Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος: Ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και πολιούχος άγιος των Πατρών.

Ο Άγ. Ανδρέας ο Πρωτόκλητος

Αριστείδης Θεοδωρόπουλος, Εκπαιδευτικός

Μέσα στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας στις 30 Νοεμβρίου άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο οποίος από άσημος και απλοϊκός ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος του Ευαγγελίου του Χριστού και φλογερός Απόστολος του Γένους μας.

Ο άγιος Ανδρέας υπήρξε κατ’ εξοχήν Απόστολος των Ελλήνων, αφού ήρθε στον ελλαδικό χώρο για να κηρύξει τον σωτηριώδη λόγο του Θεού και να ιδρύσει Εκκλησίες. Έτσι μετά από μία καρποφόρα ιεραποστολική περιοδεία, κατέληξε στην Πάτρα, την οποία επορφύρωσε με το τίμιο αίμα του και καθαγίασε με τον ένδοξο σταυρικό του θάνατο για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για τη σωτηρία και προστασία του πατραϊκού λαού, αλλά και σύμπαντος του Ελληνικού Γένους.

Ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου μας γεννήθηκε στην κωμόπολη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, η οποία βρίσκεται στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ). Τόσο ο πατέρας του, ο Ιωνάς, όσο και ο ίδιος ο Ανδρέας, αλλά και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Σίμωνας Πέτρος, εξασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Παρόλο όμως που τα δύο αδέλφια δεν απέκτησαν ιδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν από την ευσέβειά τους, αφού υπήρξαν μαθητές του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, του οποίου το πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τις ψυχές τους. Μάλιστα ο Ανδρέας, ο οποίος είχε φύγει από τη Βηθσαϊδά και συγκατοικούσε μαζί με τον έγγαμο αδελφό του, τον Πέτρο, στην Καπερναούμ, είχε την ευκαιρία να ακολουθεί συχνότερα τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή και να παρακολουθεί τα κηρύγματά του.

Έτσι όταν ο Πρόδρομος είδε τον Ιησού Χριστό «περιπατοῦντι» στην έρημο της Ιουδαίας, απευθυνόμενος στον Ανδρέα και τον Ιωάννη, τον υιό του Ζεβεδαίου, τον και μετέπειτα Ευαγγελιστή και ηγαπημένο μαθητή του Κυρίου, τους είπε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄, 36). Η φράση αυτή σαγήνευσε σε τέτοιο βαθμό τους δύο απλοϊκούς, αλλά ευσεβείς ψαράδες, ώστε θέλησαν να γνωρίσουν από κοντά τον Ιησού Χριστό. Μόλις αντιλήφθηκε ο Κύριος την επιθυμία τους για επικοινωνία, απευθύνθηκε σ’αυτούς και τους ρώτησε τι θέλουν. Εκείνοι τότε τον ρώτησαν: «Ραββί, που σημαίνει Διδάσκαλε, πού μένεις;» Τότε ο Κύριος τους απάντησε «Ἔρχεσθε καί ἴδετε», δηλαδή ελάτε και θα δείτε. Κατόπιν οι δύο ψαράδες πήγαν και είδαν από κοντά τον χώρο, όπου έμενε ο Κύριος. Μόλις ο Ανδρέας γνώρισε από κοντά τον Ιησού Χριστό, ενθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ώστε έτρεξε αμέσως να ενημερώσει τον αδελφό του, τον Σίμωνα Πέτρο. Όταν τον βρήκε, του είπε: «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσία», δηλαδή τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο Ανδρέας έλαβε το τιμητικό και ένδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», αφού ήταν ο πρώτος που δέχθηκε την κλήση του Ιησού Χριστού. Στη συνέχεια οδήγησε τον αδελφό του στον Κύριο, ο Οποίος του είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά, εσύ θα ονομασθείς Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος». Αλλά ο Ανδρέας δεν περιορίσθηκε στο να φέρει κοντά στον Χριστό μόνο τον αδελφό του, τον Πέτρο, αλλά παρακίνησε και τον φίλο του, τον Φίλιππο, τον συμπατριώτη του από τη Βηθσαϊδά, ώστε και αυτός να γευθεί την πνευματική χαρά της γνωριμίας και συναναστροφής μαζί Του.

Όμως η επίσημη και οριστική κλήση στο αποστολικό αξίωμα τόσο των δύο αδελφών, Ανδρέου και Πέτρου, όσο και των υιών του Ζεβεδαίου, Ιακώβου και Ιωάννου, θα γίνει αργότερα, όταν ο Ιησούς Χριστός «περιπατῶν παρά τήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον καί Ἀνδρέαν τόν ἀδελφό αὐτοῦ… καί λέγει αὐτοῖς˙ δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων, οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Ματθ. δ΄, 18-20). Ακούγοντας λοιπόν αυτά τα λόγια, άφησαν αμέσως τα δίχτυά τους και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό. Έκτοτε ο Ανδρέας κατετάγη στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου, η δε παρουσία του ήταν εξέχουσα, αλλά και η σχέση του με τον Χριστό ήταν ξεχωριστή. Άλλωστε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς τον αναφέρουν δεύτερο στη χορεία των Αποστόλων μετά τον αδελφό του, τον Σίμωνα Πέτρο. Αλλά το όνομα του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναφέρεται επίσης στο θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών (Ιω. στ΄, 5-8), στο περιστατικό της επιθυμίας των Ελλήνων «τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ» για να δουν τον Ιησού (Ιω, ιβ΄, 20-23), καθώς και στη συνομιλία του Κυρίου με τον Ανδρέα, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη περί των εσχάτων, όταν είχε προαναγγείλει ο Κύριος την καταστροφή του ναού του Σολομώντα (Μαρκ. ιγ΄, 3-4). Ο Απόστολος Ανδρέας ήταν παρών μαζί και με τους άλλους Αποστόλους στην Ανάληψη του Κυρίου (Πραξ. α΄, 9-14), ενώ κατά την ευφρόσυνο ημέρα της Πεντηκοστής δέχθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος (Πραξ. β΄, 1-13). Σύμφωνα μάλιστα με τις Πράξεις των Αποστόλων ο Πρωτόκλητος Ανδρέας βρισκόταν στο υπερώο κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και ήταν μεταξύ αυτών που κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».

Μετά την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος άρχισε ο Απόστολος Ανδρέας την ιεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα με την παραγγελία του Ιησού Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη…». Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση και τις διασωθείσες συναξαριακές πηγές ο άγιος Ανδρέας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στις χώρες παρά τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), τη Σκυθία, τη Γοτθία, την Κριμαία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), καθώς και στην Καππαδοκία, τη Γαλατία και σε όλη σχεδόν τη δυτική Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία). Σύμφωνα μάλιστα με το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε στη Σεβαστούπολη, την Αμισό (Σαμψούντα), την Τραπεζούντα, την Ηράκλεια, την Αμάστριδα, τη Σινώπη και το Βυζάντιο.

Μάλιστα στην πόλη του Βύζαντα χειροτόνησε τον Στάχυ, ο οποίος ήταν ένας από τους εβδομήκοντα Αποστόλους, πρώτο επίσκοπο της πόλεως. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε ο ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία από τον 4ο αιώνα εξελίχθηκε στο πρώτο Πατριαρχείο της Ανατολής, ο δε επίσκοπός της κατέστη από τον 7ο αιώνα Οικουμενικός Πατριάρχης. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος είναι ο ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα η ετήσια εορτή της μνήμης του, στις 30 Νοεμβρίου, αποτελεί τη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία και εορτάζεται με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τη διάρκεια επίσης του καρποφόρου ιεραποστολικού του έργου εκχριστιάνισε τους αρχαίους λαούς Αλανούς, Αβασγούς, Ζηκχούς, Βοσπορινούς και Χερσονίτες, ενώ μέσω της Θράκης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας κατέληξε στην αχαϊκή γη και συγκεκριμένα στην πόλη των Πατρών, όπου και τελείωσε το αποστολικό του έργο.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Ο Άγιος νέος Ιερομάρτυς Φιλούμενος ο Αγιοταφίτης που κατακρεούργησαν Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα στις 29 Νοεμβρίου.

Ο Άγ. Ιερομάρτυς Φιλούμενος


Η μνήμη του τιμάται στις 16 Νοεμβρίου με το παλαιό και στις 29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο.

Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία της Κύπρου, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή.

Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρο και από μικροί ξεχώριζαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή.

Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 ετών αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους.

Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.

Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους.

Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.

Εκεί όμως, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.

Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν.

Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο.

Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει.

Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».

Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του Αγίου Ιουστίνου.

Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὑπηρέτησε τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἀπὸ διάφορες θέσεις – διακονήματα: Ἀρχικὰ ὡς ἐργοδηγὸς, ἀργότερα ὡς Ἐπιμελητῆς τῶν Πατριαρχικῶν Γραφείων, ὡς βοηθὸς φροντιστῆς στὸ Κεντρικὸ μαγειρεῖο, ὡς Ἡγούμενος στὴν Τιβεριάδα, στὴν Ἰόππη, ὡς διευθυντὴς τοῦ Οἰκοτροφείου τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ὡς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀρχαγγέλου, ὡς τυπικάρης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ὡς Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως στὴ Ραμάλλα, στὴν Ἱ. Μ. Ἀββᾶ Θεοδοσίου, στὴν Ἱ. Μ. Προφήτου Ἠλία καὶ τέλος στὴν Ἱ. Μονή Φρέατος τοῦ Ἰακώβ στῆν πόλη Νεάπολη (Nablus) τῆς Σαμάρειας. Ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ πέρασε, ἡ διακονία τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀγλαόκαρπος! Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀγαπητός ἀκόμη καὶ ἀπὸ τους μουσουλμάνους.

Στὸ τελευταῖο του διακόνημα στὴν Νεάπολη τῆς Σαμάρειας, στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἅγιος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, κυριώς ἀπὸ φαναντικοῦς Σιωνιστές, οἱ ὁποίοι καὶ δικεδικούσαν τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος ἀνέφερε συχνὰ τὶς δυσκολίες του αὐτές, σὲ ἄνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν στενά, ὅπως ὁ συμμαθητῆς καὶ φίλος του (μακαριστὸς πλέον) Μητροπολίτης Βόστρων Ὑμέναιος.

Στις 29 Νοεμβρίου 1979, ημέρα της ονομαστική του εορτής, φανατικοί σιωνιστές, που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού.

Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν.

Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ.)

Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιοι χριστιανοί υποφέρουν τακτικά. Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδης νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι. Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό.

Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού. Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.

Το σκήνωμα του Αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών.

Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών.

Σχετικά μὲ τὰ ὅσα συνέβησαν τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ ἱερομ. π. Σωφρονίου :

Διήγηση π. Σωφρονίου Ἁγιοταφίτου περὶ τοῦ μαρτυρικού τέλους του Ἁγίου Φιλουμένου*

(*Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στὸ «Ἑορτολόγιο -2000» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας Κύπρου).

«Ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Φιλούμενος μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε Παρασκευὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μισαλλόδοξους καὶ φανατικοὺς Ἑβραίους πήγαιναν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Συνέχεια τοῦ ἔλεγαν, νὰ σηκώσει ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο ἀκόμα καὶ νὰ τὶς πάρει καὶ νὰ φύγει, διότι τὸ Φρέαρ εἶναι δικό τους καὶ ὄχι τῶν Χριστιανῶν. Εἰδάλλως θὰ τὸ μετανιώσει πικρά, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀργά.

Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ὅλο καὶ τὸν φοβέριζαν. Αὐτὸς ὅμως ἤξερε τὰ ἑβραϊκὰ καὶ τοὺς ἀποστόμωνε. Δὲν εἰδοποίησε ποτὲ τὴν Ἀστυνομία νὰ τὸ ἔχει ὑπ’ ὄψιν της καὶ οὔτε τὸ φαντάζονταν ὅτι θὰ τὸν σκότωναν. Στὶς 16 Νοεμβρίου (29 μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) εἶχε μεγάλη βροχή, ἀσταπές, βροντές, χαλασμὸς Κυρίου ὅλη τὴν ἡμέρα.

Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανένας, λόγῳ τῆς κακοκαιρίας, πῆγαν καὶ τὸν σκότωσαν μέσα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὅπως ἔκαμαν καὶ στὸν προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ τἰμιου Προδρόμου. Τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἑσπερινό, ἐκείνη τὴν ὥρα ὅρμησαν. Κύριος οἶδε πόσοι ἦσαν, καὶ τὸν σκότωσαν μὲ το τσεκούρι στὰ μούτρα καὶ στὸ δεξὶ χέρι, κόβοντας τὰ δάκτυλά του. Ἐπίσης, ἡ σιαγόνα του καὶ τὸ ἕνα μάτι του βγαλμένο καὶ τὸ ἄλλο κτυπημένο.

Τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, Κύριος οἶδε, διότι ὁ φύλακας εἶχε φύγει ἀπὸ τῖς 4.00 τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκλεισε τὸ Μοναστήρι. Ὁ φόνος ἔγινε μετὰ τὶς 5.00 μ.μ.. Τὸ πρωὶ πηγαίνει ὁ φύλακας στὶς 7.00 π.μ., φωνάζει: «πάτερ Φιλούμενε;». Στὸ δωμάτιό του δὲν τὸν βρίσκει. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ τὸν βλέπει σκοτωμένο, μέσα στὰ αἵματα. Ἀμέσως εἰδοποίησε τὴν Ἀστυνομία καὶ ἡ Ἀστυνομία τὸ Πατριαρχεῖο.

Πῆγαν οἱ πατέρες, ὁ Καισαρείας Βασίλειος, ὁ Πέτρας Γερμανός, ὁ π. Γρηγόριος, ὁ π. Μελίτων, ὁ π. Διονύσιος καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν σκότωσαν ἔριξαν καὶ χειροβομβίδα ἔξω στὴν προσκομιδὴ καὶ τὰ ἔκαμαν ὅλα κομμάτια. Οὔτε μανουάλια ἄφησαν γερά, οὔτε εἰκόνες. Καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔκοψαν τὸ χέρι του τὸ ἀριστερό. Τὰ Ἅγια Ποτήρια χαμένα. Ἦταν τόσο τρομερὴ ἡ κατάσταση σὰν νὰ μὴν κατοικοῦσε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ χρόνια.

Τὸν πῆραν στὸ νεκροτομεῖο, καὶ μετὰ τὸν ἔκαμαν νεκροψία στὸ Τὲλ Ἀβίβ καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου (π.ἡ) μᾶς εἰδοποίησαν. Ἐγὼ πῆγα μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς πατέρες τοῦ Πατριαρχείου καὶ μᾶς τὸν ἔδωσαν γυμνό. Ὅταν τοὺς ρωτήσαμε ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα του, μᾶς εἶπαν εἶναι στὴ Νεάπολη. Εὐτυχῶς ποὺ εἴχαμε πάρει μαζί μας ὅλα τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τὸν ντύσουμε.

Ἀλλὰ δὲν φαντάζεστε, ὅταν μᾶς τὸν παρέδωσαν κομματισμένο, τὸ πρόσωπό του ἀγνώριστο, φέρον τὰ στίγματα τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως οἱ Πέρσες ἔσφαξαν τοὺς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τῶν λοιπῶν μοναστηριῶν. Ἔτσι καὶ σήμερα. Ἀκολούθησε νέο μαρτύριο στὸν πατέρα Φιλούμενο.

Πέντε μέρες τὸν εἶχαν στὸ ψυγεῖο. Καὶ ὅμως ἦταν μαλακώτατος, σὰν νὰ μὴν εἶχε πεθάνει. Ὅταν ἄρχισα νὰ τὸν ντύνω – διότι οἱ ἄλλοι δὲν μποροῦσαν, δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν βλέπουν ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ εἶχε – τοῦ λέγω σὰν νὰ ἦταν ζωντανός: – Γέροντά μου, τώρα θὰ μὲ βοηθήσεις νὰ σὲ ντύσω, διότι βλέπεις εἶμαι μόνος μου.

Ὅταν ἄρχισα καὶ τοῦ ἔβαλα τὴ φανέλλα, τὸ πρῶτο χέρι ἀμέσως τὸ κατέβασε μόνος του. Ὅπως καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Καὶ τὰ πόδια ὁμοίως. Τοῦ μάζευα τὰ πόδια νὰ τοῦ φορέσω τὰ ροῦχα καὶ ὅταν τελείωνα τὰ ἅπλωνε μόνος του. Στὸ ἀριστερὸ πόδι ἀπὸ κάτω, εἶχε κτύπημα μὲ τὸ τσεκούρι.

Ἀπὸ τὸ νεκροτομεῖο. τὸν φέραμε στὸ Πατριαρχεῖο. Στὴν Ἁγία Θέκλα, ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐν μέσῳ Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ μακαρίτη καὶ ἄλλων πολλῶν. Ἦλθαν πολλοί, μέχρι καῖ ξένων δογμάτων καὶ μουσουλμάνοι καὶ χοτζάδες. Γιατὶ ὅμως ὅλοι αὐτοί; Διότι, ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἦλθαν νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Τὶ ὀδυρμός! Τὶ θρῆνος! Τὶ κοπετός ἦταν αὐτός!

Ἡ Κυβέρνηση, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι καὶ πρὶν τὸν ἐνταφιασμὸ στὴ Σιών, ἔστειλε ἀστυνομία κοντὰ στοὺς Ἁγιοταφίτες φοβούμενη ἀντίποινα. Πῆρε αὐστηρά μέτρα. Καὶ νεκρὸν ἀκόμα τὸν ἐφοβοῦντο.

Τὸν π. Φιλούμενο ὅλοι τὸν κλάψαμε, διότι ἦταν ἕνας καλὸς καὶ ἅγιος πνευματικός. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀποκαλοῦσε “πτωχοπρόδρομο”. Καὶ ὄντως, ἦταν. Οἱ τέλειοι κληρονομοῦν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὑπέμεινε λίγο μαρτύριο καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἱερομαρτύρων καὶ τῶν Ὁσιομαρτύρων· ὧν ταῖς πρεσβείες, εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ὁμάδες πατέρων γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὸ Προσκύνημα, ἀλλὰ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν παρέμεινε στὸ Μοναστήρι γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.  

Τὸ 1983 ὁ τότε Πατριάρχης Διόδωρος κάλεσε τὸν π. Ἰουστῖνο νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία στὸ Φρέαρ. Ἐκεῖνος ἀν καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκε, κατόπιν διαφόρων ὁραμάτων ποὺ εἶχε, δέχτηκε καὶ πῆγε στὸ Φρέαρ, ὅπου καὶ διακονεῖ μέχρι καὶ σήμερα.

Ὁ π. Ἰουστῖνος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διακονίας του δέχτηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ποὺ εἶχαν στόχο νὰ τὸν σκοτώσουν ἢ τουλάχιστον νὰ τὸν κάνουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Προσκύνημα.  Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος τὸν ἔσωσε πολλὲς φορές. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα ὡρολογιακὸ ἐκρηκτικὸ μηχανισμό!

Στὴν τρίτη ἐπίθεση που δέχτηκε ὁ π. Ἰουστῖνος, κατάφερε – ἄν καὶ τραυματισμένος – νὰ ἀκινητοποιήσει τὸν δράστη χρησιμοποιώντας ἕνα μανουάλι πού βρισκόταν δίπλα του.  Ὁ δράστης συνελήφθη καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ὑπεύθυνος καὶ γιὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Ἡ Ἀστυνομία τὸν ἔφερε καὶ πάλι στὸ Προσκύνημα, ὅπου καὶ ἔγινε ἀναπαράσταση τῆς δολοφονίας τοῦ Ἁγίου. Τότε ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, πῶς κρύφτηκαν καὶ τέλος πῶς δολοφόνησαν τὸν ἅγιο Φιλούμενο.

Ὁ π. Ἰουστῖνος μὲ πολλὲς προσευχὲς καὶ ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔμπρακτη βοήθεια τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, ἔχει ἀποπερατώσει τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱ. Ν. τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ἡ στάμνα τῆς ὁποίας φιλοξενεῖται πλέον στὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος. Ἐπίσης τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου μεταφέθηκε ἁπὸ τὸν Ναὀ τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς καὶ φυλάσσεται στὸ Ἱερὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος στὴν Νεάπολη. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως χαρακτηριστικὰ συνηθίζει νὰ λέει ὁ π. Ἰουστῖνος, ἔχει καὶ «σωματικά» τὸν Ἅγιο Φιλούμενο στο πλευρό του!

Τεμάχιον ιερού λειψάνου του και πετραχήλι του, ευρίσκονται και εις την Ελλάδα, εις την Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Ο προστάτης των παιδιών, Άγιος Στυλιανός.

 Ο Αγ. Στυλιανός

Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (†)

Ο Άγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας , μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε, τόσο με την Χάριν του Θεού γινόταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.

Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του. Αν και ήταν και αυτός παιδί και νέος και έφηβος, μολο­νότι είχε κι εκείνος σάρκα, εν τούτοις δεν άφη­σε τις επιθυμίες να μολύνουν το πνεύμα και την ψυχή του. Ήταν αγνός, αγνότατος. Δεν άφησε επίσης να τον κυριεύσει κανένα γήινο πάθος. Δεν επέτρεψε στα πλούτη και στην φιλοπλουτία να κυριαρχήσουν στη ψυχή του και να την υποτάξουν στην φθορά και στην απώλεια.

Με την δύναμη και την Χάρη του Θεού πολέ­μησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαι­ρης ζωής. Φιλοσόφησε με την αληθινή σοφία του Θεού και είδε πόσο πρόσκαιρος και τιποτένιος είναι ο υλικός τούτος κόσμος. Αποφάσισε έπειτα να βαδίσει με την επιθυμία της ψυχής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρε­τής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής, της παντοτινής ευτυχίας.

H αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργειά του ή­ταν να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Και όταν δεν του είχε απομείνει τίποτε πια από την πατρική κληρονομία , γεμάτος ανακούφιση και χαρά, είπε: «Πέταξα μια βαρειά άγκυρα, που με κρατού­σε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώ­ματος. Πέταξα από πάνω μου την φθορά και την απώλεια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιά­κριτος ό δρόμος της αληθινής ζωής. Απαλλαγμέ­νος, λοιπόν, ο Άγιος από τα φθαρτά, αλλά και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του, διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και σε θεάρεστα άλλα έργα, σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιότερα και αγιότερα τη ζωή του.

Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματά του, αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού, λοιπόν, με τις ευεργεσίες του, ανέβασε ο μακάριος Στυλιανός το γήινο θησαυρό του στους ουρανούς, και τον ασφάλισε, πήγε σε ένα μονα­στήρι και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Από τη στιγμή εκείνη καμιά γήινη σκέψη, καμιά υλική παρένθεση δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την πίστη του και την προσευχή του. Τίποτε άλλο δεν φροντίζει και τίποτε άλλο δεν επιδιώκει, παρά μονάχα ό,τι είναι αρεστό στο άγιο θέλημα του Θεού. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο, πως να τελειοποιήσει την ψυχή του, πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Καμιά δική του θέληση, που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού, δεν βρίσκει θέση στη ζωή του. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγραπτη. Η αγιότητά του αρχίζει να αστράφτει. Η ταπει­νοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότητά του θαμ­πώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευ­χή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό.

Οι αγρυ­πνίες του είναι θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως μοναχός: την ακτημοσύνη, την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Και στις τρεις αυτές αρετές πήρε, σαν να πούμε , άριστα ο Άγιος Στυλιανός. Την ακτημοσύνη του την είδαμε. Δεν κράτη­σε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίπο­τε απολύτως. Ούτε φρόντισε ν’ αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κάτι τι και αυτός. Έζησε με φτώχεια και τελεία ακτημοσύνη.

Την αγνότητα του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε τη ψυχή του καθαρή «από παντός μολυσμού σάρκας και πνεύματος». Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του ε­χθρού να μη τον αγγίξει η βρωμερή αμαρτία. Στο μυαλό του στριφογύριζαν πάντα τα λόγια τού Κυρίου μας που είπε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ευτυχισμένοι δηλαδή και καλότυχοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά τους από τη βρώμα της ανηθικότητας διότι αυ­τοί θ’ αξιωθούν να δούνε το Θεό στη Βασιλεία των Ουρανών. Η υπακοή του στο Γέροντα του και τους άλ­λους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά να κόψει «το δικό του θέλημα», που στηρίζεται στον εγωισμό. Είναι πολύ δύσκολο να κόψη κανείς το θέλημα του. Αυτό το ξέρουν όσοι αγωνίζονται τον πνευματικόν αγώνα. Ο Άγιος Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών, της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου. Για να καταβάλει τον καθένα από αυτούς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος, σκληρός και ανύστακτος. Στις τρεις αυτές λέξεις κρύβονται ηρωισμοί και παλαίσματα υπεράνθρωπα.

Έτσι ο Άγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής.

Γίνεται παράδειγμα σε νεότερους και παλαιότερους. Όλοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως. Άλλα η αυστηρότητα εκείνη του ασκητικού βίου δεν του είναι αρκετή, θέλει να πλησιάσει περισσότε­ρο στην τελειότητα. Επιθυμεί, τώρα την πλήρη μόνωση τον αυστηρότατο ασκητισμό: τον αναχωρητισμό. Αποχαιρετάει τους αδελφούς μονα­χούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Άγιος μακριά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκεί στην έρημο κατασκηνώνει σ’ ένα σπήλαιο.

Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι ουράνιας τελειότητας. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς, με σκέψεις και προσευχές για τον Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζει ενωμένος με τον Θεό! Τίποτε δεν διασπά την θεϊκή του γαλήνη.

Όλα όσα βρίσκονται γύρω του και όσα προβάλλουν στον μακρινό του ορίζοντα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποδείξεις του Δημιουργού. Μελετά τα δημιουργήματα του Θεού και δυναμώνει πιο πολύ η πίστη του.

Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της ερήμου είχε τον καιρόν να παρατηρεί τα δημι­ουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σ’ αυτά. Έβλεπε τον Δημιουργό σε όλα, διότι εσκέπτετο, ότι ήταν αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ωραίος, σκόπιμος και αρμονικός. Έβλεπε τον Θεόν στα απειροπληθή άστρα του ουρανού , που στροβιλίζονται στο αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα, αλλά και ακρίβεια.

Τα έβλεπε όλα αυτά και αναφωνούσε με τον Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δέ χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». Ξεσπού­σε κατόπιν σε δοξολογία, λέγοντας: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας. Επληρώθη η γη της κτίσεως Σου»!

Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίο της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του , η διάνοια του , η ψυχή του , όλη η ύπαρξή του είναι ολόθερμα δοσμένη στον Θεό. Θείο και ιερό ρίγος διαπερνά την ασκητική σάρκα του, καθώς η ψυχή του εμβαθύνει στο κάλ­λος της θείας Δημιουργίας. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλια­νού προς το πανάγιο Όνομα του Θεού τον συγκλο­νίζει. Όλη η δύναμη του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ο Άγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζει για την τροφή του. Τρεφόταν με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά, ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός, που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των Αγίων, δεν άφηνε τον σεβάσμιο όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντας του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους Αγίους, στον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.

Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του αναχωρητού. Πάλεψε στην έρημο επί δεκαετίες ολό­κληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του , να αποκτήσει τις αρετές και να φθάσει στην αγιότητα που θέλει ο Θεός, ο Οποίος είπε: «γίνεσθε Άγιοι , ότι Εγώ Άγιος ειμί».

Ο Δημιουργός ήθελε να ζήσει ακόμη ο Άγιος Στυλιανός, για να λαμποκοπά με την αρετή του και να παραδειγματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ήθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκράτει­ας, ο φωτεινός λύχνος της ερήμου , να λάμψει σ’ όλα τα πέρατα της γης. Ήθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Ο λύχνος όμως πρέπει να βρίσκεται ψηλά , για να φέγγει σ’ όλους και όχι να κρύβεται και να χά­νεται η λάμψη του. Έτσι και εκείνοι , που φεγγο­βολούν με τις αρετές τους , τους φανερώνει ο Θεός για να γίνονται φως στο δρόμο της ζωής των άλ­λων. Έτσι και ο Άγιος Στυλιανός, αφού με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνας του στολίστηκε με τις αρετές και ήταν σαν λαμπάδα, με το γλυκό και ζεστό φως, αφού έφθασε σε ύψη δυσθεώρητα αρε­τής, μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητάς του, προς δόξαν Θεού και σωτηρία αν­θρώπων. Ο δίκαιος Θεός θα έδειχνε ακόμη στον κόσμο πως αντιδοξάζει εκείνους , που λατρεύουν το όνο­μά Του και Τον δοξάζουν.

Διαδόθηκε, λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλια­νού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν μ’ ευλάβεια προς τον Άγιον για να θαυ­μάσουν την αγιότητα του και ν’ αποκομίσουν ψυχι­κά και σωματικά αγαθά. Η αγία του μορφή, τα σοφά του λόγια, οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήταν εκείνοι που γοητευμένοι από την ασκητικότητά του, εγκατέ­λειπαν τον κακό εαυτό τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Συγκινητικές ήταν οι εκδηλώσεις των Χριστια­νών που τον επισκέπτονταν στην έρημο, εκεί στο ασκητήριο του. Ήξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές για να ενισχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο. Γνώριζε ο Άγιος Στυλιανός, ότι για να κερδίσει κανείς την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει τη ψυχή του, σαν τη ψυχή των μικρών παι­διών που είναι αθώα. Ήξερε, ότι τα παι­διά έχουν αγγελικές ψυχές. Γι´ αυτό ήθελε να τα βοηθάει, να τα προστατεύει τα παιδιά. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντο­γνώστης Θεός του έδωσε την Χάρη Του, να μπορεί να κάνει θαύματα.

Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική δύναμη να θεραπεύει τα ασθενικά παιδιά. Μητέρες από κον­τινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν , με πόνο και πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπεία των παιδιών τους. Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ έρημα μέρη για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκη­τική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθασαν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και τον παρακαλού­σαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Άγιος Στυλιανός γεμάτος καλωσύνη και συμπόνοια έπαιρνε τ’ άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυχη προσευχή του και ο Άγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους.

Πα­θήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπο­ρούσε ν’ αντισταθεί. Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβα­σμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα, δοξάζοντας τον Θεόν. Δοξολογούσε κι’ εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομά Του και τον ευχαριστούσε για τα θαύ­ματα αυτά , που τον αξίωνε να κάνει. Έπειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο, χαμόγελο αγγελικό άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σ’ όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Άγιο Στυλιανό για να τον παρακαλέσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του.

Έτσι δόξαζε ο Άγιος Θεός το όνομα του ο­σίου Στυλιανού που αφιέρωσε τη ζωή του για τη δό­ξα του Θεού. Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπεί­ας των παιδιών που δόξαζαν το όνομα του ταπει­νού Αγίου Στυλιανού. Ο Άγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους εύτεκνους, με την προσ­ευχή του. Με την προσευχή του Αγίου Στυλιανού πολλές στείρες τεκνοποιούσαν. Πολλοί πιστοί Χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήταν άτεκνοι πρωτύτερα , απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά.

Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντας σαν τάμα την εικόνα του , α­πέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.

Εν τω μεταξύ απ’ όλα τα μοναστήρια πήγαι­ναν στον γέροντα ασκητή για να ευφρανθούν κον­τά του , το άρωμα της αγιότητας του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Άγιο δάσκαλο συμβουλές, για το πως πρέπει να αντιμε­τωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβια τους. Όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητι­κής ζωής. Η προσωπικότητα του ήταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος.

Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε, τους καθοδηγούσε, τους γέμιζε την καρδιά, τους στερέωνε στην πίστη, τους διέλυε τις αμφιβολίες. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακριά όσα μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Έτσι έζησε κι έτσι δόξασε το όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Άγιος Στυλιανός. Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα, έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγία του ψυχή, για να την αναπαύσουν από τους πολύ­χρονους κόπους, τις στερήσεις και τη σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Κοιμήθηκε , λοιπόν, ο Άγιος πλήρης ημερών και αρετών.

Πού τον έθαψαν, δεν γνωρίζουμε, ούτε διασώθηκαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη ζωή του. Έμεινε όμως το όνομά του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η Ορθόδοξη Χριστιανωσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπάντος για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομα του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμησή του. Και σήμερα ο Άγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη «στυλώνει» που σημαίνει «στηρίζει τη υγεία των παιδιών».

Ο Άγιος εικονογραφείται με ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του που συμβολίζει ότι είναι ο προστάτης των νηπίων. Η μνήμη του Αγίου Στυλιανού εορτάζεται στις 26 Νοεμβρίου.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Η Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς

Η Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς

π. Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης, Iεροδιάκονος Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής, θεολόγος

Στις 25 Νοεμβρίου, η Αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη της μεγαλομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης.

Η Αγία Αικατερίνη, «η πανεύφημος νύμφη του Χριστού» όπως την αποκαλεί ο Ιερός Ψαλμωδός [1], η πολιούχος του θεοβάδιστου Όρους Σινά, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 294 μ.Χ. από ειδωλολατρική [2] οικογένεια και της έδωσαν το όνομα Δωροθέα. Η Αγία έζησε την εποχή την οποία αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Μαξιμίνος, ο οποίος ζητούσε από το λαό υπακοή στο πρόσωπό του και συμμετοχή σε ειδωλολατρικές θυσίες.

Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από τη χριστιανική διδασκαλία, την οποία μελέτησε, και αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση, υπομονή και επιμονή, και τον διέδωσε, επιτυγχάνοντας τα μέγιστα χάριν της ρητορικής της δεινότητας και ασφαλώς των πολλών της γνώσεων. Ήταν ευφυής και φιλομαθής. Μιλούσε πολλές γλώσσες. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών κατείχε τις γνώσεις της ελληνικής, ρωμαϊκής και λατινικής φιλολογίας και φιλοσοφίας.Ήταν άρτια καταρτισμένη στα δόγματα [3] της χριστιανικής πίστης.

Η οικογένειά της ήθελε να την παντρέψει, όμως ο πόθος της Αγίας ήταν ο ενάρετος και άσπιλος βίος, η αγνότητα και η παρθενία κατά Θεό. Χαρακτηριστικός ο απότομος της τρόπος προς όσους την πλησίαζαν με προθέσεις ερωτικού είδους. Κατόπιν πολλών πιέσεων της οικογένειας, η Αγία τους είπε ότι θα παντρευτεί κάποιο, ο οποίος ήταν ανώτερος της από όλα της τα χαρίσματα. Έτσι, η μητέρα της της συνέστησε να επισκεφθεί ένα ασκητή, ο οποίος ασκήτευε λίγο έξω από την Αλεξάνδρεια, για να ζητήσει τη συμβουλή του. Ο ασκητής της είπε, πως γνώριζε κάποιο Νυμφίο, ο οποίος ήταν πολύ πιο σοφός, πολύ πιο πλούσιος, πολύ πιο όμορφος και πολύ πιο δοξασμένος απ’ αυτή! Εκείνη ενθουσιάστηκε και ήθελε να τον γνωρίσει. Της έδωσε τότε μία εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε το Χριστό στην αγκαλιά της, και τη συμβούλεψε να κλειστεί στο δωμάτιό της, να προσευχηθεί όλο το βράδυ και να παρακαλέσει την Παναγία να της δείξει τον Υιό Της!

Η Αγία Αικατερίνη έκανε ό,τι της είπε ο ασκητής και το βράδυ κουρασμένη όπως ήταν από την προσευχή και την αγωνία, την πήρε ο ύπνος. Και τότε είδε το εξής όραμα. Είδε την Παναγία να κρατάει σαν βρέφος το Χριστό, ο οποίος ακτινοβολούσε περισσότερο από τον ήλιο. Σε προτροπή της Παναγίας να κοιτάξει ο Χριστός την Αγία, ὁ Χριστός αρνήθηκε, έστρεψε αλλού το πρόσωπό του και είπε πώς δεν μπορούσε να την δει γιατί ήταν όλο σκοτάδι και ασχήμια, λόγω της καταστάσεως στην οποία βρισκόταν, δηλαδή δεν ήταν βαπτισμένη. Αν ήθελε να Τον δει έπρεπε να συμβουλευτεί τον ασκητή. Τότε ξύπνησε ταραγμένη και ξεκίνησε να πάει να συναντήσει τον ασκητή. Όταν έφτασε, έπεσε με δάκρυα στα πόδια και του διηγήθηκε όλο το όραμα. Ο ασκητής δεν έχασε την ευκαιρία και της μίλησε για τη χριστιανική πίστη, το Χριστό, την αγάπη και τη θυσία Του, για τους ανθρώπους καθώς και για την ευτυχία την οποία βρίσκουν οι ψυχές κοντά Του! Η Αγία τα άκουσε όλα αυτά με πολλή προσοχή. Αγάπησε το Χριστό και βαπτίστηκε.

Μετά το βάπτισμά της και την ένταξή της στους κόλπους της Εκκλησίας, είδε στο όνειρό της την Παναγία μετά του Υιού της. Η Θεοτόκος της πέρασε στο χέρι ένα δακτυλίδι στο δάκτυλο και κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για όνειρο.

Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να δηλώσει υποταγή η Αγία στον αυτοκράτορα, εκείνη παρόλο που δήλωσε υπήκοός του, αρνήθηκε τη θυσία στα είδωλα. Η Αγία του ανέφερε τα πιστεύω και τις αντιλήψεις τις και υπέδειξε στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο να καλέσει ενώπιόν της τους σοφούς της αυτοκρατορίας, ώστε να διαλεχθούν. Σαγηνευμένος ο αυτοκράτορας από την ομορφιά της, καλεί τους φιλοσόφους οι οποίοι έρχονται ενώπιον της Αγίας και αρχίζουν να συζητούν προκειμένου να τις αποδείξουν το αβάσιμο και στρεβλό των δοξασιών της. Με τη βοήθεια του Θεού, η Αγία με την κομψότητα του λόγου της και των τεκμηριωμένων επιχειρημάτων της«εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του πνεύματος την μαχαίραν » [4], δηλαδή νίκησε τους φιλοσόφους, όπως της φανέρωσε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ πριν τη συνδιάλεξή με αυτούς, με αποτέλεσμα να ζητήσουν να βαπτισθούν εις το όνομα της Παναγίας Τριάδος.

Το τέλος των Αγίων ήταν να καταδικαστούν από τον Μαξιμίνο και να καούν ζωντανοί. Η Αγία καταδικάστηκε σε μαρτύρια μέχρι θανάτου της. Αρχικά φυλακίστηκε υπομένοντας τις πιέσεις και τις κακουχίες με θάρρος και υπομονή που αντλούσε από τη σταθερή της πίστη. Όταν η Αυγούστα Φαυστίνα, έμαθε το λόγο καταδίκης της Αγίας, ζήτησε να την επισκεφθεί. Έτσι, συνοδευόμενη από 200 στρατιώτες υπό τον φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο όπως αποκαλείται στο μηνολόγιο της Εκκλησίας [5], την επισκέφθηκαν με αποτέλεσμα να κατηχηθούν στο Χριστιανισμό [6]. Ακολούθως, ο αυτοκράτορας διέταξε τον αποκεφαλισμό της Φαυστίνας μετά της συνοδείας της και την τελική πλέον εκτέλεση της Αγίας. Μέσον θανάτωσης ήταν ο «Τροχός βασανιστηρίων» που έμοιαζε με τροχό η περιφέρεια του οποίου έφερε καρφιά (ήλους) που ετίθετο σε κίνηση με σχοινιά και τροχαλίες πλησιάζοντας αργά το ιστάμενα δεμένο σώμα του καταδίκου με συνέπεια τις αρχικές εκδορές μέχρι διαμελισμού. Σύμφωνα με το βίο της Αγίας, όταν τα καρφιά του τροχού πλησίασαν το σώμα της Αγίας , ένα ένα ή έσπαζαν ή αφαιρούνταν από μόνα τους. Υπάρχει μια άλλη εκδοχή που αναφέρει ότι ο εν λόγω τροχός πριν πλησιάσει το σώμα της Αγίας, διαλύθηκε. Τέλος, ο Μαξιμίνος διέταξε τον αποκεφαλισμό της Αγίας. Όταν αποκεφαλιζόταν, οι παριστάμενοι αντιλήφθηκαν να ρέει γάλα αντί αίμα.

Κατά τους βιογράφους της και την ιερά παράδοση, το πάναγνο σώμα της Αγίας μεταφέρθηκε επί«πτερύγων αγγέλων» στο όρος Σινά της ομώνυμης χερσονήσου, όπου επί αιώνες έμεινε άταφο, μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ., οπότε οι ερημίτες μοναχοί της περιοχής ειδοποιήθηκαν μέσω οράματος και κατέβασαν από το όρος το σώμα της Αγίας, το οποίο και εναπέθεσαν σε μαρμάρινη θήκη.Τα Ιερά Λείψανα της Αγίας βρίσκονται στην Ιερά Μονή του Σινά [7].

Η Αγία Αικατερίνη θεωρείται προστάτις των Μηχανικών καθώς αποτελούσε για την εποχή της πρότυπο σοφίας και μόρφωσης αλλά και διότι μαρτύρησε σε τροχό. Επίσης αποτελεί προστάτιδα των παρθένων γυναικών και των φοιτητριών. Στη Γαλλία, η φιλοσοφική σχολή του Παρισιού από θαυμασμό προς την Αγία την είχε ανακήρυξε προστάτιδα της φιλοσοφίας. Την ιδιότητα αυτή της Αγίας που διαδόθηκε ταχύτατα αποδέχθηκαν πλείστες χώρες της Δύσης.

Είναι αξιοσημείωτο ότι την Αγία Αικατερίνη έχουν τιμήσει με ασματικές ακολουθίες υμνογράφοι, όπως ο Θεοφάνης ο Γραπτός (9ος αιώνας), και με παρακλητικό κανόνα ο μακαριστός λόγιος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (20ός αιώνας). Ακόμα, τη μεγαλομάρτυρα έχουν τιμήσει με λαμπρούς εγκωμιαστικούς λόγους, αριστουργήματα ρητορικής τέχνης, πολλοί εκκλησιαστικοί ρήτορες, όπως ο αρχιεπίσκοπος Σινά και ΡαϊθώΚύριλλος, λόγιος κληρικός του 18ου αιώνα, με δύο εγκωμιαστικούς λόγους στην «πολιούχον Σινά», που εκδόθηκαν στη Βενετία το 1776, και ο ιεροδιδάσκαλος του 18ου αιώνα Μακάριος Καλογεράς, από την Πάτμο.

Ας παρακαλέσουμε την Αγία να πρεσβεύει για εμάς προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό για τη σωτηρία των ψυχών μας κατά την Δευτέρα Αυτού Παρουσία, οπότε θα κρίνει ζώντες κα νεκρούς, σύμφωνα και με το Σύμβολο της Πίστεως (Πιστεύω εις ένα Θεό…).

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης της Μονής Οσίου Δαυΐδ στην Εύβοια (1920-1991)

Ο Άγ. Ιάκωβος ο νέος ασκητής της Ευβοίας

Αρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Γεραντώνης, ηγούμενος Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ Ευβοίας (+)

Συμπληρώνονται φέτος δέκα τρία χρόνια απ’ την οσιακή κοίμηση του αγίου γέροντος π. Ιακώβου Τσαλίκη, ο οποίος έζησε στην Ι. Μονής Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος στην Εύβοια (1952-1991). Στο πρώτο μέρος ενός αφιερώματος στη μορφή του, παρουσιάζουμε γεγονότα από τη ζωή του χαρισματούχου γέροντος.

Παροτρυνόμενοι απ’ την προτροπή του μακαριστού πλέον κι αυτού αγίου Γέροντος Παϊσίου, η οποία περιέχεται στον πρόλογο του βιβλίου του για τον Χατζη-Γιώργη, σύμφωνα με την οποία «οι απόγονοι πάντοτε έχουν ιερό καθήκον να γράφουν τα θεία κατορθώματα των αγίων Πατέρων της εποχής τους και τον φιλότιμο αγώνα τους για να πλησιάσουν τον Θεό», προσπαθήσαμε με τη βοήθεια του Θεού και επικαλούμενοι την ευχή του μακαριστού αγίου Γέροντος Ιακώβου, να γράψουμε, όσο το δυνατό πιο συνοπτικά, το κείμενο αυτό, το αφιερωμένο στη μνήμη του μακαριστού Γέροντος.

Η καταγωγή και η οικογένειά του

Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της αγιοτόκου Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, μία μικρή πόλη απ’ τις παραθαλάσσιες της Ιωνικής Γής, στο ύψος περίπου του Καστελλόριζου, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς, τον Σταύρο Τσαλίκη και την Θεοδώρα, κόρη του Γεωργίου και της Δέσποινας Κρεμμυδά. Οι γονείς του Γέροντος γέννησαν εννέα παιδιά, αλλά στη ζωή αυτή επέτρεψε ο Θεός να μείνουν μόνον τρία.

Η οικογένεια του Γέροντος ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της περιοχής, ο μεγάλος της όμως πλούτος ήταν η ευσέβειά της και η αγνή χριστιανική πίστη που είχε πολύ βαθιές ρίζες. Το γενεαλογικό δέντρο της είχε να καυχηθεί με την εν Χριστώ καύχηση επτά γενεές Ιερομονάχων, έναν αρχιερέα και έναν άγιο. Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των αγριανθρώπων Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου, που είχαν ήδη αρχίσει από το 1915 και 1917 μέχρι το 1920, έπληξαν και την οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου. Ο παππούς και νονός του, ο Γιώργης Κρεμμυδάς, άνθρωπος πραγματικά του Θεού, ο θείος του, ο γιατρός Χατζηδουλής, καθώς και άλλοι οικείοι του συνελήφθησαν απ’ τους Τούρκους και στη διάρκεια της εξοντωτικής πορείας για τα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας ξεψύχησαν κοντά στη Νίγδη απ’ τα βασανιστήρια των άγριων και αιμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων – χωροφυλάκων – και στρατιωτών. Ο πατέρας του, Σταύρος Τσαλίκης, πιάστηκε αιχμάλωτος κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Λιβισιού στις αρχές του 1922. Μετά από φοβερές κακουχίες, ατέλειωτες οδυνηρές οδοιπορίες και αναγκαστικές εργασίες σε ορυχεία, νταμάρια και αλλού, τον πήγαν στα μέρη της Τραπεζούντας και τον έβαλαν να χτίζει νοσοκομείο.

Ο ξεριζωμός

Ο π. Ιάκωβος, δύο χρονών τότε παιδάκι, με τη γιαγιά του, τη μητέρα του, τα δύο του αδέλφια, τον Γιώργο τεσσάρων χρονών και την Αναστασία, σαράντα μόλις ημερών, ξεριζώθηκαν κι αυτοί απ’ την πατρίδα τους, το Λιβίσι, μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, καταληστευμένοι και ταλαιπωρημένοι πολύ απ’ τους Τούρκους, που είχαν γίνει πιά για τους Έλληνες μόνο μαχαιροβγάλτες, άρπαγες και βιαστές. «Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς…». Τα καράβια της προσφυγιάς που μετέφεραν τους Έλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους από πείνα, δίψα και ψείρα, «πιάσανε» στον Πειραιά. «Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά», αφηγείτο ο ίδιος ο Γέροντας, «παρόλη τη νηπιακή μου ηλικία, θυμάμαι ότι ακούσαμε για πρώτη φορά στην ζωή μας κάποιους Έλληνες να βλαστημάνε τα Θεία. Τότε η γιαγιά μου είπε: “Πού ήρθαμε εδώ; Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, παρά να ακούμε τέτοια λόγια. Στη Μικρά Ασία δεν ξέραμε τέτοια αμαρτία». Τα λόγια αυτά της γιαγιάς του Γέροντος Ιακώβου φανερώνουν το πώς οι Μικρασιάτες ζούσαν τον Θεό.

Από τον Πειραιά το καράβι που μετέφερε και την οικογένειά του Γέροντα έφυγε για την Ιτέα, όπου εκεί τους κατέβασαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και στη συνέχεια τους οδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο, όπου έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε μία μακρόστενη αποθήκη για δύο χρόνια.

Η πρόνοια του Θεού έφερε μετά από δύο χρόνια στην περιοχή όπου ζούσαν τον πατέρα του Γέροντος για αναζήτηση εργασίας, ο οποίος είχε δραπετεύσει απ’ τους Τούρκους, παρόλο που τον φύλαγαν σαν τα μάτια τους, γιατί τον είχαν ανάγκη για αρχιμάστορα, κι έτσι ξανάσμιξε με την οικογένειά του με θαυμαστό τρόπο.

Η κλίση του προς το Θεό

Ο Γέροντας Ιάκωβος, πέντε χρονών παιδάκι τότε, για παιχνίδι του είχε ένα κεραμιδάκι στο οποίο έβαζε καρβουνάκι απ’ την πυροστιά που μαγείρευαν και ψάλλοντας «αλούγια – αλούγια» (αλληλούϊα), λιβάνιζε την οικογένειά του κι όλες τις προσφυγικές οικογένειες που έμεναν στην αποθήκη, έχοντας για χωρίσματα κουβέρτες που κρέμονταν ανάμεσά τους. Μένανε πάντα στην αποθήκη, γιατί τους έδιναν υποσχέσεις ότι σε λίγο θα τους μεταφέρουν αλλού, θα τους δώσουνε χωράφια και θα τους φτιάξουνε σπίτια…

Ο μικρός Ιάκωβος δεν έβγαινε να παίξει καθόλου στον δρόμο, δεν μπορούσε να ακούει τα παιδάκια του χωριού και μαζί μ’ αυτά και προσφυγόπουλα να λένε τις κακές λέξεις, έστω κι αν δεν τις καταλάβαινε. Προτιμούσε να πηγαίνει κάθε απόγευμα με τη γιαγιά και τη μητέρα του ν’ ανάβουνε τα καντηλάκια και να βάζει τη γιαγιά του να του λέει για τους βίους των αγίων και για τους Ιερομόναχους της οικογένειάς τους.

Η εγκατάσταση στην Βόρεια Εύβοια

Στα τέλη του 1925 η οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου μεταφέρθηκε μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες στην Βόρεια Εύβοια, στο χωριό Φαράκλα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά σε κάτι σκηνές και μετά από δύο χρόνια σε μικρά σπίτια και καλλιεργούσαν κτήματα.

Ο πατέρας του Γέροντα ήταν και πολύ καλός τεχνίτης, χτίστης, κι ο κόσμος τον προτιμούσε και γι’ αυτό συχνά έλειπε απ’ το σπίτι. Έτσι, καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Γέροντα Ιακώβου έπαιξε η προσωπικότητα της μητέρας του, Θεοδώρας. Στολισμένη εκείνη με τις αρετές της πίστεως, της ευσεβείας και της ελεημοσύνης, της εγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), της εργατικότητας και της νοικοκυροσύνης, τις μετέδωσε με αγάπη και υπομονή στην απαλή ψυχή του παιδιού της, Ιακώβου. Του έμαθε επίσης να προσεύχεται και να κάνει πολλές μετάνοιες. Από έξι χρονών ο μικρός Ιάκωβος, χωρίς να ξέρει ακόμη γράμματα, είχε μάθει απ’ έξω τα της Θείας Λειτουργίας και τα σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ελάχιστα λάθη. Τόση αγάπη δε απέκτησε στις μετάνοιες, ώστε ακόμη και τις Κυριακές που πήγαινε απ’ τη νύχτα στην εκκλησία για να διακονήσει αρχικά στο ιερό κι αργότερα στο αναλόγιο, μέχρι να έλθει ο κόσμος έκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.

Αφηγείτο σχετικά ο Γέροντας Ιάκωβος: «Κάποια Κυριακή πρωΐ με βρήκε ο ιερέας να κάνω μετάνοιες στο ιερό και μου είπε: Παιδί μου Ιάκωβε, σήμερα Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη, ανέστη ο Κύριος, δεν κάνουν μετάνοιες». Κι εγώ του απάντησα: «Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί η μητέρα μου έτσι με έμαθε».

Έλεγε επίσης ο Γέροντας: «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα που οι ψάλτες έψαλλαν “Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…”, εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω απ’ την αγία Τράπεζα». «Ο παπάς», έλεγε ο Γέροντας, «νόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δύο κόκκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί».

Έτσι, έβλεπαν την ιερωσύνη τα παιδικά μάτια της αγνής ψυχής του. Έβλεπε τον ιερέα σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Κι έτσι στ’ αλήθεια τα θεία πράγματα είναι.

Η αγάπη του για την εκκλησιαστική ζωή

Η αγάπη του μικρού Ιακώβου για τα προσκυνητάρια και τα εξωκκλήσια τον έκανε να επισκέπτεται τακτικά και το εξωκκλήσι της αγίας Παρασκευής, σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό, που στα πρώτα χρόνια λειτουργούσε εκεί και το σχολείο του. Ανάβοντας τα καντήλια και περιποιούμενος τον ναό της, είχε την ευλογία, παιδάκι τότε οκτώ – εννέα ετών, να δεί αρκετές φορές ολοζώντανη την αγία. Υπακούοντας σε συμβουλή της μητέρας του, ζήτησε απ’ την αγία σε μία από τις εμφανίσεις της «νά του πεί, να του δώσει την τύχη του». Και η αγία Παρασκευή του είπε: «άκουσέ με, Ιάκωβε. Θα δείς δόξες πολλές, πολύς κόσμος θά ‘ρχεται να σε δεί, πολλά χρήματα θα περάσουν απ’ τα χέρια σου, αλλά δεν θα μείνουν». Και πράγματι όλα αυτά επαληθεύτηκαν.

Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιακώβου, καθώς και οι προσευχές της οσίας μητέρας του ήταν αιτία, ώστε ο Γέροντας Ιάκωβος από παιδί να έχει μία ζωντανή, μία θαυμαστή πραγματικά σχέση με την Παναγία μας και τους αγίους μας. Έτσι, πολύ απλά, πολύ φυσικά, είδε να τον ευλογεί και να τον θεραπεύει από δύσκολη ασθένεια ο άγιος Χαραλάμπης, του οποίου είχαν στο σπίτι τους μία μικρή ασημένια εικόνα θαυματουργή από τη Μικρά Ασία, πατρογονικό κειμήλιο έως εξακοσίων ετών. Το ίδιο απλά και φυσικά προσέτρεξε λίγο αργότερα στη χάρη της Παναγίας μας και την παρακάλεσε με κλάματα, της μίλησε όπως το παιδί στη μητέρα του μπροστά στη θαυματουργή της εικόνα της επωνομαζόμενης Ξενιάς, την οποία είχαν φέρει για προσκύνημα σε διπλανό χωριό, και είδε την Παναγία μας να του θεραπεύει σχεδόν αμέσως τα πληγωμένα πέλματα των ποδιών του, απ’ τα οποία έτρεχαν υγρά και με τα οποία είχε κάνει μαρτυρική πορεία δύο ωρών για να την προσκυνήσει.

Η αγία ζωή του μικρού Ιακώβου έκανε τους συγχωριανούς του, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών, όπου πήγαινε είτε ως μαστορόπουλο, βοηθός του πατέρα του, είτε για να ψάλλει με τη μελωδική και επιβλητική φωνή του στις γιορτές τους, να τον σέβονται και να τον υπολογίζουν ως παιδί της εκκλησίας, παιδί του Θεού. Κι έγινε η καταφυγή τους. Απ’ τα εννέα του χρόνια και μετά όλοι τον είχαν για γιατρό. Ο ίδιος ο Γέροντας, χαριτολογώντας, έλεγε αργότερα: «Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Είχα μία Σύνοψη και ό,τι προσευχή έβρισκα τους διάβαζα, τους σταύρωνα, τους ράντιζα με αγιασμό και γινόντουσαν καλά». Από μικρό λοιπόν παιδί ήταν στην υπηρεσία του Θεού και μάλιστα προικισμένο με το χάρισμα το ιαματικό, αλλά και το προορατικό, αφού με την καθαρότητα καρδίας και νου που είχε αποκτήσει με την άσκηση και την προσευχή, προέβλεψε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν λόγω του Ελληνοϊταλικού και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού όπου πήγαινε είχε σ’ όλες τις τάξεις άριστη επίδοση. Εντυπωσίαζε δε τόσο πολύ και για την συμπεριφορά του, ώστε τον μικρό Ιάκωβο τον σεβότανε κι ο δάσκαλος, που μαζί με τον Επιθεωρητή επέμεναν στους γονείς του να τον στείλουν στη Χαλκίδα στο Γυμνάσιο, για να συνεχίσει τη μόρφωσή του και να μην αδικηθεί ένα τέτοιο μυαλό. Ο πατέρας του όμως, φοβούμενος μήπως το παιδί του κινδυνέψει ποικιλοτρόπως απ’ τις παγίδες της κοινωνίας, δεν το επέτρεψε.

Έμεινε έτσι ο νεαρός Ιάκωβος στο χωριό και δούλευε στα χωράφια τα δικά τους και σε ξένα για μεροκάματο. Έπειτα ο πατέρας του τον πήρε μαζί του βοηθό στα χτισίματα.

Τα πρώτα βήματά του στην άσκηση

Ο Ιάκωβος, το παιδί των 13 και 14 ετών, έγινε σιγά-σιγά ένας μικρός ασκητής. Όλη μέρα στη δουλειά, για το μεροκάματο ή για τις εξυπηρετήσεις των συγχωριανών του, που όλους τους συμπονούσε πολύ και δεν έλεγε όχι σε όποιον και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, και το βράδυ στο σπίτι στην προσευχή και στις μετάνοιες. Στις νυχτερινές μετάνοιες που στην ηλικία των 15-16 ετών έφτανε τις δύο χιλιάδες και περισσότερες. Αλλά και στο θέμα της νηστείας εβίαζε πολύ τον εαυτό του. Για μεγάλα διαστήματα, όχι συνεχή, από την Κυριακή το απόγευμα μέχρι το Σάββατο που πήγαινε να λειτουργηθεί, δεν έτρωγε τίποτα. Μεταλάμβανε, έπαιρνε αντίδωρο και μετά έτρωγε λίγο προσφάϊ. Την Κυριακή έτρωγε κανονικά. Στην περίοδο της Κατοχής όμως απ’ την άσκηση, αθέλητα, κινδύνεψε δύο-τρείς φορές η υγεία του, γιατί συνέβη μετά την εβδομάδα της αφαγίας του να βρεθούν πεινασμένα παιδιά τη μια φορά και ανήμποροι γέροι την άλλη, τους έδωσε ό,τι είχε να φάει για τρείς-τέσσερις ημέρες και ο ίδιος έμεινε χωρίς τίποτα.

Δεν έλειπαν βέβαια και οι ειρωνείες και τα πειράγματα από ορισμένους συγχωριανούς. Αλλά ο νεαρός Ιάκωβος ούτε απαντούσε, ούτε ανταπέδιδε. Η φράση «ευχαριστώ μπάρμπα-Γιώργη» έμεινε παροιμιώδης στο χωριό Φαράκλα και στην ευρύτερη περιοχή. Ήταν η απάντηση του νέου τότε Ιακώβου προς κάθε χυδαία βρισιά του συγχωριανού του μπάρμπα-Γιώργη, ο οποίος ενώ του είχε κλέψει τη σειρά στο πότισμα των χωραφιών, τον έβριζε χυδαία, όταν ο νέος Ιάκωβος διεκδίκησε τη σειρά του.

Στις μαύρες μέρες του 1942, παλληκάρι τότε είκοσι δύο ετών, ο Γέροντας Ιάκωβος πέρασε ένα μεγάλο πόνο και μια μεγάλη λύπη απ’ την κοίμηση της μητέρας του Θεοδώρας, με την οποία είχε πολύ μεγάλο φυσικό και πνευματικό σύνδεσμο και η οποία εκοιμήθη μ’ ένα θάνατο αληθινά οσιακό, προγνωρίζοντάς τον από ειδοποίηση του αγγέλου της τρεις μέρες πριν την κοίμησή της.

Η μετά θάνατον όμως εμφάνισή της στον ύπνο του και οι νουθεσίες που του έδωσε ενδυνάμωσαν και παρηγόρησαν την ψυχή του. Συνέχισε έτσι την ίδια ασκητική ζωή μέχρι την ηλικία των είκοσι επτά ετών, οπότε τον πήραν στρατιώτη, καθυστερημένα βέβαια, λόγω του ότι είχε κηρυχθεί ο πόλεμος, υπήρχαν ανώμαλες καταστάσεις, Κατοχή, ανταρτοπόλεμος και δεν τους είχανε καλέσει.

Η στρατιωτική θητεία του

Η εποχή πού πήγε στρατιώτης (1947) ήταν η περίοδος του εμφυλίου και αδελφοκτόνου πολέμου στην πατρίδα μας. Με την πίστη του στον Θεό, τις προσευχές και τις δεήσεις του, έχοντας πάντοτε μαζί του το θαυματουργό εικονισματάκι του αγίου Χαραλάμπη, με τον σεβασμό και την πειθαρχία προς τους ανωτέρους του, την εργατικότητα και τη σεμνότητά του, ξεπέρασε τις ποικίλες δυσκολίες και δοκιμασίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της τριετούς στρατιωτικής του θητείας, αρχικά στο Βόλο κι ύστερα στον Πειραιά. Δεν «συσχηματίσθηκε» ποτέ με άτοπες και απρεπείς επιθυμίες ορισμένων συστρατιωτών του και γι’ αυτό είχε, τουλάχιστον στην αρχή, να πολεμήσει με τα πειράγματα και τη χλεύη τους. Με την ενάρετη όμως ζωή του εδίδαξε πολλούς και στο τέλος όλοι τον αγάπησαν, γιατί στις δυσκολίες και στις αρρώστιές τους ήταν πάντα δίπλα τους.

Ο Γέροντας Ιάκωβος συνέχισε και στο Στρατό την άσκησή του. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της θητείας του έφαγε λαδερό φαγητό τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, καθώς και τις Σαρακοστές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Αυτό βέβαια γινόταν με μεγάλες θυσίες…

Η ευχαρίστησή του ήταν μεγάλη που πήγαινε και προσκυνούσε όλους τους μεγάλους ναούς και τα εκκλησάκια που υπήρχαν στη διαδρομή απ’ τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα. Αυτό γινόταν με καθημερινή σχεδόν πεζοπορία, η οποία βέβαια άφησε τα σημάδια της που φάνηκαν αργότερα.

Οι ευχές που του ζητήσανε επίμονα να διαβάσει στο σπίτι ενός εφέτη στην Αθήνα και οι προσευχές που έκανε, όντας ακόμη στρατιώτης, ελευθέρωσαν την οικογένεια απ’ τον δαίμονα, τον οποίο η σύζυγος του εφέτη είδε με τη μορφή μαύρου φοβερού σκύλου που έβγαινε απ’ το σπίτι της, λέγοντάς της: «Μ’ έδιωξε εκείνος ο κοκκαλιάρης». Τέτοιες ευεργεσίες έγιναν και χάριν άλλων.

Απολύθηκε απ’ τις τάξεις του Στρατού τριάντα και πλέον ετών κι αφού αποκατέστησε την αδελφή του, κατά την εντολή της μητέρας του, έχοντας ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο, ακολούθησε τη μοναχική ζωή, που από μικρός ολόψυχα επόθησε.

Aρχική επιθυμία του π. Ιακώβου ήταν να πάει στους Αγίους Τόπους κι εκεί να ζήσει στην Έρημο ως Ασκητής. Θεώρησε όμως καλό πριν ξεκινήσει για τους Άγιους Τόπους να επισκεφθεί το μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ, για να ζητήσει τη βοήθεια και τη μεσιτεία του οσίου.

Η ολοζώντανη όμως εμφάνιση ενώπιον του με την άφιξή του εκεί του ιδίου του οσίου Δαυΐδ που τον υποδέχθηκε και η ουράνια και παραδείσια πολιτεία των ασκητών που είδε μπροστά του σε όραμα, αντί του παλαιού και ερειπωμένου Μοναστηρίου που υπήρχε στην πραγματικότητα, τον έκαναν να υποσχεθεί στον Άγιο, ότι θα παραμείνει στη Μονή, όπως και παρέμεινε. Την εποχή εκείνη ζούσαν στη Μονή τρία γεροντάκια με το ιδιόρρυθ­μο σύστημα. Ηγούμενος ήταν ο μακα­ριστός αρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμάς, άνθρωπος ενάρετος, ηθικός και πολύ ελεήμων, εργασθείς με πολύ ζήλο για την αναστήλωση της Μονής.

Η μοναχική ζωή του Γέροντα Ιακώβου

Ο πατήρ Ιάκωβος ξεκινώντας τη μοναχική ζωή έβαλε αρχή απαράβατη την υπακοή και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία του ηγουμένου, την οποία για να λάβει απαιτείτο πολλές φορές να κάνει κοπιαστικές πορείες τεσσάρων και πέντε ωρών, αφού ο Γέροντάς του ασκώ­ντας και εφημεριακά καθήκοντα ευρίσκετο συχνά στην κωμόπολη της Λίμνης.

Η αγόγγυστη υπακοή αυτή του π. Ιακώβου και ο πύρινος ζήλος με τον όποιο εργαζόταν στην πνευματική και σωματική εργασία μέσα στη Μονή εκίνησαν το φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο οποίος αρχικά ξεσήκωσε τους παλαιούς ιδιόρρυθμους πατέρες ενα­ντίον του. Θλίψεις, πικρίες και δοκιμασίες πολλές επέτρεψε ο Θεός και τον βρήκαν εξ αιτίας της συμπεριφοράς των πατέρων αυτών. Όμως δεν κάμφθηκε, συνέχισε τον αγώνα του.

Δοκιμασίες και πειρασμοί

Από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τη δοκιμασία της απίστευτης φτώχειας της Μονής, εκείνης της εποχής και του ερειπωμένου παγωμένου κελιού του με τα χαλασμένα παντζούρια που από τις χαραμάδες τους στους βαρείς χειμώνες ο αέρας περνούσε το χιόνι μέσα, και με τα τρύπια πατώματα, που από κάτω τους βάζανε τα γίδια της Μονής. Ακόμη η στέρηση απολύτως αναγκαίων αγαθών και των χειμερινών ακόμη ρούχων και παπουτσιών τον έκαναν με τις βροχές, τους πάγους και το πολύ χιόνι να τρέμει σύγκορμος και να αρρωσταίνει συχνά. Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν το σώμα του, καμμιά όμως δεν βρήκε την ψυχή του, καμμιά δεν πείραξε το πνεύμα του.

Αλλά κι ο σατανάς δεν έπαυε να τον πολεμά βάζοντας όλη την τέχνη του και χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματά του Δεν αρκούνταν στον πνευματικό, τον αόρατο πόλεμο όπου τσακιζόταν πάνω στην υπακοή, την προσευχή, την πραότητα και την ταπείνωση του Γέροντα, αλλά τον πολέμησε και αισθητά, ορατά. Δεκαοκτώ δαίμονες κάποια φορά με διάφορες μορφές σαν άνθρωποι, σαν πίθηκοι κ.ά., όρμησαν επάνω του την ώρα που εργαζόταν και από τα χτυπήματά τους και τα βασανιστήριά τους τον άφησαν μισοπεθαμένο, όταν μπόρεσε πια και απελευθέρωσε το χέρι του κι έκανε το Σταυρό του Το ίδιο επανέλαβαν κι άλλη φορά λιγότε­ροι στον αριθμό δαίμονες.

Άλλοτε πάλι οι δαίμονες για να τον τρομοκρατήσουν εμφανίσθηκαν με μορφή χιλιάδων, αναρίθμητων σκορπιών μέσα στη σπηλιά στο Ασκητήριο του οσίου Δαυίδ, όπου ο Γέροντας μιμούμενος τον όσιο Δαυΐδ πήγαινε συχνά τις νύχτες να προσευχηθεί, βοηθούμενος στη νυχτερινή μετάβαση του εκεί από ένα φωτεινό αστέρι που του φώτιζε το μονοπάτι, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά Άγγελος Κυρίου σταλ­μένος για τη διακονία αυτή, ως απά­ντηση του Θεού στο σχετικό αίτημα της προσευχής του.

Ο π. Ιάκωβος δεν πτοήθηκε Μόλις αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για δαιμο­νική ενέργεια, έθεσε όριο ατούς σκορπιούς κι αυτοί δεμένοι από την εντολή του δεν πέρασαν τον κύκλο που χάραξε γύρω τους ο Γέροντας. Σημάδι αυτό ότι ο Θεός είχε δώσει στον πιστό του δούλο την εξουσία να χρησιμοποιεί κάτι από τη θεία δύναμή Του, από τις θείες ενέρ­γειές Του.

Ο πατήρ Ιάκωβος σε όλες αυτές τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς αλλά και σε πολλούς άλλους αντέταξε την ακλόνητη πίστη του στο Θεό και τη θεία αγάπη του προς τον όσιο Δαυίδ, την πραγματικά ιώβειο υπομονή του και την άκαμπτη καρτερία και πραότητά του, την απόλυτη υπακοή και ταπείνωσή του, την αδιάλειπτη προσευ­χή και την άπειρη αγάπη του προς όλους.

Το Γραφικό: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» εφαρμόσθηκε πλήρως από το Γέροντα. Η βία που ασκούσε στον εαυτό του στο καθετί ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Δεν συγκατέβαινε εύκολα στον εαυτό του. Αλλά και η ευθύτητά του ήταν μοναδική, ήταν άνθρωπος του «ναι, ναι» και του «ου, ου», και η νηστεία του επίσης υπεράνθρωπη.

Η ιερατική ζωή του

Ο Θεός αξίωσε τον π. Ιάκωβο καί του μεγάλου χαρίσματος της ιεροσύνης. Ο ίδιος ο μακαριστός Γέροντας έλεγε χαρακτηριστικά: Έγώ ποτέ στη ζωή μου δεν επεθύμησα θέσεις και αξιώματα, ούτε και φαντάστηκα κατά διάνοιαν ότι ήταν δυνατόν να αξιωθώ τέτοιας τιμής. Δέχτηκα μόνον από υπακοή προς το Γέροντά μου και από σεβασμό προς τον άγιο εκείνον επίσκοπο Χαλκίδος, το μακαριστό Γρηγόριο».

Η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 18 Δεκεμβρίου του 1952 στό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας στη Χαλκίδα και σε ιερέα την επομένη 19 Δεκεμβρίου στο παρεκκλήσι του Επισκοπείου. Ο μητροπολίτης είπε στον π. Ιάκωβο μετά τη χειροτονία του ένα λόγο προφητικό: «Και συ παιδί μου, θά αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει σ΄άγιο η Εκκλησία».

Πνευματικά γεγονότα της ζωής του

Ο π. Ιάκωβος μέσα στο ναό κατά τη διάρκεια της θείας Λατρείας ζούσε ως ιερεύς πολλά πνευματικά γεγονότα. Γινόταν επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος έλεγε σε ορισμένα πρόσωπα, με Χερουβείμ και Σεραφείμ και με Αγίους. Στην αγία προσκομιδή είδε και άγγιξε το ίδιο το πανάγιο Αίμα του Κυρίου, την ώρα που ετοιμαζόταν να καλύψει τα Τίμια Δώρα. Εκεί, άλλοτε, είδε Αγγέλους Κυρίου να παραλαμβάνουν τις μερίδες των μνημονευομένων και να πηγαίνουν να τις εναποθέτουν σαν προσευχές στο θρόνο του Δεσπότου Χριστού. Άλλοτε είδε «πνευματικώ τω τρόπω», όπως ο ίδιος έλεγε, κεκοιμημένους να του εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο με τη χούφτα ανοιχτή και να του ζητούν να βγάλει μερίδα υπέρ αυτών, υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους, κι όταν το έκανε τους έβλεπε να πηγαίνουν στον τόπο τους αναπαυμένοι. Ένα φωτοειδή αστέρα είδε άλλοτε να στέκεται επάνω από το κεφάλι ευλαβούς ιερέως που είχε επισκεφθεί τη Μονή και λειτουργούσε, τήν ώρα που έθετε τον αστερίσκο επάνω του Αμνού κατά την κάλυψη των Τιμίων Δώρων. Πνευματικά γεγονότα τέτοια ανάλογα υπάρχουν πολλά, όλα αυτά, με­γάλες δωρεές του Θεού προς τον εκλεκτό του δούλο Ιάκωβο.

Ως πνευματικός πατέρας διέπρεψε. Κανένας δεν έφευγε από το πετραχήλι του χωρίς να είναι αναπαυμένος και ευχαριστημένος Με την πολλή του αγάπη θυσιαζόταν για όλους και παρόλο που, ιδίως τα τελευταία χρόνια, υπέφερε από πολλές αρρώστιες σε κανέναν δεν είπε: «δέν μπορώ να σε δω, να ακούσω το πρόβλημά σου». Ο κόσμος», έλεγε στη συνοδία του, «ούτε να φάει ζητάει, ούτε να πιει, ζητάει την αγάπη μας. Αν μπορούμε αυτό να το κάνουμε θα επιτύχουμε στη ζωή μας ως μοναχοί».

Από το 1975, οπότε με θεοφώτιστη απόφαση του σεβασμιωτάτου μητροπο­λίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ανέλαβε την ηγουμενία και «ο λύχνος ετέθη επί την λυχνίαν», αποκαλύφθηκαν εξ ανάγκης τα πολλά του χαρίσματα που αγωνιζόταν επιμελώς να κρύβει. Η φήμη της Μονής για τα θαύματα του οσίου Δαυΐδ, τον αγιασμένο ηγούμενο της π. Ιάκωβο, τον ανύστακτο κόπο και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της διαδόθηκε σιγά-σιγά παντού και πλήθη πιστών από την Ελλάδα και το εξωτερικό κατέφθαναν στη Μονή, η οποία έτσι αναδείχθηκε, όπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικής ζωής και φάρος Ορθοδοξίας, πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας».

Από τα πενήντα πέντε χρόνια του και μετά παρεχώρησε ο θεός κι ο πατήρ Ιάκωβος πέρασε εκτός των άλλων δοκιμασιών και πολλές και επώδυνες ασθένειες. Έλεγε χαρακτηριστικά ο μακαριστός Γέροντας «πήρε ο εωσφόρος την άδεια να πειράξει το σώμα μου». Αυτό είπε αποκαλυπτικά και το δαιμόνιο μέσω μιας δαιμονισμένης φανερώνο­ντας και τις παθήσεις που είχε ο Γέροντας, τις όποιες μόνο ο ίδιος ήξερε. Κι ο Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: Έμένα που ποτέ άνθρωπος δεν με είδε γυμνό, εκτός από τη μητέρα μου όταν ήμουν παιδάκι, παραχώρησε ο Θεός να με δουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και να με χειρουργήσουν επανειλημμένως. Έγινα θέατρο αγγέλοις και ανθρώποις».

Δεν ήταν λίγες οι φορές βέβαια που οι Άγιοι, όπως ο όσιος Δαυΐδ, ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, οι άγιοι Ανάργυροι, η αγία Παρασκευή, επενέβησαν μετά από παρακλήσεις του και τον βοήθησαν στις ασθένειες του χαρίζοντας του την ίαση και την υγεία.

Η τελευταία δοκιμασία με την υγεία του που τελικά οδήγησε το Γέρο­ντα στην άλλη ζωή ήταν η πάθηση της καρδιάς του, η όποια προέκυψε εξ αίτιας κάποιου πειρασμού που πέρασε.

Τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα

Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος έζησε οσίως σαράντα περίπου χρόνια στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, έχοντας προηγουμένως ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο τριάντα δύο χρόνια Δούλεψε στον Κύριο τηρώντας από τη νεό­τητα έως το γήρας ίση την προθυμία της ασκήσεως. Μιμήθηκε τον όσιο Δαυΐδ, και βάδισε στα ίχνη του. Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν εφάμιλλοι των παλαιών οσίων που αναφέρονται στα Γεροντικά, αλλά και οι εναντίον του επιθέσεις, πνευματικές και αισθητές, του Σατανά, οι ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες και κακοπάθειές του ήταν ανάλογες με αυτές που αντιμετώπισαν πολλοί θεοφόροι Πατέρες.

Όσο όμως μεγάλωναν οι δοκιμασίες, οι ασθένειες και τα βάσανα του, τόσο ο Θεός τον χαρίτωνε με σπάνια πνευματικά χαρίσματα, όπως της διοράσεως και προοράσεως, της διακρίσεως και της παραμυθίας, και τόσο περισσότερες ήταν οι θεοπτείες που είχε και οι θεοσημείες που επιτελούσε με την προσευχή του, αλλά και τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ακτινοβολία του.

Στη Μονή προσέρχονταν για να τον δουν εκατοντάδες απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και πατριάρχες και αρχιερείς, κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί, άρχοντες και ανώτατοι δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου και επιστήμονες. Όλοι φεύγοντας από τη Μονή κι έχοντας δει το Γέροντα Ιάκωβο αισθάνονταν ότι έφευγαν από ένα είδος Παραδείσου.

Ο καθένας εύρισκε κοντά στο Γέροντα τη βοήθεια που χρειαζόταν. Οι πονεμένοι εύρισκαν με τους παραμυθητικούς του λόγους την παρηγοριά και την ανακούφιση, οι δαιμονισμένοι εύρισκαν με τις ευχές του την απελευθέρω­ση από τα δαιμόνια και τη θεραπεία τους, οι ασθενείς εύρισκαν με την παρρησία της προσευχής του την ίαση και την υγεία, οι ταλαιπωρημένοι από τα διάφορα βιοτικά προβλήματα τους εύρισκαν με την ευλογία του την αναψυχή, την ψυχική τους ισορροπία, την ενδυνάμωση, τη λύση των προβλημάτων τους. Οι φτωχοί εύρισκαν με τη συνεχή και αγόγγυστη ελεημοσύνη του τη λύτρωση από τη θλίψη της φτώχειας και την απελευθέρωση από τα βάρη των χρεών τους. Πολλά άτεκνα ζευγάρια μετά την προσευχή, τις ευχές και την ευλογία του αποκτούσαν τέκνα χαριτωμένα. Αλλά και για όσους είχαν τα κατάλληλα μάτια να δουν, η παρουσία και μόνο του Γέροντα, η θεωρία του, αποτελούσε ευλογία Θεού, φανέρωση των θείων ενεργειών, παρουσία του Θεού στη γή.

Ιδού τί αναφέρει σχετικώς στην από 14.2.1994 επιστολή του προς την Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος: «…Διά τον μακαριστόν Γέροντα με την φωτεινήν μορφήν ισχύει εκείνο το οποίον έγραφεν ο ιερός Χρυσόστομος διά τον άγιον Μελέτιον Αντιοχείας: “Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός η άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν είσαγαγείν”».

Η οσιακή κοίμησή του

Αντάξια της θαυμαστής ζωής του ήταν και η οσιακή κοίμηση του Γέρο­ντα, την οποία προγνώριζε, γι΄ αυτό και παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο που εξομολόγησε το πρωΐ της 21ης Νοεμβρίου 1991, εκείνης της τελευταίας ημέρας της επιγείου ζωής του να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για να τον «ντύσει».

Και πράγματι στις 4.17΄ το απόγευμα σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Ο μακαριστός Γέροντας άφησε το φθαρτό αυτό κόσμο του πόνου κι έφυγε για την αιώνια ανάπαυση, στο Θεό.

Το λείψανο του ήταν λαμπερό, εύκαμπτο, ζεστό, όσιακό και η ιαχή που έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος άγιος… είσαι άγιος» αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το μακαριστό πλέον Γέροντα Ιάκωβο.

Αλλ΄ ο άγιος Γέροντας συνεχίζει και μετά την όσιακή κοίμηση του, όπως το ομολογούν εκατοντάδες πιστοί να τους ευεργετεί με την παρρησία που έχει στο Θεό. Στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ υπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες* πιστών, που ο Γέροντας Ιάκωβος τους βοήθησε. Οί μαρτυρίες αυτές, που περιέ-χονται σε επιστολές των ίδιων των εύεργετηθέντων η κατεγράφθηκαν μετά από προφορικές διηγήσεις τους, έχουν σχέση με θεραπείες, ευεργετικές επεμβάσεις, η μεταθανάτιες εμφανίσεις του Γέροντα.

Η παρρησία του π. Ιακώβου στο Θεό – Σύγχρονες μαρτυρίες

1. Ο ιερεύς π. Ιωάννης Βερνέζος, εφημέριος του Προσκυνηματικού Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι της Εύβοιας ανέφερε τα εξής: Είχα ένα ογκίδιο στο δεξί μου χέρι. Εκτός των κινδύνων που έκρυβε, ήταν και αντιαισθητικό. Γι΄ αυτό, όταν οι χριστιανοί μου φιλούσαν το χέρι, το κάλυπτα με το ράσο μου Την ημέρα της κηδείας του Γέροντος Ιακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα το Γέροντα για το θέμα αυτό. Και καθώς ασπαζόμουν το ιερό σκήνωμα του, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο λείψανο του. Από εκείνη τη στιγμή το ογκίδιο άρχισε να υποχωρεί, ώσπου εξαφανίστηκε. Μεγά­λη η χάρη του οσίου Γέροντα. Ας έχουμε την ευχή του!».

2. Η κ. Ανδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Ευβοίας, σε επιστολή που έστειλε στη Μονή γράφει τα εξής:

«Στις 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε στην άκρη της γλώσσας μου ένα μικρό κεράτινο ογκίδιο. Περνώντας οι μέρες αυτό μεγάλωσε, κρεμόταν μπρο­στά στη γλώσσα μου και με ενοχλούσε στην ομιλία, την ώρα που έτρωγα και όταν έπινα νερό. Πέρασαν δυο μήνες από την ημέρα που το πρωτοείδα, το ογκίδιο εξακολουθούσε να υπάρχει και η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Μέσα στη μεγάλη ψυχο­λογική ένταση που βρισκόμουν, κι ενώ σκεπτόμουν ότι από Δευτέρα έπρεπε να πάω στην Αθήνα για γιατρό, άρχισα να λέω το πρόβλημα μου στον παππού-Ιάκωβο κοιτάζοντας μία μικρή φωτογρα­φία του που είχα απέναντι στο τραπέζι μου. Τον παρακάλεσα να με βοηθήσει, να μην αρχίσω τις ατέλειωτες εξετάσεις στους γιατρούς που χρειάζονται για τέ­τοιου είδους περιστατικά και κατά τις δυο τα μεσάνυκτα ανέβηκα για ύπνο στο δωμάτιο μου. Το πρωί που σηκώθη­κα, την ώρα που έπινα καφέ, διαπίστωσα ότι δεν με ενοχλούσε τίποτα στη γλώσσα μου. Όλο αγωνία πήγα στον καθρέφτη και είδα ότι το ογκίδιο που είχα εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ούτε σημάδι.

Έτσι απλά παρακάλεσα τον άγιο Ιάκωβο να με βοηθήσει, κι αυτός έτσι απλά με βοήθησε.»

3. Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σε μία από τις επισκέψεις του στη Μονή, ως αρχιμανδρί­της τότε, ανέφερε μεταξύ άλλων θαυμάτων που επιτελεί ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος σε Κυπρίους αδελφούς μας, τους όποιους αγαπούσε πολύ, και το έξης θαυμαστό:

Είχα φέρει στην Κύπρο λάδι από το καντήλι του τάφου του Γέροντα. Το 1993 με πήρε στο τηλέφωνο ο εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Λάρνακος, ο π. Παναγιώτης Ζάρος, και μου είπε: «Πάτερ Νεόφυτε, δεν είμαι καλά. Έχω ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, αλλά δεν το λέω.

Έχω ραγάδες στο έντερο και έχω μεγά­λη αιμορραγία. Και αυτές τις ημέρες έχω έντονους πόνους και μεγάλη ροή αίματος, και σε παρακαλώ κάνε μια παράκληση στον άγιο Γεώργιο, που ζεις στο μοναστήρι του, και στον πατέρα Ιάκωβο να μου δίνουν υπομονή, γιατί όταν πονώ υποφέρω πολύ και φωνάζω και στενοχωρούνται και η παπαδιά και τα παιδιά μου».

Λυπήθηκα πολύ και του είπα ότι θα κάμω παράκληση και θα του πήγαινα λαδάκι από το καντήλι του πατρός Ιακώβου, για να σταυρωθεί. Αυτά είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Μετά από δέκα πέντε λεπτά ο π. Παναγιώτης ήρθε στο μοναστήρι και μου είπε: «Ήρθα να πάρω το λαδάκι του Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολύ σε αυτόν τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον χαρίτωσε και θα με βοηθήσει». Του έδωσα λάδι και σταυρώθηκε στο μέτωπο και έφυγε.

Το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε χαίροντας και κλαίοντας ότι η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε έγινε τελείως καλά. Ο π. Παναγιώτης υπέφερε από αυτό από τα εφηβικά του χρόνια και τώρα ήταν περίπου 40 ετών. Όταν έγινε καλά υποσχέθηκε να τελεί θεία Λειτουργία και μνημόσυνο στο Γέροντα Ιάκωβο κάθε χρόνο σαν αυτή την ημέρα της θεραπείας του. Όταν όμως πέρασε ένας χρόνος από το θαύμα αυτό ο π. Παναγιώτης ξέχασε την υπόσχεσή του. Τη θυμήθηκε όταν εκείνη την ημέρα (στό χρόνο επάνω) του παρουσιάσθηκε ελάχιστο αίμα. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε το θυμάται κάθε χρόνο και επιτελεί θεία Λειτουργία και μνημονεύει το Γέροντα ανάμεσα στους Άγιους

4. Ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης, γιατρός παθολόγος από το Βόλο, (προσωπικός τότε γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και τώρα Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ανέφερε μεταξύ άλλων και τα έξης:

«Φεύγοντας από τη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, όπου είχα έλθει με την οικογένεια μου για προσκύνημα το Σεπτέμβριο του 1997, κι ενώ βρισκόμουν στην πύλη της αισθάνθηκα μέσα μου μια δυνατή επιθυμία να πάω να ξαναπροσκυνήσω τον τάφο του Γέροντα Ιακώβου. Αισθανόμουν όπως αισθάνεται κάποιος που ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο και θέλει να γυρίσει να το πάρει. Πραγματικά γύρισα με το γιό μου και στο ένα μέτρο πριν από τον τάφο του Γέροντα βλέπω κάτω στη γή ένα κομποσχοίνι. Παίρνω το κομποσχοίνι στο χέρι μου, το υψώνω και το κρατώ επιδεικτικά, ώστε αν κάποιος από τους γύρω προσκυνητές το έχασε, να το δει και να΄ ρθει να το πάρει. Εκείνη όμως ακριβώς τη στιγμή ακούω φωνή πίσω μου που μου έλεγε: «Τί ψάχνεις; Για σένα είναι το κομποσχοίνι». Γυρίζω και σε απόστα­ση ενός μέτρου βλέπω ολοζώντανο το Γέροντα Ιάκωβο να μου χαμογελά. Τον είδα ολοκάθαρα. Διέκρινα την υγρασία των ματιών του, τις φλεβίτσες στο πρόσωπο του, τη γενειάδα του, όπως την είχε. Ένοιωσα κάτι το ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Η κυριολεκτικά αύτη ζωντανή παρουσία του Γέροντα Ιακώβου μπροστά μου ήταν καθοριστική κι έβαλε μέσα μου τη σφραγίδα περί της βεβαιότητος της θείας παρουσίας».

5. Τις ήμερες που γραφόταν αυτό το κείμενο και συγκεκριμένα στις 10 Όκτωβρίου 2001 ήρθε στη Μονή ο κ. Γιαννούλης, ναυτικός, από την Άνδρο και βουρκωμένος χωρίς καν να μπορεί να μιλήσει καλά-καλά από τη συγκίνη­ση και τα κλάματα ανέφερε τα έξης:

«Ταξίδευα προ καιρού και ευρισκόμουν στην Ινδία. Κάποια μέρα αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά μου Στο Νοσοκομείο εκεί που με πήγαν οι γιατροί είπαν στους συναδέλφους μου ότι τελειώνω. Εγώ, παρ΄ όλο που ήμουν σε κωματώδη κατάσταση, ένιωθα ότι κάποια αόρατη θεία δύναμη με βοηθάει. Όταν αργότερα άνοιξα κά­ποια στιγμή τα μάτια μου τον πρώτο που είδα μπροστά μου ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος που είχα διαβάσει αρκετές φορές το βιβλίο του. Μου είπε: «Μή φοβάσαι, κύριε Γιαννούλη, θα σε βοηθήσω, θα γίνεις τελείως καλά και θα ξαναγυρίσεις στην πατρίδα». Και από εκείνης της ώρας πράγματι έγινα τελείως καλά».

Από τις υπάρχουσες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των πιστών διαπιστώνεται ότι ο Γέροντας Ιάκωβος έχει μεγάλη παρρησία στο Θεό και γι΄ αυτό εύχόμεθα να πρεσβεύει υπέρ πάντων υμών. Αμήν.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Ο Άγιος Φίλιππος ο Απόστολος: Ο βίος του μαθητή του Κυρίου, τα θαύματα και τα φρικτά μαρτύρια

Ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος

Ο Άγιος και πανεύφημος απόστολος Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν συμπολίτης του Ανδρέα και του Πέτρου. Διακρινόταν για την εξαιρετική του σύνεση και μελετούσε τα βιβλία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης· έμεινε δε σε όλη του τη ζωή παρθένος.

Τον Φίλιππο τον βρήκε ο Κύριος στην Γαλιλαία, μετά τη βάπτισή Του, και τον προέτρεψε να Τον ακολουθήσει.

Ο μαθητής του Χριστού

Εκείνος δεν έχασε καθόλου καιρό· ακολούθησε αμέσως τον Κύριο και έγινε μαθητής Του. Και όχι μόνο αυτό· αλλά, όταν μετά από λίγο συνάντησε το φίλο του Ναθαναήλ, του είπε: «Εκείνον, για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και Τον προανάγγειλαν οι προφήτες, Τον βρήκαμε. Κάι Αυτός είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, ο καταγόμε­νος από τη Ναζαρέτ».

Βεβαίως και πολλά άλλα εδάφια μπορούμε να δούμε στην θεόπνευστη Γραφή, δηλαδή στη Καινή Διαθήκη, στην οποία γίνεται λόγος για τον ένδοξο απόστολο Φίλιππο.

Όταν οι θείοι Απόστολοι έκαμαν κλήρωση μεταξύ τους για το πού καθένας θα μετέβαινε να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, ο Φίλιππος κληρώθηκε να κηρύ­ξει στις χώρες της Ασίας. Στο κήρυγμά του δε ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος είχε συνακόλουθό του και στενό συν­εργάτη του τον απόστολο Βαρθολομαίο. Επίσης είχε συν­ακόλουθη και τη Μαριάμνη, κατά σάρκα αδελφή του, η οποία και τους διακονούσε.

Ο Φίλιππος λοιπόν με τον Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη κήρυξαν το Ευαγγέλιο στις πόλεις της Μυσίας και της Λυδίας της Μικράς Ασίας.

Κατά το κηρυκτικό τους έργο υφίσταντο πολλούς πειρασμούς και πολλές θλίψεις από τους ειδωλολάτρες: Τους μαστίγωναν, τους έδερναν με ράβδους, τους φυλάκιζαν, τους λιθοβολούσαν.

Στην Μικρά Ασία που κήρυτταν οι θείοι αυτοί Από­στολοι βρήκαν και τον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου, τον Ιωάννη το Θεολόγο, να κηρύττει το Ευαγγέλιο της σωτη­ρίας.

Τότε μάλιστα πίστευσε στο Χριστό και η γυναίκα του Νικάνορος, του ανθυπάτου. Για το λόγο αυτό ο ανθύπατος και ο όχλος έκαψαν την οικία του αποστόλου Στάχυος.

Ο θάνατος του

Τον δε Φίλιππο τον έσυραν στην πλατεία της Ιεραπόλεως της Φρυγίας και εν συνεχεία του τρύπησαν τους αστραγάλους και τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω πάνω σε ένα ξύλο.

Όντας έτσι κρεμασμένος ο ένδοξος Απόστο­λος, έκανε την τελευταία προσευχή του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.

Αμέσως δε τότε η γη συγκλονίστηκε και, αφού έβγα­λε ένα τρομακτικό βουητό, σχίστηκε και κατάπιε πολλούς ειδωλολάτρες.

Οι υπόλοιποι, φοβηθέντες από τα γενόμενα, προσέπεσαν στο Βαρθολομαίο και στην Μαριάμνη, που και αυτοί ήταν κρεμασμένοι, και, αφού τους έλυσαν, προσχώρη­σαν στην αληθινή πίστη, την πίστη του Χριστού.

Μετά ταύτα ο απόστολος Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη ενταφίασαν ευλαβώς το ιερό λείψανο του πανευφήμου αποστόλου Φιλίππου. Ακολούθως ο Βαρθολομαίος κατέ­στησε τον Στάχυ επίσκοπο Ιεραπόλεως και εν συνεχεία πήρε το δρόμο για τη Λυκαονία, μαζί με την Μαριάμνη, για να κηρύξει και εκεί το Ευαγγέλιο.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Η προσωπικότητα ενός πολυπαθούς αγίου. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Χρίστος Κρικώνης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

1. Βιογραφικά του Χρυσοστόμου

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ιεράρχης με ασυνήθιστες πνευματικές ικανότητες, με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και με πλούσια και εμφανή τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας ήταν επόμενο να διακριθεί ως εξέχουσα προσωπικότητα στη χορεία των μεγάλων πατέρων, που κοσμούν το στερέωμα της Εκκλησίας.

Είναι, αναμφισβήτητα, ο ενδοξότερος και ο πολυγραφότατος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των βυζαντινών –ιδίως των πρώτων– χρόνων και ο κατ’ εξοχήν πνευματικός ηγέτης της χριστιανικής κοινωνίας. Και όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρηθεί η μελέτη των εκκλησιαστικών πραγμάτων παρουσιάζει τον Χρυσόστομο ως τον κορυφαίον μεταξύ των θεωρητικών Πατέρων της Εκκλησίας, επικεφαλής των οποίων είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά εν πολλοίς και αυτού του Μ. Βασιλείου, ο οποίος υπερέχει όλων δια την κοινωνικήν του δράση.

Αλλ’ επειδή ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με τα προβλήματα του ανθρώπου και όχι τόσο με τα θεωρητικά προβλήματα της εποχής του, τα οποία βεβαίως και εγνώριζε καλά, και επειδή ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής του ήταν η εξύψωση της ηθικής ζωής και η ανάδειξη των πνευματικών δυνάμεων των χριστιανών με το προσωπικόν του παράδειγμα και με τον λόγον του, γι’ αυτό εμφανίζεται στην ιστορία της Εκκλησίας με το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του αγωνιστή της έμπρακτης χριστιανικής ηθικής ζωής και του μάρτυρος της χριστιανικής αγάπης.

Ο Χρυσόστομος αισθάνεται έντονη την προστασία της θείας Πρόνοιας, η οποία με καταφανή τρόπο καθοδηγούσε τα διαβήματά του στην πορεία της εκκλησιαστικής ζωής και δράσεώς του. Και ο ίδιος ομολογούσε την εύνοια αυτή της θείας Πρόνοιας και την έβλεπε ολοκάθαρα να προσδιορίζει την προσωπική ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, όπως συμβαίνει με όλες εκείνες τις μεγάλες προσωπικότητες, που η θεία Πρόνοια προορίζει να γίνουν όργανά της. Αυτή η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε ευνοϊκές συνθήκες και όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις να λάβει την καλύτερη για την εποχή του μόρφωση.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές, ο Χρυσόστομος, γόνος αριστοκρατικής και διαπρεπούς οικογενείας, λόγω γεννήσεως και μορφώσεως ανήκε στο πνευματικό ελληνικό περιβάλλον. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ των ετών 344-354 ίσως το 350-351 –κατά την τελευταία άποψη του αείμνηστου καθηγητού της Πατρολογίας Παν. Χρήστου- από γονείς ευσεβείς, και ανατράφηκε μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον που του παρείχε η θαλπωρή της οικογενείας του και ιδιαίτερα της μητέρας του Ανθούσας, από την οποία έλαβε το λεπτό πνεύμα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα. Αναφερόμενος αργότερα για την οικογένειά του ο Χρυσόστομος έλεγε «ο εμός πατήρ και ο πάππος και ο επίπαππος σφόδρα ευσεβείς και σπουδαίοι ετύγχανον όντες». Κατά ταύτα όλη η οικογένειά του απέπνεε το πνευματικό άρωμα της ευσεβείας και μέσα σ’ αυτό ανατράφηκε πνευματικά από τα παιδικά του χρόνια με φρόνηση και σοβαρότητα, γεγονός που προμήνυε πόσο μεγάλη και σημαντική προσωπικότητα θα ανεδεικνύετο. Βέβαια την ανατροφή του ανέλαβε αποκλειστικά η ευσεβεστάτη και σεμνή μητέρα του Ανθούσα και η θεία του, από πατέρα, Σαβιανή, αφού ο πατέρας του Σεκούνδος, ανώτερος αξιωματικός του στρατού απέθανε ολίγον μετά την γέννησή του και για την μόρφωσή του δεν φείσθηκε θυσιών, κόπων και χρημάτων.

Η μητέρα του με την εξασφάλιση των μέσων για την παροχή κάθε δυνατής μορφώσεως του υιού της αποδείχθηκε όχι μόνο μεγάλη τροφός αλλά και καταπληκτική παιδαγωγός. Αυτή, χήρα, μόλις είκοσι χρονών, αφοσιώθηκε αποκλειστικά και ολόψυχα στην ανατροφή του Ιωάννη και στη φροντίδα να εξασφαλίσει κάθε εκπαίδευση για να γίνει μια συγκροτημένη και τέλεια προσωπικότητα. Αυτή με την άγια ζωή της αλλά και με τις συνετές συμβουλές της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πολύπλευρης παιδείας. Αυτή κατέβαλε στην ψυχή του νεαρού Ιωάννη τα πρώτα σπέρματα της ευαγγελικής αληθείας και τον έστρεψε από μικρό προς την τέλεια και απόλυτη χριστιανική ζωή. Θα ήταν δυνατόν να είχε λεχθεί και για τη μητέρα του Ανθούσα ό,τι είχε ειπεί ο Γρηγόριος Θεολόγος για την μητέρα του Μ. Βασιλείου, την Εμμέλεια «τούτο εν γυναιξί ώφθη η Ανθούσα όπερ παρ’ ανδράσιν ο Ιωάννης». Με ανάλογο θαυμασμό είχε εκφρασθεί και ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος με αφορμή τη μητέρα του Χρυσοστόμου για τις χριστιανές γυναίκες γενικότερα· «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκες εισίν».

Όμως η θεία Πρόνοια του επεφύλαξε, εκτός από την αρίστη ανατροφή από τη μητέρα του Ανθούσα, και εξαιρετική μόρφωση από διαπρεπέστερους διδασκάλους και ρήτορες της εποχής του. Εφοίτησε στην ονομαστική ρητορική σχολή των περίφημων εθνικών ρητόρων του Ανδραγαθίου και του Λιβανίου από τους οποίους διδάχθηκε τους θησαυρούς των γνώσεων της κλασικής αρχαιότητος. Ο Λιβάνιος μάλιστα όταν ερωτήθηκε ποιον θα άφηνε διάδοχόν του στη Σχολή, απάντησε ότι προόριζε τον Ιωάννη εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί. Βέβαια τον Ιωάννη δε τον εσύλησαν οι Χριστιανοί, γιατί ο ίδιος από μόνος του και εκούσια έγινε χριστιανός ή όπως είχε ειπεί για κάθε ανθρώπινη ψυχή ο Τερτυλλιανός, ο Ιωάννης ήταν ψυχή χριστιανική από τη φύση της «anima naturaliter christiana».

Στη συνέχεια ο Ιωάννης παρακολούθησε τους διακεκριμένους διδασκάλους της Θεολογικής Σχολής της Αντιοχείας –του περίφημου «Ασκητηρίου»–, τον Καρτέριον και τον ευσεβή και ασκητικόν Διόδωρον, τον οποίον, θαυμάζοντας έλεγε «τον άπαντα χρόνον διετέλεσε αποστολικόν επιδεικνύμενος βίον, μηδέν ίδιον έχων, αλλά παρ᾿ ετ έρων τρεφόμενος, αυτός τη προσευχή και τη διδασκαλία του λαού προσκαρτερών».

Εκτός όμως των διδασκάλων του, μεγάλη επίδραση στη διάπλαση της θρησκευτικής διαθέσεως και του χαρακτήρος του άσκησε και ο γηραιός επίσκοπος Αντιοχείας, ’γιος Μελέτιος, για τον οποίο ο Χρυσόστομος έλεγε ότι η θέα και μόνο της όψεώς του εγοήτευε τους πάντας και τους προσείλκυε στην αρετή. Είναι γεγονός ότι ο ’γιος Μελέτιος «ηράσθη της ευφυΐας και του κάλλους της καρδίας του Ιωάννου», τον προσείλκυσε στην Εκκλησία και τον εβάπτισε (σε ηλικία περίπου 21 ετών, το έτος 372).

Η φοίτηση του Χρυσοστόμου κοντά σε τόσο διαπρεπείς διδασκάλους είχε ως αποτέλεσμα να λάβει ευρεία και λαμπρά μόρφωση και από ενωρίς να δείξει τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του. Χωρίς να είναι διανοούμενος ή φιλόσοφος ανεδείχθη σε έναν κλασικό ρήτορα ή ομιλητή με την έννοια περισσότερον του διδασκάλου της ηθικής αγωγής. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται ολοκάθαρα από τη γλώσσα και το ύφος του. Στη ρητορική δεξιοτεχνία του ύφους του άνετα μπορεί να συγκριθεί με τον κορυφαίο ρήτορα της αρχαιότητος, τον Δημοσθένη, και τους Ξενοφώντα και Πλάτωνα. Και παρ᾿ ότι παρέμεινε Έλληνας στην παιδεία, δεν συγκινήθηκε από την ελληνική φιλοσοφία και ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτήν. Πάντως η επίδραση των κλασικών σπουδών στη λογοτεχνική υφή και την επιχειρηματολογία του σε όλα τα έργα του –ιδίως τα πρώτα– είναι έντονη.

Ο Χρυσόστομος μετά την αποφοίτηση από τις κοσμικές σπουδές στις ανώτερες σχολές, για ένα ελάχιστο χρόνο –ίσως ολίγους μόνον μήνες– άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου ή ρητοροδιδασκάλου, κάτι που είχε συμβεί και με άλλους μεγάλους πατέρες (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο κ.λπ.). Αλλά το δικηγορικό έργο, ως επάγγελμα, περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) εκτός άλλων την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων και των συμφερόντων του πελάτου, που δεν είναι πάντοτε σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και ηθικές αρχές του ασκούντος αυτό. Γι᾿ αυτό και ο Χρυσόστομος, τονίζοντας τις αρνητικές περιπτώσεις και πλευρές, χαρακτηρίζει το επάγγελμα «μεστόν πονηρίας και δολιότητος» και εγκαίρως διαπιστώνει ότι το δικηγορικόν επάγγελμα δεν τον ικανοποιεί και ότι αυτός δεν είχε γεννηθεί να γίνει δικηγόρος.

Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ είχε όλα τα μέσα και τις προϋποθέσεις να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη και ευρύτερη μόρφωση, να έχει δόξες και τιμές στον κόσμο, αυτός έδειξε πλήρη αποστροφή προς τα εγκόσμια. Είναι ανόητο, έλεγε, να κυνηγά κανείς σκιές, όπως είναι ο πλούτος, η δύναμη, οι ηδονές· «το γαρ σκιάς διώκειν μαινομένου εστίν».

Αρεσκόμενος στο μονήρη και ασκητικό βίο μετά το βάπτισμά του αφοσιώνεται αποκλειστικά στα θεία και γίνεται νέος άνθρωπος, όπως λέγει ο βιογράφος του Παλλάδιος. Από τότε δεν εξεστόμισε ποτέ κακόν λόγον ή κατάρα ή αστειότητα και ποτέ δεν ορκίσθηκε και δεν ψεύσθηκε. Στη μόνωση βρήκε αυτό που ζητούσε· η μόνωση προσφέρει στιγμές περισυλλογής, αυτοεξέτασης, προσευχής, που υψώνουν τον άνθρωπο στις σφαίρες του υπερφυσικού. Σύνθημα της ζωής του ήταν το θαυμάσιον λόγιον· «έ χου των πνευματικών, υπερόρα των βιοτικών». Ανάλογη είναι και η διατύπωση του Μ. Βασιλείου στην Ομιλία του «Εις το Πρόσεχε σεαυτώ»· «υ περόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου». Αλλά ο Χρυσόστομος το θέμα της ματαιότητος και παροδικότητος της παρούσης ζωής ανέπτυξε με περισσή χάρη και δύναμη στις θαυμάσιές του ομιλίες «Προς Ευτρόπιον», όπου χαρακτηριστικά τονίζει ότι πρέπει «και στους τοίχους και στα ενδύματα και στην αγορά και στις οικίες και στους δρόμους και στις θύρες και στις εισόδους και προ πάντων στη συνείδηση και καρδιά συνεχώς πρέπει να γράφωμεν και συνέχεια να μελετούμε πάντοτε το ρητό “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης”».

Τον Χρυσόστομο ενδιαφέρει κυρίως το έργο της πνευματικής ζωής και αναπτύξεως των ανθρώπων, η κυρίως μόρφωση των ψυχών, και επειδή έχει τη γνώμη ότι η θεωρία και η πράξη όχι μόνο δεν πρέπει να απέχουν μεταξύ τους αλλά να συμπίπτουν, γι᾿ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη –όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες– της απομακρύνσεως εκ του κόσμου, της μονώσεως και της ασκήσεως, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης πνευματική ολοκλήρωση και η πνευματική ελευθερία με την κυριαρχία του πνεύματος επί του σώματος.

Συνέπεια αυτών των απόψεών του ήταν η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια. Τούτο έγινε μετά τον θάνατο της προσφιλούς μητέρας του το 374. Και τούτο γιατί η μητέρα του μόλις αντελήφθη ότι ο Ιωάννης εσχεδίαζε να φύγει στην έρημο, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην κλίνη όπου τον εγέννησε και με δάκρυα στα μάτια, αλλά με την ίδια στοργή και τρυφερότητα που γνώριζε, του υπενθύμισε όλα εκείνα –και ήταν πάρα πολλά– που στερήθηκε με τη χηρεία της για χάρη του. «Τον παρακάλεσε να μην τη ρίξει τώρα με τη δική του φυγή σε δεύτερη χηρεία, εγκαταλείποντάς την, αλλά να περιμένει λίγο, γιατί το τέλος της δεν είναι μακριά». «’λλωστε, του είπε, στους νέους υπάρχει πάντα ο χρόνος και η ελπίδα να φθάσουν εκεί που θέλουν. Όταν με παραδώσεις στη γη και με θάψεις κοντά στον πατέρα σου, του είπε, τότε “κάνε μακρινές αποδημίες και ταξίδευσε σε οποιαδήποτε θάλασσα θέλεις, χωρίς κανένας να σε εμποδίσει”. Όσο καιρό όμως αναπνέω ακόμη, κάνε υπομονή και μείνε μαζί μου… Πρόσεξε, του είπε, γιατί εγώ φρόντισα να μη σου λείψει τίποτε, να είσαι απερίσπαστος από βιοτικές ανάγκες και αμέριμνος από όλα τα αναγκαία για να μπορέσεις (εσύ) να συνεχίσεις το ιερό έργο σου. Και να ξέρεις, του πρόσθεσε, κανείς δεν σε αγαπά πιο πολύ από μένα τη μητέρα που σε γέννησε… Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον γι᾿ αυτό μείνε όσο ακόμη ζω κοντά μου.. .».

Ασφαλώς τα λόγια της μητέρας νίκησαν την σκέψη και θέληση του υιού της Ιωάννη και υπερίσχυσε η αγάπη του για εκείνην. Κατόπιν τούτου ο Ιωάννης ανέβαλε –δεν ματαίωσε– τον σκοπό του μένοντας κοντά της και ζώντας ως υπάκουος υιός στο σπίτι μαζί με τη μητέρα του, στην Αντιόχεια.

Τότε ανεχώρησε στα ιερά ησυχαστήρια – ασκητήρια, που δεν ήταν πολύ μακριά έξω από την Αντιόχεια και τα οποία «ώσπερ λαμπτήρες εισίν αφ᾿ υψηλού τοις πόρρωθεν επιβαίνουσι φαίνοντες, επί λιμένος καθήμενοι και προς γαλήνην την αυτών άπαντας έλκοντας, ουκ εώντες εν σκότω διάγειν τους εκεί βλέποντας». Τότε ο Χρυσόστομος και μετά από παρότρυνση φίλων του αναφερόμενος στον μοναχικόν βίον, έγραψε τις θαυμάσιες πραγματείες περί ασκητισμού, στις οποίες ετόνιζε ότι σκοπός του είναι η τελείωση του ανθρώπου στην κατά Θεόν ζωή, η οποία δεν ήταν εύκολον και δυνατόν να επιτευχθεί μέσα στη γεμάτη από πειρασμούς και φαυλότητα κοινωνία. Σχετικά λέγει· «Θα ευχόμουν η κοινωνία να ήταν καλή για να μη χρειάζεται να τρέχουν στις ερήμους όσοι ζουν μέσα σ᾿ αυτή· και ούτε οι ασκητές που ζουν στις ερημίες να έρχονται για να ζήσουν σ᾿ αυτή».

Πρόθεσή του δεν ήταν να προτρέψει τους ανθρώπους να αποσυρθούν σωματικά από τον κόσμο, εγκαταλείποντας τις πόλεις τους, αλλά να αναμορφώσει τη ζωή της κοινωνίας, των πόλεων και των χωριών, σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου· γι᾿ αυτό, άλλωστε, και έγινε ποιμήν, διδάσκαλος και ιεροκήρυκας.

Γιατί πράγματι μέσα στην κοινωνία δεν κατόρθωσαν οι διακηρύσσοντες την κοινωνική αλλαγή με τα υλικοτεχνικά μέσα, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, να φέρουν την ευημερία των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, κοινή είναι η διαπίστωση ότι κάθε ημέρα αυξάνει η αδικία, η εκμετάλλευση και η διαφθορά, ο εκφυλισμός και η πολυτέλεια με τις ποικίλες απολαύσεις, οι συνεχείς ανταγωνισμοί, τα μίση και οι πόλεμοι. Κατά συνέπεια κανείς απ᾿ αυτούς δεν θεωρεί ότι οι θλίψεις, οι στερήσεις και ο πόνος της καθημερινής ζωής έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη ισχυρής βουλήσεως και ακεραίου χαρακτήρα. Μόνο με κόπους πολλούς, στερήσεις και επίμονες ασκήσεις μπορεί ο πιστός να γίνει κύριος των αδυναμιών του σώματός του και όχι με την εύκολη, και γεμάτη ανέσεων και απολαύσεων ζωή, λέγει ο Χρυσόστομος.

’λλωστε, ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε την άσκηση ως αυτοσκοπό και ούτε απέβλεπε με αυτήν αποκλειστικά στην ατομική τελείωση. Αντίθετα, θεωρούσε την άσκηση ως ευκαιρία κατάλληλη για την αναμόρφωση της κοινωνίας και της σωτηρίας των ανθρώπων, σε συνδυασμό με την λοιπή πνευματική ζωή.

Η ασκητική ζωή, βεβαίως, έδιδε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο για πιο άνετη επικοινωνία με τον Θεό δια της προσευχής. Ο Χρυσόστομος ήταν άνθρωπος της προσευχής και της μονώσεως· ζούσε συνεχώς προσευχόμενος. Η προσευχή είναι ρίζα συγχρόνως και τροφή της πνευματικής ζωής και αν στερήσεις, έλεγε, τον εαυτό σου της προσευχής είναι ωσάν να βγάζεις το ψάρι από το νερό και περιμένεις να ζήσει· «ώσπερ γαρ εκείνω ζωή το ύδωρ, ούτω σοι προσευχή». Είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς την προσευχή· «αμήχανον άνευ προσευχής αρετή συζήν και μετά ταύτης πορεύεσθαι τον βίον». Η πείρα και η μαρτυρία των προσευχομένων δείχνει ότι δεν υπάρχει στον κόσμο ισχυρότερο πράγμα από την προσευχή· «ουκ έστιν ουδέν ευχής δυνατώτερον, ουδ᾿ ίσον». Αυτή κάνει τους ανθρώπους «ναούς του Χριστού»· αυτή είναι το ύψιστον αγαθόν· «παντός αγαθού κεφάλαιον και σωτηρίας και ζωής αιωνίου πρόξενος». Γι᾿ αυτό και συνιστούσε στους άλλους συνεχώς να προσεύχονται· «καν εν βαλανείω ης, εύχου, καν εν οδώ καν επί κλίνης, όπου εάν ης εύχο υ». Γιατί έτσι θα αισθάνονται τους εαυτούς τους ευτυχείς και μακαρίους «επί τη του Θεού λατρεία».

Παράλληλα με τη συνεχή προσευχή η άσκηση έδιδε στον Χρυσόστομο την κατάλληλη ευκαιρία και για συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, η οποία κρατεί την ψυχή σε διαρκή επικοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ο Χρυσόστομος θεωρούσε ως αιτία όλων των κακών στην κοινωνία και καθημερινή ζωή των ανθρώπων «το μη ειδέναι τας Γραφάς». Η μελέτη της Αγίας Γραφής ήταν το καταφύγιόν του σε όλες τις δοκιμασίες της πολυτάραχης ζωής του και σ᾿ αυτήν και μόνον εύρισκε γαλήνη και ανακούφιση. Συνιστούσε στους πιστούς την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ακόμη και αν πολλές φορές δεν είναι απόλυτα κατανοητό το αληθινό νόημά της. Με την συνεχή ανάγνωση των Αγίων Γραφών ο Χρυσόστομος απέκτησε τέτοια οικειότητα με το περιεχόμενό τους και τόσο βαθειά τις κατανόησε, ώστε, κατά κοινή ομολογία, να γίνει ο επιδεξιότερος και ικανότερος ερμηνευτής τους, αφού συνέγραψε τα πολυαριθμότερα, περίπου 700 Ομιλίες, και ασύγκριτα σε κάλλος και δύναμη ερμηνευτικά υπομνήματα καθώς και άλλα έργα του.

Ο Χρυσόστομος έζησε επί εξαετία και πλέον ως ασκητής και αναχωρητής στα Μοναστήρια και ασκητήρια με συνεχή προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής και προ πάντων με στερήσεις και σκληραγωγία κοντά σε διασήμους για την εποχή του ασκητές.

Εκεί εσχεδίαζε τη δράση του ως αναμορφωτού των ψυχών, προετοίμαζε τον εαυτόν του για την μεγάλη του αποστολή στον κόσμο και ελάμβανε την απόφασή του για τους αγώνες της πνευματικής δράσεώς του στην κοινωνία. Και βεβαίως εγνώριζε καλά ότι κάθε πνευματική δράση στην κοινωνία θα αντιμετώπιζε οπωσδήποτε και την ανάλογη αντίδραση του κόσμου. Την δράση αυτή επεχείρησε με την ανάληψη του έργου που θέλησε να πραγματοποιήσει μέσα στην Εκκλησία και την κοινωνία με την χάρη και την ευλογία της.

Γι᾿ αυτό και όταν επέστρεψε στον κόσμο, στην Αντιόχεια, μετά την άσκησή του στην ερημία, χειροτονήθηκε διάκονος (381) από τον επίσκοπο της πόλεως Μελέτιον, τον οποίον και βοηθούσε στα ποιμαντορικά καθήκοντα. Ως απλός διάκονος ο Χρυσόστομος παρέμεινε για μία εξαετία και στο διάστημα αυτό επεδόθη στη συγγραφή αξιολόγων πραγματειών (όπως περί Παρθενίας κ.ά.) και στο διδακτικό έργο.

Το 386 χειροτονήθηκε ως πρεσβύτερος από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό και ως πρεσβύτερος τότε, στην πρώτη ομιλία του από άμβωνος, εκφράζει το δέος του να προσεγγίσει την Αγία Τράπεζα και, όπως λέγει, του φαίνεται απίστευτον, μειρακίσκος αυτός να ομιλεί ενώπιον του εκκλησιάσματος. Όμως το εκκλησίασμα αυτό διεπίστωνε πόσον σπουδαίον και υπέροχον ρήτορα είχε έμπροσθέν του και με βαθειά ικανοποίηση έβλεπε τα μεγάλα δείγματα των εκπληκτικών ικανοτήτων του. Ίσως όμως και ο ίδιος ο Χρυσόστομος να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το εξαιρετικό χάρισμα της ευγλωττίας με το οποίο η θεία Πρόνοια τον επροίκισε. Γιατί ήταν γεννημένος ρήτορας και από την αρχή κατεγοήτευε το ακροατήριό του με την ευφράδεια και τη δύναμη του λόγου του.

Έτσι από τότε και επί μία δωδεκαετία περίπου ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και επί άλλα έξι ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εκήρυττε συνεχώς· μερικές φορές δυο και τρεις φορές την ημέρα· «εβουλόμην, έλεγε, και εν νυκτί τούτο ποιείν και ως μυρία σχισθέντα παραγίνεσθαι υμίν και διαλέγεσθαι». Η ψυχή του ήταν κυριευμένη από το πάθος να κηρύττει τον λόγο του Θεού· προς τούτο περιήρχετο όλους τους ναούς της πόλεως. Το κήρυγμά του διεκρίνετο για την αμεσότητα και την πειστικότητά του γι᾿ αυτό και ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο να επιδράσει στα άτομα και στην κοινωνία. Από τα κηρύγματά του αυτά και τις εκφωνηθείσες ομιλίες του προέρχονται τα ογκώδη και πολυάριθμα ερμηνευτικά έργα του στα βιβλία της Αγίας Γραφής.

Ο Χρυσόστομος είχε την εσωτερική πεποίθηση ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι λειτουργοί και όργανα του Χριστού επί της γης. Ειδικότερα για την αποστολή του κληρικού θαυμάσια είναι τα όσα αναφέρει στο υπέροχο έργο του «Περί Ιερωσύνης».

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια συγκλονιστικά γεγονότα συνετάραξαν την πόλη. Εξεγέρθηκαν Αντιοχείς εναντίον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β´, εξ αιτίας της επιβολής σκληρών φόρων και προέβησαν σε βιοπραγίες εναντίον των αρχών. Μάλιστα έσπασαν τους ανδριάντας – αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογενείας του (του αδελφού του, της συζύγου του Φλακίλλης και των δύο τέκνων του). Η είδηση της καταστροφής τους έφθασε αμέσως στον αυτοκράτορα, ο οποίος αισθάνθηκε προσβεβλημένος και εξοργίσθηκε τόσο πολύ για την ανόσια πράξη, ώστε αποφάσισε να κατεδαφίσει τελείως την πόλη και να εξολοθρεύσει τους κατοίκους της. Έτσι άρχισαν τις συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι Αντιοχείς πανικοβλήθηκαν και, έντρομοι και απελπισμένοι, πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στα βουνά και στις ερημίες, όπου ατυχώς βρήκαν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι κατέφυγαν στους ναούς (Η πόλη σχεδόν ερημώθηκε).

Τότε ήλθε η ώρα του Χρυσοστόμου, η ώρα της Εκκλησίας, η οποία έχει το μοναδικό προνόμιο, όταν στις δυσκολότερες στιγμές της Ιστορίας οι άλλοι –οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι ή μη– σιωπούν ή καιροσκοπούν, αυτή, δια των εκπροσώπων της να διακηρύττει την αλήθεια και μόνο, να βρίσκεται κοντά στο λαό της, να τον παρηγορεί και να του δίνει ελπίδα.

Στην απελπιστική κατάσταση και απόγνωση των κατοίκων της Αντιοχείας εμφανίσθηκε ο Χρυσόστομος, ο οποίος εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «εις Ανδριάντας» καθ᾿ όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Με αυτούς προσπάθησε, επωφελούμενος της ψυχικής καταστάσεως των κατοίκων, –και τελικά επέτυχε– να εμψυχώσει τους εναπομείναντας πανικόβλητους Αντιοχείς και να τους δώσει ελπίδα, αρχίζοντας τους λόγους του με τη φράση· «Τι είπω και τι λαλήσω; δακρύων ο παρών καιρός, ουχί ρημάτων, θρήνων ουχί λόγων, ευχής ου δημηγορίας. Τις ημίν εβάσκανεν, αγαπητοί; τις ημίν εφθόνησεν; πόθεν η τοσαύτη γέγονε μεταβολή; Ουδέν της πόλεως της ημετέρας σεμνύτερον ην, ουδέν γέγονε ελεεινότερον νυν… ουδέν της πόλεως της ημετέρας πρότερον μακαριώτερον ην, ουδέν ατερπέστερον γέγονε νυν.

Χωρίς πολέμου φυγή, χωρίς μάχης επανάστασις… Σιγή πανταχού φρίκης γέμουσα και ερημία· οι βουνοί λάβετε κοπετόν και τα όρη θρήνον… ου γαρ εστιν ο υβρισθείς ομότιμόν τινα έχων επί της γης· βασιλεύς γαρ εστι, κορυφή και κεφαλή των επί γης ανθρώπων απάντων. Δια τούτο δη προς τον άνω καταφεύγομεν βασιλέα· εκείνον καλέσωμεν εις βοήθειαν…». Με αυτά τα λόγια και με άλλα παρόμοια συνιστούσε την μετάνοια και επιστροφή των Αντιοχέων, οι οποίοι, πράγματι, μεταμελημένοι τώρα, δέχθηκαν το κήρυγμα της μετανοίας και μεταβλήθηκαν· «ο ακόλαστος σώφρων εγένετο, ο θρασύς επιεικέστερος, ο ράθυμος σπουδαίος, οι μηδέποτε εκκλησίαν ιδόντες, αλλ᾿ εις θεάτροις προσεδρεύοντες, εις εκκλησίαν διημερεύουσι νυν».

Παράλληλα ο Χρυσόστομος επενέβη στις Αρχές και με το προσωπικό του κύρος και τους πειστικούς του λόγους επέτυχε να σταματήσουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των πολιτών και να μην πραγματοποιηθούν οι θανατικές καταδίκες των συλληφθέντων. Ενώ ο επίσκοπος Φλαβιανός, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες (που οφείλονταν στις καιρικές συνθήκες λόγω του χειμώνος, τα προβλήματα της υγείας του λόγω γήρατος και των οικείων του, η αδελφή του ήταν ετοιμοθάνατη, καθώς και των εορτών του Πάσχα, που επέβαλαν να βρίσκεται κοντά στο ποίμνιό του) μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί με την πραότητα που τον διέκρινε και με επίμονες προσπάθειες κατόρθωσε να εξευμενίσει τον Αυτοκράτορα και το διάβημά του να επιτύχει. Και ο Χρυσόστομος έλεγε· «Ο Βασιλεύς είναι φιλάνθρωπος, ο Επίσκοπος επιβλητικός, αλλά προ πάντων ο Θεός φιλεύσπλαγχνος».

Η ευχάριστη είδηση έφθασε γρήγορα στους Αντιοχείς και στο άκουσμά της ο λαός πανηγύριζε με απερίγραπτη χαρά ώστε ο Χρυσόστομος σε σχετική ομιλία του να λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, ο την ιεράν ταύτην εορτήν μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής καταξιώσας ημάς επιτελέσαι σήμερον και την κεφαλήν αποδούς τω σώματι και τον ποιμένα τοις προβάτοις…». Έτσι ετελείωσε η μεγάλη εκείνη δοκιμασία των Αντιοχέων κατά την οποία ο Χρυσόστομος κατάφερε στις δύσκολες εκείνες στιγμές όχι μόνο να τους παρηγορήσει, να ζωντανέψει την πίστη τους στο Χριστό αλλά και να τους αναμορφώσει σε αληθινούς χριστιανούς. Η δράση του έσωσε την πόλη από βέβαιη καταστροφή· και όπως έλεγε πολύ εύστοχα· «αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον». Φαίνεται όμως ότι η μεταστροφή μερικών δεν ήταν μόνιμη αλλά προσωρινή, και κράτησε τόσο όσο διαρκούσε ο κίνδυνος για την πόλη και τους κατοίκους της, γιατί ο Χρυσόστομος στη συνέχεια εκφράζει την βαθειά του λύπη θεωρώντας ότι μάταια και άσκοπα ήταν τα κηρύγματά του. Ήθελε, αν ήταν δυνατόν, όλοι να γίνουν άγιοι, εκλεκτοί του Θεού στον κόσμο.

Για τον Χρυσόστομο η σωτηρία της ψυχής των χριστιανών ήταν το πολυτιμότερο πράγμα και έδειξε το μεγαλείο της ανδρειωμένης ψυχής του για τους κατοίκους της Αντιοχείας και σε άλλες δύσκολες ανθρώπινες στιγμές. Τέτοιες ήταν συχνά εχθρικές επιδρομές, προβλήματα πείνας (να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας τότε έτρεφε περισσότερους από 3.000 αναξιοπαθούντες, χήρες, ορφανά, ασθενείς, φυλακισμένους, ηλικιωμένους, ξένους κ.λπ.), αλλά και σεισμών που προκάλεσαν με τις πολλές καταστροφές μεγάλη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους. Και στις περιπτώσεις αυτές ο Χρυσόστομος βρέθηκε –όπως άρμοζε σε Ιεράρχη, πνευματικό ποιμένα– και πάλι κοντά στο λαό· του παραστάθηκε και του πρόσφερε παρηγορία και ελπίδα. Σε κάποια σχετική ομιλία του λέγει· «είδατε Θεού δύναμη, είδατε Θεού φιλανθρωπία; Με τη δύναμή του έσεισε την οικουμένη και με την φιλανθρωπία του πάλι την εστερέωσε… Μα ενώ ο σεισμός πέρασε, ο φόβος μένει. Και ενώ εκείνος ο σάλος έφυγε, η ευλάβεια ας μη φύγει. Κάναμε λιτανείες τρεις ημέρες. Μα ας μη σταματήσουμε τη σπουδή για προσευχή. Γι᾿ αυτό έγινε ο σεισμός. Για τη ραθυμία μας. Εραθυμήσατε και ήλθε ο σεισμός…».

Ο ιερός πατήρ αντιμετώπισε με την ίδια επιτυχία και τους εχθρούς της πίστεως, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, διαφωτίζοντας το ποίμνιο για το οποίο έτρεφε απεριόριστη και έμπρακτη αγάπη.

Η φήμη του φλογερού αυτού πρεσβυτέρου, του Ιωάννου, είχε γίνει γνωστή όχι μόνο στην περιοχή της Αντιόχειας αλλά και σ᾿ όλα τα μέρη της Ανατολής και Δύσεως, παντού, σ᾿ όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Έτσι έφθασε και στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη και όταν απέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, ο λαός, αναγνωρίζοντας τις πασίγνωστες ικανότητες και το αδαμάντινον ήθος του, απέβλεψε προς αυτόν «τον επιστήμονα της ιερωσύνης», όπως λέγει ο βιογράφος του. Αλλ᾿ επειδή εγνώριζαν ότι ο Χρυσόστομος δεν θα εδέχετο να ανέλθει στον κενό πατριαρχικό θρόνο και θα απεποιείτο το αξίωμα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα τέχνασμα με το οποίο πείσθηκε ο Χρυσόστομος να οδηγηθεί έξω της πόλεως, απ᾿ όπου απήχθηκε, χωρίς ούτε ο ίδιος ούτε ο λαός να γνωρίζει πού θα οδηγείτο.

Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Η εμφάνιση της Παναγίας, η θαυματουργική του ίαση και περί ασθενείας

Ο Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος Έπρεπε λοιπόν να παλεύη ο Πρόχορος [πρόκειται για το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Σεραφείμ ...