούτε οι κοντινότεροί του. Ίδρυσε πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα Ιδρύματα.

Ήταν πράος, ταπεινός και αγαθός, αλλά έδειχνε, όταν έπρεπε, και την επιβαλλόμενη αυστηρότητα. Στους θρασείς και τους αδίκους ήξερε να χρησιμοποιεί σαν ποιμένας, τη ράβδο. Πολλές φορές έλεγχε και φοβέριζε αδίκους πλουσίους, προκειμένου να υπερασπίσει χήρες, ορφανά και αδυνάτους.

Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ραπίζει τον Άρειο

Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στην Αλεξάνδρεια ένας άνθρωπος μορφωμένος, που τον έλεγαν Άρειο. Αυτόν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο Άγιος Πέτρος ο μάρτυς, τον χειροτόνησε Διάκονο. Εκείνος όμως άρχισε μετά την χειροτονία του να λέγει πράγματα αιρετικά. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός αλλά κτίσμα του Θεού. «Ην καιρός, ότε ουκ ην ο Υιός…».

Όταν το έμαθε ο Αρχιερεύς, τον έδιωξε από διάκονο. Μετά τον θάνατο όμως του Αγίου Πέτρου, ανέλαβε Πατριάρχης, ο Αχιλλάς. Αυτός έφερε τον Άρειο σε θεογνωσία και τον χειροτόνησε Πρωτοπρεσβύτερο Αλεξανδρείας. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ορθοφρονούσε ο ασεβέστατος Άρειος. Μόλις όμως πέθανε ο Αχιλλάς, κι έγινε Πατριάρχης ο Άγιος Αλέξανδρος πάλιν άρχισε να κηρύττει τις αιρετικές του δοξασίες.

Ο Πατριάρχης τότε τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε. Αυτός όμως, εξακολουθούσε να διαδίδει την αίρεσή του. Παρέσυρε μάλιστα με τη μόρφωσή του και την πονηράδα του και μερικούς Αρχιερείς: τον Ευσέβιο Νικομηδείας, τον Παυλίνο Τύρου, τον Ευσέβιο Καισαρείας και πολλούς άλλους κληρικούς.

Η αίρεση πλάτυνε σαν κολλητική αρρώστεια από την Αλεξάνδρεια σ’ όλη την Αίγυπτο και την Αφρική, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη.

Τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος για να σταματήσει το σάλο και το κακό, συνεκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Εκεί μαζεύτηκαν 318 Άγιοι Πατέρες.

Ακούστηκαν ακαταμάχητα επιχειρήματα και φλογεροί λόγοι, που απογύμνωσαν την πλάνη και την αίρεση του Άρειου. Εκείνος όμως δεν παραδεχόταν τίποτε. Αντίθετα προσπαθούσε με τη ρητορική του δεινότητα να μπερδέψει και να αποστομώσει τους Αγίους Πατέρες.

Τότε τον Άγιο Νικόλαο κατέλαβε ιερά αγανάκτησις. Σηκώθηκε από τη θέση του πλησίασε τον Άρειο και από θείο ζήλο πλημμυρισμένος, του έδωσε ένα δυνατό ράπισμα. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή προς τον αυτοκράτορα και τους άλλους αρχιερείς γι’ αυτό και αφού του αφαίρεσαν το ωμοφόριον, τον έριξαν στη φυλακή. Την νύκτα όμως μέσα στην φυλακή, φάνηκε ο Χριστός και η Θεοτόκος που του πρόσφεραν ένα Ευαγγέλιο και ένα ωμοφόριο.

Την άλλη ημέρα, πήγαν μερικοί και του μετέφεραν φαγητό. Τον βρήκαν όμως λυμένο από τα δεσμά. Φορούσε μάλιστα το ωμοφόριόν του και διάβαζε το Ευαγγέλιον που κρατούσε στα χέρια του.

-Πού τα βρήκες αυτά; Τον ρώτησαν.

Και ο Άγιος τους είπε όλη την αλήθεια. Αυτό το έμαθε ο βασιλεύς και τον έβγαλε από την φυλακή. Του ζήτησε συγχώρεση, καθώς και οι λοιποί Πατέρες. Η φυλάκισή του, ίσως, ήταν η αιτία για την οποία δεν αναφέρεται τ’ όνομά του και η υπογραφή του στα Πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Μετά τη Σύνοδο, επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς στις επαρχίες τους και ο Άγιος Νικόλαος στα Μύρα. Παρ’ όλο το βάρος των ετών εξακολουθούσε να εργάζεται εντατικά για την Χριστιανική προκοπή του ποιμνίου του και για τα έργα της φιλανθρωπίας.

Ο άγιος σώζει τρεις στρατηγούς από άδικο θάνατο

Τρεις γενναίοι στρατηγοί, αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα Άγιο Κωνσταντίνο, οι Νεποτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, συκοφαντήθηκαν στον αυτοκράτορα και τον επίτροπό του Αβλάβιο ως στασιαστές. Ρίχτηκαν γι’ αυτό το λόγο στη φυλακή. Το βράδυ πριν από την ημέρα της εκτέλεσής τους, παρουσιάζεται ο Άγιος Νικόλαος στο όνειρο τόσο του αυτοκράτορα όσο και του επιτρόπου του και απειλώντας τους με τιμωρία αν σκότωναν τους αθώους, πέτυχε την απελευθέρωσή τους. Ήταν ακόμα εν ζωή ο Άγιος Νικόλαος.

Το περιστατικό αυτό περιγράφεται σε ένα στιχηρό της ακολουθίας του εσπερινού του Αγίου:

«Ώφθης Κωνσταντίνω βασιλεί, συν τω Αβλαβίω κατ’ όναρ και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή της ειρκτής ους κατέχετε δεσμίους αδίκως, αθώους τυγχάνοντας της παρανόμου σφαγής. Όμως αλλ’ εάν παρακούσης, έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Κύριον δεόμενος».

Η κοίμησίς του

Η εσωτερική αγιότης του Αγίου Νικολάου ξεχυνόταν στη μορφή του. Μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει, μέσα σε πολλούς ανθρώπους έστω και αν πρώτη φορά τον έβλεπε, από την Αγία του μορφή.

Τόσο δε το πρόσωπό του έλαμπε και ήταν σοβαρό, στοχαστικό, και επιβλητικό, που πολλές φορές μερικοί, που τον συναντούσαν στο δρόμο επέστρεφαν στη θεογνωσία, χωρίς να τους διδάξει. Η παρουσία του τούς έπειθε. Λυπημένοι, που πήγαιναν να πουν το παράπονό τους σ’ αυτόν, μόνο που τον έβλεπαν, τους έφευγε η λύπη και τους ερχόταν η χαρά.

Αλλά ήταν κι αυτός άνθρωπος κι έπρεπε να φύγει από τον κόσμο αυτό. Το 330 μ.Χ. αρρώστησε για λίγο και κοιμήθηκε εν ειρήνη. Προτού όμως πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που ήρχοντο να παραλάβουν την αγιασμένη του ψυχή. Τότε είπε τον ψαλμό του Δαβίδ: «Κύριε, επί σοι ήλπισα». Όταν έφθασε στο «εις χείρας Σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου» έκλεισε τα μάτια του. Ήταν η 6η Δεκεμβρίου του 330 μ.Χ.

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τα δάκρυα χύθηκαν άφθονα. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός στα Μύρα, η δε κηδεία του έγινε πάνδημη και μεγαλοπρεπής.

Κάτω στη γη θρηνούσαν γιατί έχασαν τέτοιο ποιμένα και διδάσκαλο. Επάνω στον ουρανό πανηγύριζαν άγγελοι και αρχάγγελοι, όσιοι, μάρτυρες και διδάσκαλοι, γιατί δέχθηκαν τέτοιον Άγιο.

Η Εκκλησία στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο κατέταξε τον Άγιο Νικόλαο μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων, ως ισαπόστολον. Γι’ αυτό κάθε Πέμπτη συνεορτάζεται με τους Αποστόλους. Και οι άνθρωποι με τα τροπάρια που έχει η Εκκλησία μας, την ημέρα αυτή του ζητούν τη βοήθεια.

Το Άγιο λείψανό του

Το χαριτόβρυτο σώμα του, εναπετέθη στα Μύρα. Οι χριστιανοί έκτισαν εκεί μεγάλο ναό επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Από δε το σώμα του ανάβλυζε ιαματικό μύρο. Γι’ αυτό τον λένε και Μυροβλήτη.

Το 1118, επί Αλεξίου Κομνηνού, οι Άραβες ερήμωσαν πολλές πόλεις και μαζί μ’ αυτές και τα Μύρα. Έμεινε μόνο η Επισκοπή και ο ναός του Αγίου που παρέμειναν ως μοναστήρι μέχρι το 1460.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, από την πόλη Μπάρι της Ιταλίας, μετέφερε το λείψανο του Αγίου εκεί. Στο Μπάρι έκτισαν αργότερα και ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και σώζεται.

Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια. Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.

Η μνήμη του Αγίου Νικολάου τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου. Στις 20 Μαΐου γιορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του.

Ο Άγιος Νικόλαος ο Στρειδάς

Στο Άγιον Όρος υπάρχει ένα μοναστήρι, που ονομάζεται του Σταυρονικήτα. Ένα μικρό και φτωχό μοναστηράκι τιμημένο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Το μοναστήρι αυτό, στην αρχή κτίστηκε εις μνήμην του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Στον καιρό των εικονομάχων όμως, οι μοναχοί έρριξαν πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες, ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.

Το μοναστήρι αυτό το έκαψαν κάποτε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι κτίστες άρχισαν το κτίσιμο, οι μοναχοί έρριψαν τα δίκτυα στη θάλασσα για να πιάσουν ψάρια. Όταν όμως τράβηξαν τα δίκτυα βρήκαν μέσα σ’ αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.

Στο μέτωπο του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τράβηξαν για να το ξεκολλήσουν συνέβη κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ’ αυτό το θαύμα, ονομάσθηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μέχρι σήμερα.

Η εικόνα αυτή είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική, είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, στην Αγγελόκτιστη στο Κίτι και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες.

Μόλις είδε ο Πατριάρχης το θαύμα αυτό του εικονίσματος, αφιέρωσε το καινούριο μοναστήρι που κτιζόταν, στ’ όνομα του Αγίου Νικολάου και όχι του Προδρόμου. Το θαύμα αυτό συνέβη στα 1553.

Εξέταση λειψάνων για ανάπλαση προσώπου

Ο νέος τάφος του Αγίου Νικολάου στο Μπάρι ανοίχτηκε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953, επειδή έπρεπε να γίνουν αναστηλωτικά και αναπαλαιωτικά έργα στη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου. Με την ευκαιρία αυτή έγινε αναγνωριστικός έλεγχος και καταμέτρηση των οστών που βρέθηκαν στον τάφο από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Bari, Luigi Martino, με τη βοήθεια του Δρ. Venezia Luigi. Μετά, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε γυάλινη κάψα και τέθηκαν σε προσκύνημα στη Βασιλική του Αγίου. Το 1957, ο ίδιος καθηγητής, με τον ίδιο βοηθό πραγματοποίησαν μια δεύτερη εξέταση των λειψάνων, τα οποία αμέσως μετά τοποθετήθηκαν στη σαρκοφάγο από όπου τα είχαν βγάλει αρχικά. Επρόκειτο για μια «ανατομική ανθρωπολογική μελέτη, που απέβλεπε στον προσδιορισμό και την αποτύπωση της εικόνας και των χαρακτηριστικών των οστών και κυρίως στην ανασύνθεση της φυσικής εμφάνισης ή ακόμη και της εικονογραφικής μορφής του ατόμου, στο όποιο άνηκαν τα υπό εξέταση οστικά λείψανα».

Η εξέταση απέδειξε ότι πολλά τμήματα των οστών έλειπαν, και ότι η κάρα είχε διατηρηθεί καλύτερα από τα υπόλοιπα. Παράλληλα, όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα υγρό διαυγές, άχρωμο και άοσμο, σαν νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα οστά βρίσκονταν πάνω από τη στάθμη του υγρού, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της σαρκοφάγου, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της. Επίσης από αυτό το υγρό ήταν γεμάτες οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών. Η εξέταση του υγρού στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari έδειξε ότι επρόκειτο για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Τα σχετικά Αγιολογικά κείμενα λένε ότι και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, του τάφου του Αγίου στα Μύρα, για να πάρουν τα λείψανα, τα βρήκαν μέσα σε «Θείο μύρο», (άλλοι γράφουν Sanctus liguor ή oleum). Σύμφωνα με τον ερευνητή καθηγητή, η ύπαρξη του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν. Η μελέτη των οστών έδειξε ότι ο κάτοχός τους έπασχε από αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση. Θεωρείται ότι αυτά πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, όπως μαρτυρούν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Ο ίδιος καθηγητής εκτέλεσε ανάπλαση της μορφής του Αγίου Νικολάου με βάση τα οστά της κάρας του, και το αποτέλεσμα έμοιαζε με τη μορφή του Αγίου όπως εικονίζεται στο Παρεκκλήσιο του Άγίου Ισιδώρου της Βασιλικής του Άγίου Μάρκου Βενετίας.

Ο Αγ. Σάββας ο Ηγιασμένος

Ο Αγ. Σάββας ο Ηγιασμένος

Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Ανάμεσα στους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας σημαντική θέση κατέχουν οι μεγάλες ασκητικές και μοναχικές μορφές. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος.

Γεννήθηκε το έτος 439 στο χωριό Μουταλάσκη της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Σοφία, οι οποίοι ήταν πλούσιοι και ευσεβείς. Ο πατέρας ήταν στρατιωτικός και κατά συνέπεια ήταν αναγκασμένος να μεταναστεύει. Όταν ο Σάββας ήταν μικρός, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει με τη σύζυγό του στην Αλεξάνδρεια, αφήνοντας το παιδί του στην ανατροφή σε κάποιον συγγενή του ονόματι Ερμία. Αλλά ενωρίς τον εγκατέλειψε λόγω της κακής συμπεριφοράς της συζύγου του προς αυτόν. Αποφάσισε να απαρνηθεί τα εγκόσμια, καταφεύγοντας στη Μονή Φλαβιανών, όπου, παρά το νεαρό της ηλικίας του έδειξε ασυνήθιστο ζήλο για τη μοναχική ζωή και την άσκηση. Σε μικρό χρονικό διάστημα ξεπέρασε σε αρετές τους μοναχούς. Μάλιστα άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια της αγιότητάς του. Κάποτε κάνοντας το σημείο του σταυρού μπήκε μέσα σε πυρακτωμένο φούρνο, για να σώσει τα ενδύματα των μοναχών, τα οποία είχε λησμονήσει ο φούρναρης, χωρίς να υποστεί την παραμικρή φθορά.

Μετά από δέκα έτη παραμονής του στη Μονή, ζήτησε ευλογία από τον ηγούμενο να μεταβεί και να εγκατασταθεί στην στους Αγίους Τόπους. Ο ηγούμενος, ύστερα από θεία οπτασία, του έδωσε την άδεια και έτσι ο Σάββας έφτασε στην Ιερουσαλήμ, όπου φιλοξενήθηκε στην Μονή του Αγίου Πασσαρίωνος, το χειμώνα του 456 -457. Παρά τις παρακλήσεις των αδελφών της Μονής να μείνει μαζί τους, εκείνος αποφάσισε να αναχωρήσει για την έρημο, κοντά στον φημισμένο ασκητή Μ. Ευθύμιο.

Ο άγιος Ευθύμιος, διαβλέποντας την πνευματική πορεία του νεαρού μοναχού, αρνήθηκε να τον δεχτεί στη Λαύρα του και τον έστειλε στην Μονή του Αββά Θεοκτίστου. Εκεί ο Σάββας επιδόθηκε στους ασκητικούς αγώνες, υποδεικνύοντας τέλεια υπακοή και ταπεινοφροσύνη. Ιδιαίτερα αγαπούσε τις ακολουθίες και την προσευχή. Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια ασκήθηκε υπό την ηγουμενία του Θεοκτίστου και του Μάριδος. Κατόπιν ζήτησε από τον ηγούμενο Λογγίνο να αποσυρθεί σε παρακείμενο σπήλαιο για μεγαλύτερη άσκηση και ησυχία. Εκεί, για πέντε ολόκληρα χρόνια, έμενε νηστικός όλη την εβδομάδα και έτρωγε μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, προσευχόμενος και εργαζόμενος το εργόχειρό του. Κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής αποσύρονταν πιο βαθιά στην έρημο του Ρουβά, μαζί με τον άγιο Ευθύμιο, προσευχόμενοι και αγρυπνούντες. Η τροφή τους αποτελούνταν από λίγα άγρια πικρά χόρτα της ερήμου και νερό. Αυτή η άσκηση συνεχίστηκε ως το θάνατο του αγίου Ευθυμίου το 473.

Κατόπιν ο Σάββας, διάγοντας το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, προχώρησε πιο βαθιά στην έρημο, όπου συνδέθηκε με τους φημισμένους αγίους ασκητές Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη και Γεράσιμο Ιορδανίτη. Το 483 ίδρυσε δική του Λαύρα, ανατολικά του χειμάρρου των Κέδρων, συγκεντρώνοντας περίπου εβδομήντα αναχωρητές, υπό την πνευματική του καθοδήγηση. Ο ίδιος διέμενε σε παρακείμενο σπήλαιο, όπου πάλευε σκληρά με τις αδιάκοπες επιθέσεις των δαιμόνων. Ως δείγμα της αγιότητάς του ανέβλυζε μύρο από τη σπηλιά του. Λίγο αργότερα οι αναχωρητές της Λαύρας του έφτασαν τους εκατόν πενήντα. Κάποιοι μοναχοί τον συκοφάντησαν στον Πατριάρχη Σαλλούστιο και ζήτησαν την αντικατάσταση της ηγουμενίας του. Όμως ο Πατριάρχης, όχι μόνο δεν πίστεψε τις συκοφαντίες, αλλά τον χειροτόνησε πρεσβύτερο το 491.

Η φήμη της αγιότητάς του έφτασε μακριά και για τούτο πλήθος μοναχών συνέρρεαν στη Λαύρα του, άλλοι να πάρουν την ευλογία του και άλλοι να μείνουν κοντά του. Ο ίδιος, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ενέτεινε τον πνευματικό του αγώνα και την άσκησή του. Το έτος 494 άρχισε η ανοικοδόμηση του ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, διότι ο πρότερος ναός δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές ανάγκες των πολυπληθών μοναχών της Λαύρας. Αλλά και πάλι δέχτηκε νέα συκοφαντία εναντίον του. Για να ηρεμίσει η Λαύρα, αποφάσισε να φύγει. Για πέντε χρόνια περιόδευσε την Παλαιστίνη και τη Μ. Ασία, ιδρύοντας Λαύρες. Το 512 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο (491-518), να εκθρονίσει την αιρετικό μονοφυσίτη Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ηλία (494-512). Επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη, ηγήθηκε του αγώνα των Ορθοδόξων κατά της φοβερής αιρέσεως του μονοφυσιτισμού.

Το 530 έφτασε για δεύτερη φορά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζήτησε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565) να προστατέψει τους πληθυσμούς από τις επιδρομές των αλλοφύλων και από τις ταραχές των ντόπιων. Ήδη ήταν ενενήντα χρονών. Με την επιστροφή του στην Παλαιστίνη αρρώστησε και κοιμήθηκε ειρηνικά στις 5 Δεκεμβρίου του 532. Το 547 βρέθηκε το ιερό του λείψανο άφθορο, το οποίο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1204 το άρπαξαν οι σταυροφόροι και το μετέφεραν στην Βενετία. Το 1965 επεστράφη στην Λαύρα του, στην Παλαιστίνη, όπου παραμένει εκεί, ως πολύτιμος θησαυρός, αγιάζοντας και θαυματουργώντας τους πολυάριθμους προσκυνητές, οι οποίοι συρρέουν από τα πέρατα του κόσμου. Άλλωστε η φημισμένη Μονή του παραμένει ως τα σήμερα φωτεινός πνευματικός φάρος της Ορθοδοξίας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 5 Δεκεμβρίου, την ημέρα της οσιακής του κοίμησης.

Ο άγιος Σάββας έλαβε την προσωνυμία από την Εκκλησία Ηγιασμένος, διότι υπήρξε όντως αγιασμένο σκήνωμα της Χάριτος του Θεού. Με την βαθιά του πίστη στο Θεό, με τον προσωπικό του αγώνα κατά των παθών του και με την καλλιέργεια των αρετών του, αγιάστηκε ο ίδιος και αγίασε και συνεχίζει να αγιάζει τους άλλους. Γι’ αυτό και παραμένει στη συνείδηση των πιστών ως πρότυπο αληθινού Χριστιανού και ανθρώπου, διότι ο ίδιος είχε ενδυθεί από μικρός το Χριστό και έζησε σε όλη του τη ζωή με αυτό το θεϊκό αυτό ένδυμα.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ο βίος και το μαρτύριο της αγίας και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας

Η Αγ. Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα

Αρχιμ. Πέτρου Γ. Δακτυλίδη, εκδ. Αποστολικής Διακονίας,

Αθήναι 1986 αναπληρωτού γενικού διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας (σελ 11-38)

Από την πρώτη στιγμή, που ιδρύθηκε και άρχισε να ζει η Εκκλησία του Χριστού, εξαπολύθηκαν εναντίον της αναρίθμητοι και πολύμορφοι λυσσαλέοι εχθροί, με σκοπό να την σβήσουν και να την εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης.

'Αλλοι με κοφτερά σπαθιά, και άλλοι με κοφτερή γλώσσα και γραφή, όλοι οι διάβολοι της κόλασης και όλοι οι άνθρωποι του διαβόλου, σε συνεργασία, εξεστράτευσαν, με κάθε σατανική μέθοδο και πονηριά, κατά των χριστιανών, κατά του «μικρού ποιμνίου» του Χριστού, για να το διασκορπίσουν και να το εξαφανίσουν. Εξόδεψαν αναρίθμητους τόνους μελανιού και εκατομμύρια τόνους χαρτιού και έχυσαν ποτάμια χριστιανικό αίμα.

Και τι κατόρθωσαν; Το αντίθετο. Νικηθήκανε, πέσανε, και συντριβήκανε, και «ουχ ευρέθη ο τόπος αυτών», κατά τη Γραφή. Η Εκκλησία του Χριστού ζει, και θα ζει, μέχρι να τελειώσουν οι αιώνες, και θα συνεχίζει, να επιτελεί, το σωτήριο έργο της πάνω στη γη, όσοι κι αν παρουσιαστούν εχθροί, για να το εμποδίσουν. Τα λόγια του θείου ιδρυτού Της «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», αποκαλύπτονται πάντοτε αληθινά. Κι αν δεν ήταν τυφλοί οι σημερινοί πολέμιοί Της, θα έβλεπαν τρανότατα αποδεδειγμένη αυτή την αλήθεια, δια μέσου των αιώνων, και θα σταματούσαν να «λακτίζουν προς κέντρα». θα έβλεπαν, ότι τους περιμένει η ίδια τύχη, το ίδιο άθλιο τέλος.

Εκείνο που είναι αληθινό, υψηλό, άγιο, θεϊκό, κείνο που έχει ουράνια προέλευση, όσο προσπαθείς να το λιγοστέψεις, αυτό τόσο πιο πολύ μεγαλώνει, φουντώνει, θεριεύει.

Ένας πολέμιος της θρησκείας του Χριστού, αυτού του αιώνα, μόλις επικράτησε και έγινε άρχοντας του τόπου του, είπε στους δικούς του: «και τώρα σφάξτε, όπου βρείτε χριστιανό και μάλιστα ρασοφόρο, εκπρόσωπο της θρησκείας, σφάξτε τον, και σας υπόσχομαι, τον τελευταίο που θα μείνει θα τον σφάξω εγώ με τα χέρια μου μπροστά σε όλους σας».

Και δεν πέρασαν πολλά χρόνια, ούτε δέκα, διωγμού και σφαγής, και πάλι ο ίδιος είπε: «βρε τι κακό είναι μ' αυτούς, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν».

Αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ποτισμένη από το αδιάκοπα χυμένο αίμα των Μαρτύρων της, εδραιωμένη, αδιάσειστη, νικήτρια, πεντακάθαρη, δοξασμένη, αιώνια.

Ένα από τα ιερά σφάγια, που έπεσαν πάνω στον ιερό βωμό της πίστεως του Χριστού και επότισαν με το αίμα τους το πελώριο δένδρο του Χριστιανισμού και λάμπρυναν την Εκκλησία είναι και η Αγία, ένδοξη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα.

Η Αγία Βαρβάρα έζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκορος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη. Φανατικός δε ιερεύς της ειδωλολατρίας.

Οι ιστορικές πληροφορίες, δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και το φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Μήπως είχε πεθάνει; Αυτό μόνο σαν υπόθεση μπορεί να σταθεί. Γιατί από την προτροπή του τυράννου, κατά το μαρτύριο της Αγίας, «να λυπηθεί τους γονείς της», βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ζούσε, αλλά δεν συνταυτίστηκε με την κόρη της, όπως συνέβη με άλλες μητέρες μαρτύρων, παρά σαν φανατική ειδωλολάτρις και αυτή, συνταυτίσθηκε με τη στάση του φανατισμένου και τυφλού στην ψυχή άνδρα της Διόσκορου. Η Βαρβάρα ήταν το μονάκριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυΐα, σεμνότητα και σωφροσύνη.

Απ' τις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, αυτού του είδους, όταν δηλαδή οι γονείς έχουν ένα μόνο παιδί, φανταζόμαστε πόσο ενδιαφέρον, πόση αγάπη, φροντίδα και αδυναμία, θα της είχαν, και πόσο, θα διέθεταν τα πάντα, να τη μορφώσουν και να την αποκαταστήσουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, κάτι που τους επέβαλε οπωσδήποτε και ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση.

Και πράγματι, όταν η κόρη τους έφτασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες, και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.

Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η έμμονή της κόρης του, να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπόθεσε όμως, ότι ήταν μια κάποια νεανική ιδιοτροπία, και είχε την ελπίδα ότι αργότερα, θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί. Περνούσε όμως η ηλικία της και η Βαρβάρα δεν έλεγε το ναι. Εν τω μεταξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη».

Κατά Συμεών το Μεταφραστή, Ι΄ αιώνας, «το γαρ κάλλος αυτής, ει και μη θεατόν, αλλ' όμως ακουστόν ον, περιμάχητον αυτής εποίει γάμον».

Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκορος γέμιζε πιο πολύ από ποικίλους φόβους, και πήρε την απόφαση να λάβει ωρισμένα μέτρα. Φαίνεται, ο πιο μεγάλος του φόβος, ήταν ωρισμένοι ψίθυροι, ότι η Βαρβάρα συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Οι ιστορικές πηγές λένε, για τη Βαρβάρα, ότι ήταν «εμμανής περί την των απίστων ειδώλων προσκύνησιν».

Γι' αυτό, και ο Διόσκορος, περιώρισε την ελευθερία της κόρης του τόσο, όσο να μη την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στο Διόσκορο, την συνόδευαν. Κατά την παράδοση, τόσο την περιώρισε που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μέσα.

Όμως, δύσκολα γλιτώνει κανείς απ' αυτό που φοβάται. Το λέει ο λαός και έχει δίκιο. Δεν είναι λίγες οι φορές, που τα πράγματα σ' αυτό τον κόσμο μας έρχονται διαφορετικά απ' ότι τα περιμένουμε. Πολλές φορές, παίρνουμε μέτρα και εφαρμόζουμε τακτικές, για να υποστηρίξουμε τις σκέψεις και τα σχέδιά μας, με αποτέλεσμα όμως αντίθετο. Ας γνωρίζουν λοιπόν οι γονείς, όσοι μάλιστα, σχετικά με την κλήση των παιδιών τους, αντιστρατεύονται στη βουλή του Θεού, αλλά και όλοι μας, ότι η θεία Πρόνοια, ξέρει πολύ καλά, να ματαιώνει θελήσεις ανθρώπων όπως του πατέρα της Βαρβάρας και φωτίζει ακόμα και τους δεσμοφύλακες...

Οι φόβοι του Διόσκορου βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται, κάποια απ' τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή, και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Ακόμα, κατά το βιογράφο της, την βοήθησε και η λογική, διότι καθώς έβλεπε μέσα από τον πύργο εκεί στη μοναξιά το μεγαλείο της φύσης σκεπτόταν: «ποιός έκαμε τον έναστρο ουρανό με ένα τέτοιο διάκοσμο και ποιός τη γη με τόσες ομορφιές και στολίδια, με δένδρα και καρπούς ποικίλους και ωραίους; οι ξύλινοι και πέτρινοι θεοί, που δεν έχουν λογική, και ούτε βλέπουν, ούτε ακούνε, που τους έφτιαξαν άνθρωποι»; Όχι, δεν είναι δυνατό. Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει. Και έβλεπε σε όλα αυτά τη σφραγίδα και το μεγαλείο ενός μεγάλου και σοφού Δημιουργού, του αληθινού θεού, που ήδη είχε αρχίσει περί Αυτού να μαθαίνει με σιγουριά. Ο Συμεών ο Μεταφραστής, μας εξηγεί το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «εν αυτώ, λέγει, τω πύργω, η του Παρακλήτου Χάρις των αφανών αυτής οφθαλμών αφανώς αψάμένη, φωτί τε θεογνωσίας εφώτισε και τον αψευδή Θεόν γνώριμον αυτή παραδόξως κατέστησε». Δηλαδή, σ' αυτόν μέσα τον πύργο, η Χάρη του Παρακλήτου αγγίζοντας μυστικά τους οφθαλμούς της ψυχής της, την εφώτισε με το φως της θεογνωσίας και της φανέρωσε με παράδοξο τρόπο τον αληθινό θεό.

Αυτή λοιπόν, η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στη χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με ένα ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε, και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Η παναοίδιμη Βαρβάρα ζει τώρα πια σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει τώρα πιο πολύ, ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δεν έχουν καμιά αξία, μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζει πια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Αποδείχθηκε αληθινή μεγαλέμπορος, που θυσίασε τα πάντα, για να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και προ παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου τούτου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά αμαρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, αποστράφηκε τη λάμψη και το μεγαλείο των αξιωμάτων και του πλούτου, όλα που ο λόγος του Θεού τα ονομάζει «αλαζονείαν του βίου», τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις του μαρτυρίου προκειμένου, να ομολογήσει με αλύγιστο θάρρος, με άκαμπτη Θέληση και παρρησία, με ηρωισμό και αυταπάρνηση, τον Χριστό και το Θέλημά Του, και να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.

Είναι πράγματι ανάξιος, όποιος θα αγαπήσει κάτι άλλο, πιο πολύ απ' τον Χριστό.

Ο Διόσκορος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα για όλα αυτά που είχαν συμβεί, κάνει πάλι πρόταση γάμου στη Βαρβάρα. Η καλλίνικη όμως Βαρβάρα αυτή τη φορά, πήρε θέση σθεναρή και ξεκάθαρη απέναντι στον πατέρα της και έδωσε λύση μια για πάντα στο πρόβλημα του γάμου.

«Μη μου κάνεις ξανά λόγο για γάμο, γιατί ούτε θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου», είπε στον πατέρα της. Συμεών ο Μεταφραστής λέγει, ότι ο Διόσκορος «δεν εισήλθεν εις το νόημα». Νόμισε ότι αυτή η άρνηση προέρχεται από ντροπή, (ήταν μικρή στην ηλικία, ίσως 16 ετών), και δεν επέμεινε, «παρέχων αυτή διασκέψεως καιρόν». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Η ανδρόφρονη Βαρβάρα, παρ' όλο που ήταν μικρή στην ηλικία, ήταν πολύ μεγάλη και ώριμη στη σκέψη, και είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση, περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο της Χριστό, και ήδη, ζούσε μέσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».

Πολλές φορές η Πρόνοια του Θεού χτυπά το διάβολο με τα δικά του όπλα. Έβαλε ο διάβολος στο σκοτισμένο μυαλό του Διόσκορου ότι η κόρη του, δεν ήθελε να ακούσει για γάμο, όχι μόνο από ντροπή, αλλά και διότι την είχε αυστηρά απομονώσει και την είχε αποξενώσει από την κοσμική ζωή, τις διασκεδάσεις κ.λπ. Και έτσι, άλλαξε τακτική. Της επιτρέπει πια να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει οπού θέλει. Τι άλλο καλύτερο απ' αυτό θα ήθελε η σεμνή αθληφόρα;

Έτσι άρχισε ελεύθερα να βγαίνει έξω να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκομένων χριστιανών.

Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που επληροφορείτο, την βοήθησαν πολύ, να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη. Να πως έμαθε τώρα ο πατέρας της, ότι ήταν η κόρη του χριστιανή. Αποφάσισε ο Διόσκορος, να φύγει προσωρινά για υπόθεσή του σε άλλη χώρα. Πριν φύγει, θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στους τεχνίτες, με τις ανάλογες οδηγίες και έφυγε για τις υποθέσεις του. Κάποια μέρα η Αγία, κατέβηκε από τον πύργο και άρχισε να περιεργάζεται το λουτρό, που έκτιζαν οι τεχνίτες. Καθώς το παρατηρούσε, πρόσεξε, ότι όλη αυτή η οικοδομή είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τους κτίστες «γιατί δεν εκάματε και άλλο ένα παράθυρο προς το νότιο μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρό περισσότερο;».

Γιατί αυτή την εντολή μας έδωσε ο πατέρας σου, απάντησαν. Τότε η Αγία τους είπε πάλι: «θα κάμετε οπωσδήποτε και τρίτο παράθυρο κι αν ο πατέρας μου σας παρατηρήσει, θα του μιλήσω εγώ και θα του εξηγήσω. Εσείς δεν θα 'χετε καμία ευθύνη». Οι τεχνίτες υπάκουσαν και έφτιαξαν .το τρίτο παράθυρο, εκεί ακριβώς που τους είπε. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένοιωθε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων θεός, φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με ’γιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της, για να ομολογήσει πέρα για πέρα την αλήθεια και τον Αγαπημένο της Νυμφίο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Κάποια φορά, που κατέβηκε να δει το λουτρό, στάθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, Ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Και ω του θαύματος! Σαν να ήταν το δάκτυλό της μια σμίλη από σίδερο και άνοιξε, τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο του Σταυρού να φαίνεται και να υπάρχει μέχρι σήμερα, για να κηρύττεται συνέχεια η θαυματουργική θεία δύναμη, και να δοξάζεται η αδιαίρετη και ομοούσια Αγία Τριάδα. Και όχι μόνο σώζεται μέχρι σήμερα το λουτρό εκείνο, με τα τρία παράθυρα και τον χαραγμένο από την αγία Σταυρό, αλλά και κάνει μέχρι σήμερα θαυματουργικές θεραπείες σε Αρρώστους από διάφορες αρρώστιες, όταν προσέρχονται με πίστη.

Μετά από λίγο καιρό επανήλθε ο πατέρας της Διόσκορος από το ταξίδι του και βλέποντας το τρίτο παράθυρο στο λουτρό απόρησε. Φώναξε αμέσως τους τεχνίτες και τους παρατήρησε αυστηρά, γιατί παραβήκανε την εντολή του, και κάμανε τρία παράθυρα στο λουτρό. Από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της σεμνής και ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι, «με τα τρία παράθυρα το λουτρό φωτίζεται, καλύτερα, και οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Σ' ένα τροπάριο της ακολουθίας της, στην Ε' ωδή, χαρακτηριστικά αναφέρεται αυτό το γεγονός ως εξής: «θυρίσι τρισί, το λουτρόν φωτίζεσθαι κελεύσασα, μυστικώς διέγραψας, βάπτισμα Βαρβάρα της Τριάδος φωτί, των ψυχών σελασφόρον, υπάρχον καθαρτήριον». Δηλαδή, διατάζοντας να φωτίζεται το λουτρό με τρία παράθυρα, σχεδίασες με μυστικό τρόπο Βαρβάρα, το βάπτισμα, στο φως της Αγίας Τριάδος, που καθαρίζει και φέρνει λάμψη στις ψυχές.

Μ' αυτό το συμβολισμό η Αγία, αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία στον πατέρα της, την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών, αλλά, και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. «Τετρωμένη του πόθου σου, ως νυμφίου Δέσποτα, τω γλυκυτάτω βέλει, η αθληφόρος Βαρβάρα άπασαν, πατρικήν αθεΐαν εβδελύξατο». Τροπάριο της γ' ωδής. Δηλαδή, πληγωμένη, Κύριε, με το γλυκύτατο βέλος της αγάπης Σου ως νυμφίου, η αθληφόρος Βαρβάρα σιχάθηκε (μίσησε) όλη την πατρική ασέβεια (την λατρεία των ειδώλων).

Ο Διόσκορος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε, λοιπόν, από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα δεν είχε κανένα λόγο να προσποιηθεί και να πει ψέματα. Είπε λοιπόν στον πατέρα της καθαρά, πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη, και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση.

Στο άκουσμα όλων αυτών ο Διόσκορος, ξέσπασε σε νευρικά γέλια. Ήταν δυνατό, η μονάκριβη κόρη του, το γέμισμα της καρδιάς του, η μοναδική του χαρά, το ίνδαλμά του, η μόνη του παρηγοριά, να γίνει χριστιανή; Οι υποψίες και οι φόβοι του βγήκαν αληθινοί; Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει.

Γι' αυτό εξόρκισε τη Βαρβάρα, να αφήσει τα αστεία, και να τον ακολουθήσει την επομένη σε μια ειδωλολατρική τελετή.

—Σε σέβομαι πατέρα και σε υπακούω, του είπε. Γνώριζε όμως, ότι οριστικά πια δεν έχω καμιά σχέση με την ειδωλολατρία, και το καθήκον μου απέναντι στο Χριστό, δεν μου επιτρέπει καμιά συμμετοχή και παρουσία στα πανηγύρια των ειδώλων. «Ου τρυφής ή τερπνότης, ουκ άνθος κάλλους πλούτος τε, ουχ ηδοναί νεότητος, έθελξάν σε Βαρβάρα ένδοξε, τω Χριστώ νυμφευθείσα καλλιπάρθενε». Τροπάριο της γ΄ ωδής της ακολουθίας της. Δηλαδή δεν σε έθελξαν ένδοξη Βαρβάρα ούτε η γλυκύτητα της απολαύσεως, ούτε η λάμψη της ομορφιάς και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητος, αφού είχες νυμφευθεί το Χριστό ωραία παρθένε.

Τη στιγμή αυτή ο Διόσκορος, βλέποντας την αμετάτρεπτη απόφαση της κόρης του, φούντωσε από το κακό του. Κορυφώθηκε ο ειδωλολατρικός φανατισμός του. ’δειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του για τη Βαρβάρα μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Την έβρισε σκαιότατα. Λησμόνησε πέρα για πέρα, ότι ήταν το σπλάχνο του. Με γεμάτα τα μάτια από χολή και την καρδιά του από φαρμάκι, σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.

Συγκρατήθηκε όμως. Και έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς Βαρβάρα εμποδίζεται, περιωρισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω απ' τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν υποχρεωμένη να ακούει ολόγυρά της βλασφημίες και κάθε είδους βρισιές κατά του Χριστού. Αυτή η φοβερή δυσκολία, την έβαλε σε σκέψη, να δραπετεύσει από τον πύργο. Έτσι και έγινε. Κατόρθωσε με τη βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας, να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιο κοντινό όρος, ίσως στον Αντιλίβανο. Μόλις έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, να τη γλυτώσει χέρια του τύραννου πατέρα της. Και ο θείος δημιουργός της δεν άργησε καθόλου να απαντήσει στην προσευχή της. Όπως άλλοτε, έσκισε μια πέτρα στα δύο και έκρυψε και διέσωσε την πρωτομάρτυρα Αγία Θέκλα, έτσι με όμοιο θαύμα έσωσε και, την ’για Βαρβάρα από τα φονικά χέρια του πατέρα της, που έτρεχε συνέχεια καταπάνω της να την συλλάβει. Να, πως διατυπώνει το θαύμα αυτό ο υμνογράφος της Αγίας στο β' τροπάριο της ε' ωδής: «Μανίαν δεινήν του πατρός εκκλίνουσαν, Βαρβάραν σχισθέν ευθύς υπεδέξατο, όρος ώσπερ πάλαι την αοίδιμον πρωτομάρτυρα Θέκλαν. Χριστού τερατουργήσαντος». Δηλαδή, την Βαρβάραν που προσπαθούσε να αποφύγει την φοβερή μανία του πατέρα της, την δέχθηκε αμέσως με το σχίσιμό του κάποιο βουνό, όπως έγινε παλιότερα με την περίφημη πρωτομάρτυρα Θέκλα, με θαύμα του Χριστού.

Και ενώ, από το θαύμα αυτό, την έχασε ο αιμοβόρος πατέρας της από τα μάτια του, δεν γύρισε πίσω, αλλά συνέχισε να ψάχνει για να την βρει. Καθώς έψαχνε, συνάντησε δυό βοσκούς. Έβοσκαν τα πρόβατά τους στον τόπο εκείνο, και τους ρώτησε, αν είδαν που κρύφτηκε μια νέα γιατί ήταν η κόρη του. Ο ένας βοσκός, άνθρωπος καλοκάγαθος, δεν θέλησε να γίνει προδότης, και δεν θέλησε να πει την αλήθεια. —Δεν την είδα καθόλου, του είπε. Προτίμησε ο ευλογημένος να πει ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος βοσκός, άθλιος, πονηρός και απάνθρωπος, για να μη χάσει αμοιβή, που του υποσχέθηκε ο διώκτης πατέρας, δεν μίλησε μεν, αλλ' όμως με το δάκτυλό του, έδειξε στον Διόσκορο το σημείο, που με το θαυμαστό τρόπο κρύφτηκε η κόρη του. Κατά την παράδοση, η θεία Δίκη, τιμώρησε αμέσως τον προδότη βοσκό και μονομιάς τα πρόβατά του έγιναν κάνθαροι. Στο γεγονός αυτό, σίγουρα, οφείλεται και το ότι το Νοσοκομείο λοιμωδών νόσων, στην Αγία Βαρβάρα Δαφνιού, ονομάζεται «Κάνθαρος».

Η καταδίωξη του Διόσκορου πέτυχε.

Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πια πατέρας ούτε κατά ίχνος, αλλά σωστός τύραννος, γεμάτος παραφορά και μίσος και πάθος εκδικητικό. —Λοιπόν, της λέγει, εξακολουθείς να επιμένεις; Η Αγία τον κοίταξε καλά – καλά με λύπη και σταθερά του απάντησε. —Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον αληθινό Θεό. Τότε εκείνος την άρπαξε απ' τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στη γη. Για μια στιγμή τον κατάλαβε φονική ορμή, να την σκοτώσει με κλωτσιές, ή να της συντρίψει την κεφαλή με κάποια πέτρα. Συγκρατήθηκε όμως, σα να είχε κάποια ελπίδα. Έδωσε εντολή να τη σηκώσουν από κάτω. Την έπιασε με τα χέρια του, σύροντάς την βίαια, την οδήγησε ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σ' ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να τη φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Κάθε δυο μέρες ο Διόσκορος έπαιρνε μαζί του και έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη της κόρης του. Η θεόκλητη όμως Βαρβάρα, δεν δεχόταν καθόλου να ακούσει τις ειδωλολατρικές διδασκαλίες και υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιό του.

Όταν ο Διόσκορος διαπίστωσε, ότι, κι αυτή του η προσπάθεια, να μεταπείσει την κόρη του, απέβη άκαρπη, τότε την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, με την κατηγορία, ότι βρίζει με σκαιότητα τα είδωλα, και τον εξόρκισε στη δύναμη των θεών τους, να μη την λυπηθεί καθόλου, αλλά να την βασανίσει με κάθε είδους βία και σκληρά βασανιστήρια, μέχρι θανάτου. Ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και έδωσε εντολή να φέρουν τη Βαρβάρα μπροστά του.

Όταν την είδε, με τόση καταπληκτική ομορφιά, μια νέα γεμάτη από ευγένεια και σεμνότητα, έμεινε εκστατικός και καταλήφθηκε από οίκτο. Μια τέτοια νέα, θα ήταν κρίμα να βασανιστεί και μάλιστα μέχρι θανάτου. Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, αλλά μάταια. «Λυπήσου τους γονείς σου», της είπε. Η ανδρόφρων Αγία δεν δελεάστηκε από τίποτα. Ούτε την τρόμαζε καμμιά απειλή. Ήλεγξε μάλιστα με δριμύτητα το ψεύδος των ειδώλων και υπεραμύνθηκε της αλήθειας του Χριστού. Είμαι χριστιανή απαντούσε, και δεν θα μπορέσει να με αλλάξει κανείς. Τότε ο Μαρκιανός, έξω φρενών, έδωσε εντολή, να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Μπροστά στα σκληρά και άπονα μάτια του πατέρα της, την γύμνωσαν, την χτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την χάνουν να νοιώθει τους πόνους πιο δριμείς, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα. «Αικισμοίς αφειδώς καταξαίνεσθαι, ράχεσι τριχίνοις εντόνως τε τρίβεσθαι δια Χριστόν η άμεμπτος», αναφέρεται στην Ακολουθία της, τροπάριο της στ' ωδής. Δηλαδή, η αθλήτρια παρέδωσε το σώμα της να κατασπαραχθεί με πάμπολλα βασανιστήρια και να τριφτεί δυνατά με τρίχινα κουρέλια. Και όλα αυτά τα υπέστη για το όνομα του Χριστού η άμεμπτη.

Τόση ήταν η μαστίγωση, που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε, και κατατρυπήθηκε, και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης, που τη βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστήρια την κλείσανε προσωρινά στη φυλακή, για να την ανακρίνουν και πάλι με την ελπίδα, ότι μια δεύτερη ανάκριση, και ένα πιο σκληρό μαρτύριο, θα την έκαναν να αλλάζει γνώμη, να αρνηθεί το Χριστό, να προσκυνήσει και να θυσιάσει στους ψευτοθεούς. Τα μεσάνυχτα, και ενώ η Αγία ήταν άγρυπνη και προσευχόταν, ξαφνικά το δεσμωτήριο καταφωτίστηκε από δυνατό και γλυκύτατο φως. Και ακούστηκε παρήγορη φωνή που έδινε θάρρος στην Αγία. Μονομιάς θεραπεύτηκαν όλα τα τραύματά της και η ψυχή και το σώμα της πήραν ουράνια βοήθεια και δύναμη. Η ομορφιά της έγινε ακόμα πιο λαμπρή, που κατέπληξε τους τυφλούς και αμετανόητους τυράννους της.

Και απ' αυτά τα ολοφάνερα σημεία του ουρανού, δυνάμωσε πιο πολύ η καλλίνικη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, απόκτησε μεγαλύτερη καρτερία και υπομονή. Δεν ανησυχούσε για τίποτα. Ήξερε, ότι βαδίζει πολύ γρήγορα, για να φτάσει κοντά στο Νυμφίο της Χριστό, όπου, τις ψυχές δεν μπορεί να αγγίξει πια καμιά βάσανος.

Ένοιωθε αφάνταστα χαρούμενη. Χαιρόταν με τα παθήματά της και ένοιωθε βαθειά τη χάρη του ουρανού όχι μόνο να πιστεύει στο Χριστό, αλλά και να πάσχει για το Χριστό. Περίμενε με χαρά, σα να πήγαινε για γάμο, νέα βασανιστήρια, δριμύτερα και σκληρότερα από πριν.

Αρχίζει ο δικαστής τη δεύτερη εξέταση, όλοι, που ήταν στο δικαστήριο, όταν είδαν την πολυβασανισμένη Μάρτυρα υγιέστατη, χωρίς καμιά πληγή, έμειναν άφωνοι, αλλά και με το νου αφώτιστο. Ο άσεβής Μαρκιανός, τυφλός από την πλάνη των ειδώλων, προσπάθησε να πείσει την αγία, ότι οι θεοί του τη λυπήθηκαν και της γιάτρεψαν τις πληγές. -Οι θεοί σου είναι τυφλοί και αδύνατοι, όπως είσαι κι εσύ, και έχουν ανάγκη αυτοί απ' τους Ανθρώπους. Με θεράπευσε ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, που τα γεμάτα από το σκοτάδι της ασέβειας μάτια σου, δεν μπορούν να Τον δουν, να Τον γνωρίσουν, να Τον Αγαπήσουν, για να σε σώσει.

Στο άκουσμα των θαρραλέων αυτών λόγων της Αγίας, εξοργίστηκε ο Μαρκιανός τόσο, που ξεπέρασε σε θηριωδία και το λιοντάρι και την τίγρη, και έδωσε αμέσως εντολή, να της καταξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε τα ξεσχισμένα μέλη της και να χτυπούν με σφυρί την κεφαλή της. Ο υμνογράφος της Ακολουθίας της στην ζ' ωδή διατυπώνει ως εξής το φρικτό αυτό βασανισμό: «Πληγαίς αφορήτοις σου καταξανθέντος, του σώματος όλου τε, βαφέντος εν αιμάτων ροαίς, λαμπάσιν υπέμεινας, φλογιζομένη πλευράς, μάρτυς παναοίδιμε, Χριστω ευχαριστούσα, Βαρβάρα ένδοξε». Δηλαδή, ενώ με αφόρητα κτυπήματα είχε καταξεσχισθεί όλο σου το σώμα και είχε βαφτεί με τις ροές των αιμάτων, έδειξες υπομονή και όταν έκαιγαν με λαμπάδες τις πλευρές σου, ονομαστή μάρτυς, ευχαριστώντας τον Χριστό ένδοξη Βαρβάρα.

Στο σημείο αυτό του υπερθηριώδη αυτού βασανισμού, παρουσιάζεται και δεύτερη του Χριστού Μάρτυς. Είναι η θεοσεβής και ενάρετη Ιουλιανή. Η αγαθή Ιουλιανή, ήταν χριστιανή από πολύ καιρό. Παρακολουθούσε απ' την αρχή τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Είδε και έμαθε για όλα τα θαύματα που έκανε ο Χριστός επάνω της. Τώρα όμως, βλέποντας εκείνο το μαρτύριο, βλέποντας να τρέχει άφθονο το αίμα της Αγίας από όλο το σώμα και την κεφαλή της, δεν άντεξε η καρδιά της τον πόνο, και άρχισε να κλαίει γοερά και απαρηγόρητα.

Όταν την είδε ο Μαρκιανός να κλαίει, τη ρώτησε ποιά είναι.

- Είμαι χριστιανή, του απάντησε, και κλαίω από αγάπη και πόνο για τα μαρτύρια της καλλιπάρθενης Βαρβάρας. Αμέσως ο ασεβής διέταξε να κρεμάσουν την Ιουλιανή κοντά στη Βαρβάρα, να της ξεσχίσουν και αυτής τις σάρκες και να τις καίνε με αναμμένες λαμπάδες. Βλέποντας ο σκληρόκαρδος εκείνος τύραννος την υπομονή και αντοχή και των δύο Μαρτύρων γυναικών, στα τόσα και τέτοια βασανιστήρια, διέταξε να κόψουν τους μαστούς και των δύο· «ω της απανθρώπου τε και αναλγήτου, τυράννων ωμότητος, και πλείστης αθεότητος! μαστούς γαρ της μάρτυρος, ως εν μακέλλω δεινώς, ξίφεσι κατέτεμνον...», έτσι περιγράφει ο υμνογράφος της το γεγονός σ' ένα τροπάριο της ζ' ωδής. Δηλαδή, ω απάνθρωπη και άπονη σκληρότητα και Υπερβολική ασέβεια των τυράννων. Σα να βρισκόντουσαν σε κρεοπωλείο απέκοψαν τελείως με ξίφη τους μαστούς της μάρτυρος, η οποία προσήλωνε το νου της στο ζωοδότη Χριστό. Ούτε όμως η αποκοπή των μαστών των δύο γυναικών μπόρεσε να αλλάξει την απόφασή τους, να μαρτυρήσουν και να υποστούν τα πάντα για την αγάπη του Χρίστου.

Αφού είδε ο τύραννος να υπομένουν και αυτή την τρομερή βάσανο διέταξε, την μεν Ιουλιανή να την βάλουν στη φυλακή, την δε Βαρβάρα, να την ξεγυμνώσουν τελείως, να την γυρίζουν σε όλη την πόλη γυμνή, συνάμα δε και να την δέρνουν συνεχώς. Μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να την πληγώσουν πιο πολύ, και να εκθέσουν τη σεμνότητα αυτής της παρθένου, της κόρης, της οσίας, που όπως λέγει, ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο εγκώμιό του, για την Αγία, «ουδέ αυτός ο ήλιος ηδυνήθη πρότερον να απολαύση κατά κόρον». Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού, για την Αγία μαρτυρίου, το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Αλλά ω Κύριε, Κύριε, σ' Εσένα η Βαρβάρα αφοσιώθηκε με όλη τη διάνοια, την ψυχή, την καρδιά και τη δύναμή της. Για Σένα αψήφισε τα πάντα, και γονείς, και νεότητα, και ομορφιά, και πλούτη και μνηστείες, και αναπαύσεις και απολαύσεις κοσμικές. Εσύ που τροφοδοτείς και κυβερνάς τα πάντα και προνοείς για τα λουλούδια και τα πετεινά του ουρανού. Εσύ, που είπες, ότι δεν πέφτει ούτε μια τρίχα από τους πιστούς Σου, χωρίς να το θελήσεις. Εσύ, που γνωρίζεις τα πάντα και ερευνάς καρδιές και νεφρά των ανθρώπων. Εσύ, εισάκουσε και την προσευχή, την θερμή και ολόψυχη, της γενναίας αθλήτριας και πιστής δούλης Σου Βαρβάρας, και μην αφήσεις να εκτεθεί το αγνό και παρθένο εκείνο σώμα της. Μην αφήσεις, Δίκαιε, να πραγματοποιηθεί αυτό που με σατανική έμπνευση της προετοιμάζουν, να την εκπομπεύσουν δηλαδή και να την θεατρίσουν δημόσια. Κι αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Κύριε, να την διαφυλάξει, κόψε μονομιάς το νήμα της ζωής της, και γλύτωσέ την. Ο γεμάτος αγάπη Θεός, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε αμέσως την προσευχή της, και ω του θαύματος, ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Κατά τρόπο ανεξήγητο άλλα ρούχα, πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με λυσσώδη μανία της αφαιρούσαν και ξέσχιζαν. Ο ’γιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διατυπώνει το θαύμα ως εξής: «Χάριτος περιβολή όλην ο Χριστός περιστείλας την οικείαν αθλήτριαν, την θέαν τοις αισχροίς και ασελγέσι και μυσαροίς διετείχωσε και άπρακτον αυτών την επίνοιαν δέδειχε και της προσδοκίας παρέσφηλεν».

Δηλαδή αφού ο Χριστός περιτύλιξε τη δική Του αθλήτρια με το ένδυμα της χάριτος, εμπόδισε σαν με τείχος το θέαμα, (της γυμνώσεως), από τους αισχρούς και ακόλαστους και ακάθαρτους, και απόδειξε τη σκέψη τους ανώφελη, και έκανε να χαθεί η ανίερη ελπίδα τους για το θέαμα.

Για το ίδιο θαύμα ο Συμεών ο Μεταφραστής γράφει: «αόρατον στολήν αυτή περιέθηκε». Ο Χριστός δηλαδή, για να σκεπάσει και προστατεύσει τη σεμνότητα και αγνότητα της καλλινίκου Μάρτυρος Του, την περιέβαλε με στολή που δεν φαινόταν. Να πως ο υμνογράφος συνθέτει αυτό το θαυμαστό γεγονός σε ένα τροπάριο της η' ωδής: «’γγελος φαιδρός, στολήν φωτοειδή σε, δια Χριστόν γεγυμνωμένην σεμνή, Βαρβάρα ημφίασε, και ως νύμφη περιήγαγε. Τα πάθη τη εσθήτι γαρ, μάρτυς συνεξεδύσω, θείαν εκστάσα αλλοίωσιν». Δηλαδή, λαμπρός άγγελος σε έντυσε Βαρβάρα με φωτεινή στολή, εσένα που σε είχαν γυμνώσει για το όνομα του Χριστού οι δήμιοι, και σε παρουσίασε σα νύμφη. Τα πάθη βέβαια μαζί με τα ενδύματα τα πέταξες μάρτυς και υπέστης θεία αλλαγή.

Ποιό ήταν το αποτέλεσμα όλου αυτού του δράματος; Ανίκανος, τυφλωμένος απ' το σκοτάδι της ειδωλολατρίας ο Μαρκιανός, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα εκείνα τα θαυμάσια και υπερφυσικά, που είδαν τα μάτια του, και να δει το φως το αληθινό, αλλά πωρώθηκε και σκληρύνθηκε πιο πολύ, και φρυάττοντας με τρομακτική λύσσα, πιο μεγάλη κι από την τίγρη, έδωκε πρόσταγμα, να θανατωθούν και οι δύο γυναίκες, με αποκεφαλισμό δια ξίφους, και η Βαρβάρα και η ομόφρων αυτής Ιουλιανή. Σε όλες αυτές τις τιμωρίες και τους βασανισμούς που υπέστη η ’για, ένδοξη και μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ήταν μπροστά και ο τυφλός από το πάθος και άσπλαχνος πατέρας της Διόσκορος. Όχι μόνο δεν πόνεσε αλλ' ούτε καν λυπήθηκε την κόρη του ο υπερθηριώδης. Δεν χόρτασε η αιμοβόρα καρδιά του από όλα εκείνα τα κολαστήρια και τους ξεσχισμούς της σάρκας, που δοκίμασε αλύγιστα η Αγία, αλλά νόμισε, ότι θα τον κατηγορούσαν, σαν άνανδρο, και με αδύνατη ψυχή, αν άφηνε να θανατώσει άλλος την κόρη του.

Και έτσι, μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σα λυσσασμένο λιοντάρι την κόρη του για να την οδηγήση στον τόπο του αποκεφαλισμού και να τη φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμένα χέρια του. Η Αγία, χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητά του είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα: «πατέρα μου»! Ω λόγια, χειρότερα από ξίφος και λόγχη! Ω και τι δεν κρύβουν μέσα τους αυτά τα λόγια! Κρύβουν τη λύπη της για το κατάντημά του, που ύστερα από τόσα υπερφυσικά που είδαν τα μάτια του, δεν συνήλθε, να πιστέψει και αυτός στο Χριστό και να σωθεί. Αλλά ακόμα πιο πολύ και κυρίως κρύβουν τη συγγνώμη και την αγάπη, τη συγχώρηση στο φονιά πατέρα. Εδώ είναι η άφθαστη τελειότητα της Αγίας.

Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτάκουστο μήνυμά του πάνω στη γη: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Όσο κι αν είναι πολύ στενό το μονοπάτι της συγγνώμης όμως είναι και το πιο μεγάλο κατόρθωμα στη ζωή και η πιο μεγάλη νίκη και τελειότητα. Δεν υπάρχει πιο βασικό καθήκον χριστιανού ανθρώπου, ούτε και γνώρισμα άλλο, αληθινού χριστιανού από το να συγχωρεί και τους εχθρούς του ακόμα. Ψάξτε σ' όλη τη γη, δεν θα βρήτε άλλο τέτοιο πραγματικό συμφέρον, που να είναι μοναδικό και στον ουρανό. Η συγχώρηση, είναι ο πιο βαρύς, άλλα και ο πιο ωραίος Σταυρός, που συμβολίζει την αποτελεσματικότερη θυσία. Ο άνθρωπος που δεν συγχωρεί, αλλά έχει κακία και ζητά εκδίκηση, είναι απαίσιος και σκοτεινός σαν το διάβολο. Τα εγνώριζε πολύ καλά όλα αυτά η Αγία. Έβλεπε τον πατέρα της εχθρό της αγάπης και της ειρήνης, γη έρημη από καλωσύνη, και άγονη από φιλανθρωπία. Τον έβλεπε, ότι είχε καρδιά από γρανίτη και ψυχή από μάρμαρο. Γι' αυτό, αντί να του μιλήσει με πολλά λόγια, που θα πήγαιναν χαμένα, του είπε μονολεκτικά αυτό το συγκλονιστικό «πατέρα μου»! Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκορος, ταράχτηκε, σα να τον πλήγωσε κάτι. Εγώ πατέρας σου; της είπε απειλητικά. Δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου, και η ψυχή μου, δεν τρέφει τίποτα άλλο για σένα, άθλια, παρά μόνο μίσος. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι και η μόνη μου ευτυχία να σου αφαιρέσω εγώ ο ίδιος τη ζωή, που σου είχα δώσει. Ω πώρωση ψυχής, αναλγησία και αμετανοησία καρδιάς! Κάθε μέρα θα πρέπει να λέει ο άνθρωπος, Θεέ μου φώτιζε το μυαλό μου να μην πωρωθώ.

Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού, η ανδρόφρων, Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή, μπροστά στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή, την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο, στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι, από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο.

Στην ιστορία των ανθρώπων σπάνια συναντά κανείς τέτοια θηριωδία πατέρα, σαν αυτή που έδειξε ο παιδοκτόνος πατέρας της Αγίας και πανσεβάσμιας Βαρβάρας. Γι' αυτό, και δίκαια ικανοποιείται η συνείδηση κάθε αληθινού χριστιανού, στην ιστορική πληροφορία, ότι μετά το φόνο της κόρης του ο Διόσκορος και μόλις άρχισε να κατεβαίνει από το όρος της σφαγής, ο θεία Δίκη, η πάντοτε άγρυπνη, τιμώρησε παραδειγματικά τον άσεβή και, αιμοβόρο εκείνο παιδοκτόνο, κατακαίοντας αυτόν με κεραυνό, που κατέπεσε απ' την οργή του ουρανού, σε τέτοιο σημείο, που δεν βρέθηκε ούτε ίχνος απ' το βρωμερό εκείνο σώμα του. Λέγεται μάλιστα, ότι η λάμψη του κεραυνού εκείνου, έφθασε μέχρι το μέγαρο του Μαρκιανού, σαν προειδοποίηση, συμβολική μεν, αλλά σίγουρη, της άυλης εκείνης φωτιάς, που επρόκειτο να τον κατακαίει αιώνια. Κατά την παράδοση κάποιος ευσεβής χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, πήρε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων γυναικών, τα μετέφερε στο χωριό Γελασσό, οπού τα ενταφίασε με κάθε ιεροπρέπεια. Λείψανο της Κάρας της Αγίας φυλάσσεται σε Ιερά Μονή των Μετεώρων.

Η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμην των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ήμερα του μαρτυρίου τους.

«Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξεν άλλος Αβραάμ διαβόλου». Οι στίχοι αυτοί είναι από το Συναξάρι της Αγίας και αποτελούν μια έκφραση καυτηριασμού του παιδοκτόνου πατέρα, από την εκκλησιαστική μας ποίηση.

Οι ιστορικές πηγές διέσωσαν τρεις ευχές, που η Αγία Βαρβάρα είπε στο θεό, πηγαίνοντας να μαρτυρήσει. Οι ευχές αυτές υπάρχουν, οι δύο πρώτες στο θαυμάσιο εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στην Αγία Βαρβάρα, που το έπλεξε τον 8ο αιώνα, και η τρίτη υπάρχει στο βίο της Αγίας κατά Συμεών τον Μεταφραστήν τον 10ο αιώνα.


Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Η εμφάνιση της Παναγίας, η θαυματουργική του ίαση και περί ασθενείας

Ο Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος Έπρεπε λοιπόν να παλεύη ο Πρόχορος [πρόκειται για το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Σεραφείμ ...