Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Η Εορτή της Αγίας Σκέπης και η μετάθεση της την 28η Οκτωβρίου

Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου

(†) Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος Τράμπας

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Σε όλον τον Ορθόδοξο κόσμο είναι γνωστή η Εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία βασικά τελείται την 1ην Οκτωβρίου. (Με απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος συνδέθηκε με την εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου, για τη θαυμαστή προστασία του Έθνους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως γνωστόν, δέ, με το παλαιό Ημερολόγιο εορτάζεται την 14η Οκτωβρίου).

Και μόνον οι δύο αυτές λέξεις «Αγία Σκέπη», φέρουν στη μνήμη μας αναρίθμητα θαυμαστά γεγονότα, που καταδεικνύουν τη μητρική αγάπη της Παναγίας Μητέρας μας, τη σκέπη και προστασία που μας προσφέρει σε καιρούς κινδύνων, και την ακαταμάχητη βοήθειά Της στις δυσκολίες της ζωής μας.

Αλλά, πώς καθιερώθηκε αυτή η εορτή την 1η Οκτωβρίου; Είναι πολύ εντυπωσιακό το ιστορικό γεγονός που την καθιέρωσε.

Στη νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένα παρεκκλήσιο, όπου φυλασσόταν σε ασημένια λειψανοθήκη η εσθήτα της Θεοτόκου. Στις αρχές του 10ου αιώνα, ένα βράδυ που γινόταν ολονυκτία στον Ναό των Βλαχερνών, πήγε και ο Άγιος Ανδρέας να συμμετάσχει στην ολονύκτια Αγρυπνία. Ο Άγιος Ανδρέας είναι γνωστός ως «διά Χριστόν σαλός»διότι, για να κρύβει την αγιότητά του από τους ανθρώπους προσποιούταν τον χαζό. Στον ναό των Βλαχερνών τη νύκτα εκείνη, τον συνόδευε ο νεαρός Επιφάνιος, ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Περί τα μεσάνυχτα, ξαφνικά, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας την Υπεραγία Θεοτόκο στον αέρα να μπαίνει από την κεντρική πύλη του Ναού και να προχωρεί προς το Άγιο Βήμα. Φαινόταν πολύ υψηλή και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγγέλων και αγίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο τίμιος Πρόδρομος και ο θεολόγος Ιωάννης, που παράστεκαν δεξιά κι αριστερά τη Θεοτόκο. Από τους λευκοφόρους, άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.

Όταν η Παναγία με τη συνοδεία Της πλησίασε στον άμβωνα, που ήταν στο κέντρο του Ναού, είπε ο όσιος Ανδρέας στον συνοδό του Επιφάνιο:

-Βλέπειςτην Παναγία Μητέρα και Δέσποινα του κόσμου;

-Ναι, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.

Η Θεοτόκος εν τω μεταξύ είχε γονατίσει και προσευχόταν για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό της για τη σωτηρία του κόσμου και έρραινε με δάκρυα το άγιο πρόσωπό της. Μετά τη δέηση μπήκε στο Άγιο Βήμα, όπου προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν.

Όταν η Παναγία ολοκλήρωσε τη δέησή της, έβγαλε από την κεφαλή Της το αστραφτερό της μαφόριο (το κόκκινο ένδυμα που βλέπουμε στις εικόνες της Θεοτόκου να καλύπτει την κεφαλή και το σώμα) με μια σεμνή κίνηση, και καθώς ήταν μεγάλο, το άπλωσε σαν Σκέπη με τα πανάγια χέρια της επάνω στο εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπαν κι οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει δόξα θεϊκή σαν ήλεκτρο. Όσο φαινόταν εκεί η Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν και το μαφόριο να ακτινοβολεί. Όταν η Παναγία άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε και η Εσθήτα να συστέλλεται λίγο-λίγο και να χάνεται.

Αυτό το γεγονός, αλλά και τα θαύματα που σχετίζονται με την ιερά Εσθήτα της Θεοτόκου, έγιναν αφορμή να καθιερωθεί η εορτή της Αγίας Σκέπης, ήτοι της Προστασίας, που παρέχει η Παναγία σε όσους με πίστη επικαλούνται τη χάρη Της.

Αναρίθμητα είναι τα θαύματα της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου. Αναφέρεται ότι όταν κάποτε είχε περικυκλωθεί η Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα με εχθρικά πλοία, ο Πατριάρχης πήρε από τον Ναό των Βλαχερνών την ιερά εσθήτα της Παναγίας την βούτηξε στα νερά και αμέσως ξεσηκώθηκε μεγάλη τρικυμία με αποτέλεσμα πολλά πλοία του εχθρού να βουλιάξουν και όσα απέμειναν να φύγουν σε κατάσταση πανικού.

Στα νεώτερα χρόνια, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές φορές οι Έλληνες στρατιώτες έβλεπαν πάνω από τα χαρακώματα την μορφή της Παναγίας, να τους προστατεύει από τις βόμβες του εχθρού.

Αλλά πόσες φορές και καθένας από μας δεν είδε την σκέπη της Παναγίας μας να προστατεύει από ποικίλους κινδύνους και ανάγκες είτε δικούς μας ανθρώπους, είτε κι εμάς τους ιδίους!

Γι’ αυτό με εμπιστοσύνη οι χριστιανοί, σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε πόνο μας, σε κάθε ανάγκη μας καταφεύγουμε στην Σκέπη της Παναγίας μας. Στη στοργική Μητέρα μας. Και στην Εορτή Της, γεμάτοι ευγνωμοσύνη σπεύδουμε στους ναούς να Την ευχαριστήσουμε, όπως μας προτρέπει ο υμνωδός: 

Ἐλᾶτε νά τιμήσουμε πανευλαβῶς τήν Σκέπην τήν ἱεράν τῆς τοῦ Κυρίου Μητρός, τήν τούς πιστούς προστατεύουσαν ἀσφαλῶς, καί τῶν δεινῶν καί θλίψεων ρύουσαν ἡμᾶς μητρικῶς.

Και να ικετεύσουμε την Παναγία μας με τα λόγια του υμνωδού:

Σκέπασον ἡμᾶς Παντάνασσα Δέσποινα, μέ τήν Χάριν τῆς Σκέπης Σου τήν κραταιάν, καί σῶσον ἐκ κινδύνων καί θλιβερῶν περιστάσεων, τούς Σέ τιμώντας εὐλαβῶς.

Είθε η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας να σκέπει, να φρουρεί και να διαφυλάττει όλους μας και να χαρίζει ειρήνη στον κόσμο. Αμήν.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Νέστορος Αγίου και Μάρτυρος Επισκίασις

Ο Αγ. Μεγαλομάρτυς Νέστωρ

Αρχιμ. Δημήτριος Καββαδίας

Ο Καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού Νέστωρ μας είναι γνωστός από τον βίο του Αγίου Δημητρίου. Τόπος καταγωγής του Αγίου Νέστορος ήταν η Θεσσαλονίκη. Η ηλικία κατά την οποία παρουσιάζεται είναι η νεανική και μάλιστα κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «όταν αρχίζουν να φυτρώνωσιν οι τρίχες των γενείων», ενώ ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης αναφέρει «έως είκοσι χρόνων».

Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά λέγει «νέος αγένειος» και ο Φώτης Κόντογλου «νέος μυστακίζων και αρχιγένειος». Ο διδάσκαλος του Ευαγγελίου Μιχαήλ Ι. Γαλανός προσδιορίζει την μορφή του ως περικαλλή: «Έκυψε λοιπόν την ξανθή και περικαλλή κεφαλήν του και παρέδωκε την πνοήν του υπό το πλήγμα του ξίφους, δια ν΄αναβή έτι περικαλλέστερος, ενώπιον του αρχηγού της ζωής, πηγής του αθανάτου κάλλους». Οι μελετητές λοιπόν του βίου του προσδιορίζουν την ηλικία και την μορφή του γεγονός που συνδέεται άμεσα με την ιστόρηση της εικόνας του αφού η αγιολογία και η αγιογραφία περί του προσώπου του συμπίπτουν.

Για την ιδιότητά του αναφέρεται ότι ήταν «τις εκ του δήμου», δηλαδή πολίτης. Ο Θεόδωρος ο Μετοχίτης επισημαίνει ότι ήταν «άριστος οπλίτης Χριστού» και ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Πλωτίνος σώζει την μαρτυρία ότι ο Άγιος Νέστωρ χαρακτηρίζεται «αήττητος του Χριστού στρατιώτης».

Εκ της παιδικής του ηλικίας ασπάστηκε τον χριστιανισμό και τον καταρτισμό του στην πίστη και την πνευματική ζωή, ώφειλε εξ΄ ολοκλήρου στον Άγιο Δημήτριο.

Κατά τις αρχές του 4ου μ.Χ. αι. αυτοκράτωρ της Ρώμης ήταν ο Γαλέριος Μαξιμιανός, γαμβρός του Διοκλητιανού. Ήταν επίσης κύριος υποκινητής του διωγμού εναντίον των χριστιανών και της Εκκλησίας που ξέσπασε κατά το 303 μ.Χ. Στην Βαλκανική χερσόνησο οι στρατιώτες προέβαιναν σε ωμότητες εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού με αυτοκρατορική εντολή. Τότε συνέλαβαν και τον Άγιο Δημήτριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε ενεργά στις χριστιανικές συγκεντρώσεις της Θεσσαλονίκης.

Ο Άγιος Δημήτριος υπήρξε γόνος ευγενούς οικογένειας της ιστορικής πόλεως. Κατετάχθη ενωρίς στον ρωμαϊκό στρατό και ανεδείχθη ως γενναίος και τίμιος αξιωματούχος του αυτοκράτορος και συν τω χρόνω έλαβε τον τίτλο του Μεγάλου Δουκός. Ήταν χριστιανός με φλογερή πίστη και ζήλο ιεραποστολικό, ασκώντας μεγάλη επιρροή στους χριστιανούς και ειδικώς στους νέους της πόλεως, τους οποίους κατηχούσε, εβάπτιζε, νουθετούσε και καλλιεργούσε πνευματικά. Η δημόσια ομολογία της πίστεως του τον έφερε στην φυλακή.

 Όταν ο Μαξιμιανός επισκέφθηκε την πόλη, παρουσίασε με προκλητικό τρόπο τον φοβερό μονομάχο Λυαίο σε τελετή μετά την τέλεση ιπποδρομίας στο στάδιο της Θεσσαλονίκης. Με θάρρος και τόλμη περισσή ο νεαρός Νέστωρ προσήλθε «είς το παρά το στάδιον βαλανείον όπου εκρατείτο ο Άγιος Δημήτριος» και ζήτησε την ευλογία του και την ενίσχυσή του.

Ο Άγιος Δημήτριος τον ευλόγησε και τον βεβαίωσε ότι «και Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Θωρακισμένος με την ευλογία του πνευματικού του καθοδηγητή έσπευσε χαρούμενος στο στάδιο της Θεσσαλονίκης. Και αφού έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και επικαλέστηκε την εξ΄ ύψους δύναμη δι΄ ευχών του πνευματικού του αλείπτη λέγοντας «ο Θεός Δημητρίου βοήθει μοι», κατέβαλε και φόνευσε με το μικρό ξιφίδιό του τον γιγαντόσωμο ειδωλολάτρη Λυαίο. Και όπως λένε χαρακτηριστικά τα διάφορα αγιολογικά κείμενα το ξιφίδιο «διεπέρασε» και την καρδιά του Μαξιμιανού αφού η νίκη αυτή του νεαρού Νέστορος εταπείνωσε τον αυτοκράτορα ενώπιον των διωκομένων χριστιανών. Οργισμένος ο Μαξιμιανός απέδωσε την πράξη του Νέστορος σε μαγική δύναμη και τον κάλεσε σε απολογία για να αποδείξει την σατανική του τέχνη ή να υποδείξει τους συνεργούς του.

Ο Νέστωρ με αμείωτο θάρρος υποστήριξε ότι «ο Θεός Δημητρίου, ο Θεός των χριστιανών, αυτός απέστειλεν τον άγγελον αυτού, απέκτεινεν εν τη χειρί μου τον αλάστορα και υπερήφανον». Έτσι ο ταπεινωμένος αυτοκράτορας διέταξε την εκτέλεση των δύο Αγίων για άσκηση λατρείας μη ανεκτής από την έννομη τάξη και την κατηγορία «ότι εισίν χριστιανοί». Χωρίς δεύτερη σκέψη «τον μεν Άγιον Δημήτριο απέκτεινεν, είτα δε τον Άγιον Νέστορα απεκεφάλισεν». Ο Άγιος Δημήτριος είχε φυλακισθεί «παρά το στάδιον δημοσίου γητνιόντος βαλανίου περί τας των εκείσε καμίνων φρουρίσθαι καμάρας». Ομάδα στρατιωτών εισήλθε στην υγρή φυλακή και τον θανάτωσε με λογχισμό. Όταν ο Άγιος είδε τους στρατιώτες σήκωσε γενναία το δεξιό του χέρι υποδεικνύοντας την δεξιά του πλευρά, λέγοτνας: «στην δεξιά πλευρά, εκεί όπου ελογχεύθη ο Χριστός ο Σωτήρ μου».

Περιχαρής ο αιμοδιψής αυτοκράτωρ διέταξε «τον Νέστορα ως χριστιανόν απενεχθήναι εν τοις δυτικοίς της πόλεως, εν τη επονομαζομένη χρυσέα πύλη». Η αποτρόπαια εντολή του εκτελέσθηκε «τω ιδίω ξίφει» με το οποίο φονεύθηκε ο Λυαίος.  Δήμιος ήταν ο προτίκτορος Μηνουκιανός.

Τα της κηδείας των δύο Αγίων ανέλαβε ο νεαρός Λούπος, τέκνο και αυτός πνευματικό του Αγίου Δημητρίου ο οποίος με τον αιματοβαμμένο μανδύα και το δακτυλίδι του Αγίου Δημητρίου σταύρωνε τους χριστιανούς και τους θεράπευε. Λίγο αργότερα όμως και αυτός με μαρτυρικό θάνατο τους ακολούθησε στην Βασιλεία των ουρανών. Η μνήμη του Αγίου Δημητρίου τελείται στις 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Νέστορος στις 27 Οκτωβρίου και του Αγίου Λούπου στις 23 Αυγούστου.

Προς τιμήν του Αγίου Νέστορος ανηγέρθη Ιερός Ναός νοτίως της Βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου και Ολύμπου όπου μετά την κατάληψη της πόλεως από τους Τούρκους ανηγέρθη το Fethiye Cami.

Ο αρχαιότερος γνωστός κανόνας στον Άγιο Νέστορα συνετέθη από τον οξυγράφο κάλαμο του Ιωσήφ του Υμνογράφου και φέρει την ακροστιχίδα: «Τιμώ σε πιστώς μάρτυς ηγλαϊσμένε, Ιωσήφ». Συμπλήρωση της ακολουθίας του βρίσκουμε στην Βιβλιοθήκη του Κυριακού της Σκήτης της Αγίας Τριάδας Καυσοκαλυβίων (Κώδ.159). Κατά τα νεότερα χρόνια Ακολουθία, Παρακλητικό κανόνα κ.τ.λ συνέθεσαν οι Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Γερόντισσα Ισιδώρα Αγιεροθεΐτισσα και διάφορα υμνογραφήματα οι Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Αεράκης και Συγκλητική Μοναχή Χρυσοκαστρίτισσα.

Ναοί και παρεκκλήσια του Αγίου Νέστορος ευρίσκονται: Πλησίον του Καυταντζογλείου σταδίου στην οδό Αγίου Δημητρίου 159 στην Θεσσαλονίκη, στον δεύτερο όροφο της Χριστιανικής Καταφυγής Θεσσαλονίκης, στο χωριό Σχοινιάς Βεροίας, στο Κοκκινοχώρι Ελευθερουπόλεως, στο Μελίσσι Κορινθίας, στην Ιερά Μονή Αγίου Προκοπίου Πύλης Τρικάλων.

Λείψανα του Αγίου Νέστορος προσκυνούμε στις Αγιορείτικες Μονές Ζωγράφου, Ιβήρων, Γρηγορίου, στην Μετεωρική Μονή Αγίων Πάντων Βαρλαάμ, στην Γυναικεία Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος Χρυσοκάστρου Ελευθερουπόλεως, στην Ιερά Μονή Αιμυαλών Δημητσάνης και στον περικαλλή Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Η Αγία του μορφή ιστορείται σε πολλούς παλαιούς Ναούς και Μονές, αγιορείτικες και μη. Επίσης και τοιχογραφίες της μεταβυζαντινής περιόδου βρίσκονται σε ιστορικές Μονές της Ρουμανίας όπου παρουσιάζεται σε περίοπτη θέση πλάι στον Άγιο Δημήτριο όρθιος με στρατιωτική περιβολή.

Τέλος στις Ιερές Μητροπόλεις Ιεραπύτνης και Σητείας καθώς και Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου τελούνται κατ΄ έτος «Νεστόρεια», με εκδηλώσεις προς τιμήν του Αγίου Νέστορος ως προστάτου της νεότητος και του αθλήματος.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης: Ο συγκλονιστικός βίος και το μαρτύριο του

Ο Άγ. Δημήτριος ο Μυροβλήτης

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη κατά τους χρόνους της βασιλείας του μεγάλου διώκτου των Χριστιανών Διοκλητιανού και Μαξιμιανού Ερκούλιου (284-305 μ.Χ). Καίσαρας της Μακεδονίας τοποθετήθηκε ο Μαξιμιανός Γαλέριος, ο οποίος εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των Χριστιανών.

Ο Άγιος Δημήτριος ήταν εκλεκτό μέλος της εκκλησίας των Θεσσαλονικέων και προερχόταν από ευσεβείς και επιφανείς γονείς. Είχε δε προικισθεί από τον θεό με πολλά αγαθά και με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. Η φήμη του έφθασε μέχρι το βασιλιά Γαλέριο, ο οποίος εκτιμώντας τις αρετές του τον έκανε μέλος της Συγκλήτου της πόλεως και τον διόρισε στρατηγό όλης της Θεσσαλίας και ανθύπατο και αφέντη όλης της Ελλάδας.

Ο Άγιος Δημήτριος, ως χριστιανός, κατηχούσε και δίδασκε με ιεραποστολικό ζήλο και με τη φωτεινή παρουσία του τους Θεσσαλονικείς, που τους κατέκλυσε η ειδωλολατρία, οδηγώντας τους προς τον Χριστό και την αλήθεια Του. Όταν πληροφορήθηκε ο Μαξιμιανός τη δραστηριότητα αυτή του Αγίου, διέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του. Ο Άγιος ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό με συνέπεια να τον οδηγήσουν στη φυλακή, σ ‘ένα παλαιό δημόσιο λουτρό δίπλα στο στάδιο, όπου υπέστη πολλές κακουχίες και βασανιστήρια.

Κατά τη διάρκεια αγωνισμάτων στο στάδιο, που διοργάνωναν οι βασιλείς για να διασκεδάζουν με τις θυσίες στα είδωλα, τις αιματοχυσίες και τους φόνους των ανθρώπων, ένας μαθητής του Αγίου Δημητρίου, ο Νέστορας, θέλοντας να δείξει τη δύναμη του αληθινού θεού πήγε στο λουτρό που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος, πήρε την ευλογία και την ευχή του Αγίου, βγήκε στο στάδιο και με την επίκληση «Θεέ Δημητρίου βοήθει μοι!» νίκησε τον γιγαντόσωμο και ανίκητο Λυαίο

Το γεγονός αυτό προκάλεσε οργή στο βασιλιά, ο οποίος πρόσταξε τους στρατιώτες να πάνε εκεί που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος και να τον φονεύσουν. Οι στρατιώτες τον ελόγχευσαν σε όλο του το σώμα μέχρι θανάτου. Κάποιοι ευλαβείς Χριστιανοί ήλθαν κρυφά στο λουτρό εκείνο και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος στο οποίο μαρτύρησε. Αργότερα στο σημείο αυτό κτίσθηκε ναΐσκος ο οποίος περιλαμβάνει και τον ιαματοφόρο τάφο του Αγίου.

Ο μαθητής του Αγίου Λούπος, με το δαχτυλίδι και τον μανδύα που πήρε από τον Άγιο κατά την ώρα του μαρτυρίου, ενεργούσε θαύματα πολλά, ώσπου στο τέλος, όταν το έμαθε ο βασιλιάς, τον αποκεφάλισαν και αυτόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ετελειώθη ο Πανένδοξος Μεγαλομάρτυς, ο Πολιούχος, το μέγα της οικουμένης θαύμα, της Εκκλησίας το ωράισμα, ο πολύς τα πάντα, και θαυματουργός και Μυροβλύτης Άγιος Δημήτριος.

Ένα από τα γνωστότερα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, από το οποίο είναι εμπνευσμένη και η εικόνα του ως καβαλάρη πάνω σε κόκκινο άλογο, έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1207 έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωαννίτζης που οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Σκυλογιάννη, φονεύτηκε κατά την παράδοση από τον Άγιο Δημήτριο, όταν εκείνος πολιορκούσε την Θεσσαλονίκη. Στο πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου η Θεσσαλονίκη βλέπει πάντοτε τον προστάτη της, το στήριγμά της. (Η απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους το 1912 συνέπεσε με την ημέρα της γιορτής του αγίου μας).

Δίκαια ο Άγιος Δημήτριος αποκαλείται από τον υμνωδό της Εκκλησίας « ὁ μέγας φρουρός τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ρύστης ἐν τοῖς κινδύνοις ὁ ἐξαίρετος, πρόμαχος ὁ κράτιστος» (Κανών δεύτερος). Σ’ έναν άλλο Κανόνα, που συνέθεσε ο Συμεών Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Δημήτριος φέρεται να λέει στην προστατευόμενή του πατρίδα Θεσσαλονίκη: «…μη φοβοῦ οὖν πατρίς μου, ἐμέ κατέχουσα∙ τους ἐχθρούς σου γάρ πάντας πατάξω ἐν Χριστῷ και φυλάξω σε τήν τιμῶσάν με».

Δίκαια παρατηρήθηκε, πως από όλες τις εικόνες του Αγίου Δημητρίου, η εικόνα του εφίππου άγιου αγαπήθηκε περισσότερο, γιατί ενσαρκώνει τα ελληνικά ιδεώδη της παλληκαριάς και της λεβεντιάς. Στη συνείδηση των πιστών ο Άγιος Δημήτριος δεν είναι μόνο, κατά τον υμνωδό, «κρηπίς ἀκατάβλητος καί θεμέλιος ἄρρηκτος καί πολιοῦχος, οἰκιστής καί ὑπέρμαχος» της πόλεως της Θεσσαλονίκης και «ἐν πολλοῖς καί πολλάκις κινδύνοις χαλεποῖς τῶν Θεσσαλονικέων προϊστάμενος», αλλά και ο μέγας υπέρμαχος της οικουμένης.

Για τούτο ψάλλει η Εκκλησία μας: «Μέγαν εὕρατο ἐν τοῖς κινδύνοις, σε ὑπέρμαχον ἡ οἰκουμένη, ἀθλοφόρε τά ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τήν δύναμιν, ἐν τῷ σταδίω θαρρύνας τόν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος» (Απολυτίκιο του αγίου).

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ο Άγιος Ιερομάρτυς & Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος

Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος

Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δορμπαράκης

Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Πρώτος έγραψε και τη θεία Λειτουργία, καθώς τη διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο. Αυτήν τη λειτουργία έπειτα την έκανε  συντομότερη ο Μέγας Βασίλειος, και μετά από αυτόν ο θείος Χρυσόστομος, λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων. Επειδή εποίμενε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και με τη διδασκαλία του έκανε πολλούς από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες να πιστεύουν στον Κύριο, εκίνησε σε οργή του Ιουδαίους. Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον έριξαν από το άκρο του Ιερού και έτσι τον σκότωσαν. Περί του ότι λέγεται αδελφόθεος, υπάρχει αυτός ο λόγος από την παράδοση. Όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ μοίραζε τη γη που είχε στα παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και ήθελε να δώσει μερίδιο και στον Υιό και Θεό εκ της αγίας Παρθένου, οι μεν άλλοι από τα θεωρούμενα αδέλφια του δεν δέχτηκαν, ο δε Ιάκωβος τον έλαβε στη μερίδα του συγκληρονόμο. Γι’  αυτό κλήθηκε όχι μόνον αδελφόθεος, αλλά και Δίκαιος».

Δεν είναι πολύς καιρός που τονίσαμε ότι η μνήμη ενός αγίου αποστόλου, μαθητή του Κυρίου, αποτελεί ένα ξεχωριστό γεγονός στην Εκκλησία, διότι οι απόστολοι υπήρξαν οι αυτόπτες μάρτυρες Εκείνου, εκείνοι που Τον άκουσαν από πολύ κοντά, Τον είδαν, Τον παρατήρησαν προσεκτικά, Τον ψηλάφησαν, ανέπνευσαν την παρουσία Του. Σ’  αυτούς ο Κύριος ανέθεσε το έργο του κηρύγματος του ευαγγελίου Του σ’ όλον τον κόσμο, σ’  αυτούς έδωσε την εξουσία «του αφιέναι τας αμαρτίας των ανθρώπων», σ’ αυτούς έδωσε το δώρο της Πεντηκοστής: τη φλόγα του αγίου Πνεύματος. Γι’  αυτό και οι απόστολοι αποτελούν τα θεμέλια της Εκκλησίας, η οποία ευλόγως χαρακτηρίζεται αποστολική. Αν λοιπόν ένας απόστολος είναι τόσο ξεχωριστός, το ίδιο και περισσότερο είναι ο απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος επονομαζόμενος, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι υπήρξε ένας από τα θεωρούμενα αδέλφια του Κυρίου, άρα από εκείνους που όχι απλώς Τον συναναστράφηκαν για τρία χρόνια, αλλά για τριάντα και περισσότερο χρόνια: μεγάλωσαν μαζί στην ίδια οικογένεια, προσφωνούσαν «πατέρα» όλοι μαζί τον Ιωσήφ, έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι, κοιμούνταν στον ίδιο χώρο, εργάζονταν μαζί στο εργαστήριο του Ιωσήφ, ζούσαν τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της όλης οικογένειας, όπως για παράδειγμα το φοβερό γεγονός της φυγής τους στην Αίγυπτο. Η ζωή του αγίου Ιακώβου ήταν ζυμωμένη με τη ζωή του Κυρίου ως ανθρώπου. Εκτός από την Παναγία και τον θεωρούμενο πατέρα Του Ιωσήφ, ποιος άλλος θα μπορούσε να θεωρηθεί κοντινότερός Του;

Και ναι μεν στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου υπήρξε αμφισβήτησή Του από τους δικούς Του, συνεπώς και από τον Ιάκωβο,  στη συνέχεια όμως μπροστά στο θάμβος της θεϊκής Του υποστάσεως, της διδασκαλίας και των θαυμάτων Του, Τον πίστεψαν, Τον αποδέχτηκαν, Τον ακολούθησαν, μέχρι σημείου ο άγιος Ιάκωβος μάλιστα να δώσει και τη ζωή του υπέρ Αυτού. Έτσι ο αδελφόθεος Ιάκωβος υπήρξε και ο αδελφός που είχε ζήσει τον Ιησού από πλευράς ανθρώπινης  κατά πάντα, αλλά και ο  μαθητής, που μυήθηκε από Εκείνον σε όλα τα μυστήρια, απολαμβάνοντας γι’ αυτό την τιμή και τον σεβασμό και των ίδιων των μαθητών του Κυρίου, πράγματα που επισημαίνει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του, όχι μία φορά: «Της κατά σάρκα Κυρίου επιδημίας, Σοφέ, αδελφός ανεδείχθης, μαθητής και αυτόπτης των θείων μυστηρίων, φυγάς συν αυτώ εν Αιγύπτω γενόμενος, συν Ιωσήφ τη Μητρί τε του Ιησού». «Των αποστόλων ο δήμος σε εξελέξατο ιερατεύειν πρώτον εν Σιών τη αγία, Χριστώ τω ευεργέτη, ως όντα αυτού της κατά σάρκα γεννήσεως και αδελφόν, συνοδίτην και οπαδόν των ιχνών αυτού,  Ιάκωβε». (Η ομάδα των αποστόλων  εξέλεξε εσένα να είσαι ο πρώτος ιεράρχης του Χριστού στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, διότι ήσουν και αδελφός της κατά σάρκα γεννήσεώς Του, συνοδίτης και οπαδός των ιχνών Του).

Ο πλούτος αυτός του αγίου Ιακώβου, παραπάνω από όλους τους αποστόλους, να έχει δηλαδή το αξίωμα του κατά σάρκα αδελφού του Κυρίου, πέραν της αδελφοσύνης του κατά πίστη – «παρά πάντας πλουτήσας, εξαίρετον αξίωμα, αδελφός του Κυρίου» – δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι το ανώδυνο. Ο άγιος είχε επίγνωση της δωρεάς του Κυρίου, γι’  αυτό και καθημερινώς αγωνιζόταν να επιβεβαιώνει τη δοσμένη σ’ αυτόν χάρη, με την κατά Θεόν ζωή του. «…κληρωθέντα αδελφόν και πολιτείαν επαληθεύουσαν προσηγορία δείξαντα, σε μεγαλύνομεν, Ιάκωβε». (Ιάκωβε, σε δοξολογούμε, γιατί σου δόθηκε η δωρεά να είσαι ο αδελφός του Κυρίου και έζησες με τρόπο, που επαλήθευε τη δωρεά αυτή). Αιτία γι’ αυτό ήταν ασφαλώς το γεγονός ότι  είχε πλήρως κατανοήσει πως η χάρη του Θεού είναι μεν δωρεά Του, αλλά εάν δεν ενεργοποιηθεί ως ζωή κατά το θέλημα Εκείνου, τότε χάνεται, πάει στο κενό. Με άλλα λόγια, αυτό που δίνει στον άνθρωπο ο Θεός το δίνει με την προοπτική αναλήψεως από τον άνθρωπο ευθύνης και αποστολής, προς χάριν του συνανθρώπου. Και επάνω σ’ αυτήν την αποστολή, που επιβεβαιώνει και αυξάνει τη χάρη του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να δώσει και τη ζωή του.

Η μύηση του αγίου Ιακώβου σε όλα τα μυστήρια από τον Κύριο συνιστά, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, την απόκτηση της αληθινής Σοφίας από αυτόν. Ο άγιος Ιάκωβος υπήρξε ο αληθινά σοφός, γιατί διδάχθηκε από  «την ενυπόστατον σοφίαν», δηλαδή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι η Σοφία του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει στον Ίδιο και θα θελήσει έμπρακτα να ακολουθήσει τις άγιες εντολές Του. Μιλάμε λοιπόν για μία σοφία «άνωθεν προερχομένην, ειρηνικήν, επιεική, ευπειθή, μεστήν ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτον και  ανυπόκριτον» (Ιακ. 3, 17). Αυτήν τη σοφία ακριβώς κατέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και στην καταπληκτική καθολική επιστολή του, η οποία αποτελεί εκλεκτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να εγκύψει στην επιστολή αυτή και να μην κατανυχθεί, να μην ελεγχθεί, να μην κινητοποιηθεί σε μετάνοια, να μην παρηγορηθεί, να μη νιώσει πράγματι τη χάρη του Θεού να εκχύνεται ως ακτίνα φωτός μέσα στην καρδιά του. «Της θεωρίας της πρακτικής συ εκτιθέμενος, δέλτον εκ πυξίδος ώσπερ πνευματικής, τους ανθρώπους εβελτίωσας», θα πει ο υμνογράφος. Δηλαδή: Γράφοντας εσύ βιβλίο που εκθέτει την πρακτική θεωρία σαν πνευματική πυξίδα, έκανες καλύτερους τους ανθρώπους.  Το λιγότερο λοιπόν που θα μπορούσαμε να κάνουμε  σήμερα επί τη μνήμη του αγίου Ιακώβου, είναι να αναγνώσουμε με προσοχή την επιστολή του. Και μακάρι να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη μετάνοια.  Θα είναι τούτο το καλύτερο μνημόσυνό του και η επιβεβαίωση της όλης αποστολής του.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ο Άγιος Γεράσιμος: Γιορτάζει σήμερα η Κεφαλονιά

Ο Άγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας

Το όνομα "Γεράσιμος" είναι από τα πιο κοινά αντρικά ονόματα στο νησί, ενώ δεν είναι λίγες οι γυναίκες με το όνομα "Γερασιμούλα".

Ο Άγιος Γεράσιμος σύμφωνα με τη παράδοση γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1506.

Ο πατέρας του ονομάζονταν Δημήτριος και η μητέρα του Καλή. Ο πατέρας του ανήκε στην βυζαντινή αριστοκρατία, στη μεγάλη οικόγενεια των Νοταράδων.

Το βαφτιστικό όνομα του Άγιου Γεράσιμου ήταν Γεώργιος. Ό Άγιος Γεράσιμος μεγάλωσε και μορφώθηκε όπως όλα τα αρχοντόπουλα της εποχής.

Στα 20 χρόνια του αποφάσισε να πάει στη Ζάκυνθο που ήταν ένα σημαντικό κέντρο των γραμμάτων της εποχής καθώς παρόλη την Ενετική κατάκτηση υπήρχε εκεί ένας αναγεννησιακός αέρας σε αντίθεση με την υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Άγιος Γεράσιμος - Η ζωή του

Η βαθιά σχέση του με την ορδόδοξη πίστη, τον κάνει να εγκαταλήψει τη Ζάκυνθο και να ξεκινήσει προσκυνήματα στα σημαντικότερα πνευματικά θρησκευτικά κέντρα της εποχής του.

Πρώτος του σταθμός η Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από όπου πήρε και την πατριαρχική ευλογία και αμέσως μετά το Περιβόλι της Παναγίας το Άγιον Όρος.

Στο Άγιον Όρος ο Άγιος Γεράσιμος έγινε μοναχός. Δεν γνωρίζουμε σε πια μονή αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι έγινε στο μοναστήρι των Ιβήρων και ότι ασκήτηψε στο κελί του Αγ. Βασιλείου στην περιοχή της Καψάλας.

Ο Άγιος Γεράσιμος σύμφωνα με τους βιογράφους του έμεινε αρκετά στο Άγιον όρος και έφυγε όταν αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους, όπου πρέπει να έφθασε γύρω στο 1538.

Εκτός από τον Πανάγιο Τάφο, επισκέφτηκε τη Συρία, τη Δαμασκό, το Σινά, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την έρημο της Θηβαίδας.

Ο πατριάρχης στα Ιεροσόλυμα εκτιμά την προσωπικότητα του Γεράσιμου και έτσι τον κρατάει κοντά του και αναλαμβάνει κανδηλανάπτης στον Πανάγιο Τάφο.

Στα Ιεροσόλυμα ο Άγιος Γεράσιμος χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό με το όνομα Γεράσιμος προς τιμήν του Άγιου Γεράσιμου του Ιορδανίτου.

Το 1548 ο Άγιος Γεράσιμος αφήνει τα Ιεροσόλυμα για να ένα ταξίδι στην Κρήτη όπου και έμεινε γύρω στα δύο χρόνια. Από εκεί επιστρέφει στη Ζάκυνθο μετά από ένα ταξίδι προσκύνημα που τον έφερε πιο κοντά στο θεό, μετά από 20 χρόνια.

Στη Ζάκυνθο ο Άγιος Γεράσιμος ασκήτεψε σε μια σπηλιά στον Άγιο Νικόλα Γερακαρίου όπου μέχρι σήμερα οι Ζακυνθινοί την ονομάζουν του Αγίου Γερασίμου.

Υπάρχουν αναφορές ότι μπορεί να εφημέρευσε στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Την ίδια εποχή αυτή έχει γεννηθεί στη Ζάκυνθο και ο Άγιος Διονύσιος και κάποια παράδοση θέλει να τον έχει βαφτίσει ο άγιος Γεράσιμος.

Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Άγιος Διονύσιος επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Άγιου Γεράσιμου που ήταν ήδη πολύ γνωστός στο νησί.

Η εποχή της Ενετικής κυριαρχίας είναι δύσκολη και από θρησκευτική άποψη καθώς η καθολική εκκλησία προσπαθεί να αποκτήσει πιστούς από τον ντόπιο πληθυσμό.

Ο Άγιος Γεράσιμος αποφασίζει να πάει στη Κεφαλονιά. Ασκητεύει πάλι σε σπήλαιο κοντά στο Αργοστόλι.

Στο σπήλαιο έμεινε για 5 χρόνια και 11 μήνες οπότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στη περιοχή των ομαλών στους πρόποδες του Αίνου και να ιδρύσει ένα μοναστήρι. Εκεί αρχίζουν να συρρέουν οι πιστοί για να ακούσουν τη διδασκαλία του.

Στη περιοχή των Ομαλών υπήρχε ένα ερημοκλήσι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου το οποίο παραχώρησε στον Άγιο Γερασιμο μαζί με τα γύρω κτήματα, ο ιερέας της περιοχής Γεώργιος Βάλσαμος το 1561.

Ο Άγιος ιδρύει μοναστήρι με το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ με την άδεια και την ευλογία του επίσκοπου του νησιού Παχώμιου Μακρή.

Από τότε η φήμη του εξαπλώνεται σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Μετά από αίτηση του το πατριαρχείο θέτει η μονή υπό την υψηλή του προστασία.

Ο Άγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου την ίδια μέρα με την αγαπημένη του Παναγία.

Στις τελευταίες του στιγμές στην επίγεια ζωή του ήταν κοντά του όπως αναφέρει η παράδοση, ο πατέρας Ιωαννίκιος, ο πατέρας Γερμανός και η ηγουμένη Λαυρεντία.

Οι ιερείς ντύνουν τον άγιο με τα άμφια τα οποία φέρει μέχρι σήμερα και μετά από κατανυχτική εξόδιο ακολουθία στην οποία χοροστάτησε ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας Φιλόθεος ο Λοβέρδος, ενταφιάζουν το σώμα του Άγιου Γεράσιμου δίπλα και μέσα στον νότιο τοίχο του Ναού.

Η πρώτη ανακομιδή του σώματος του Αγίου Γεράσιμου έγινε 2 χρόνια και 2 μήνες μετά την κοίμηση του, στις 20 Οκτωβρίου του 1581.

Οι Ενετοί όμως θορυβημένοι από την αφθαρσία του σώματος του ζήτησαν να ταφεί ξανά ώστε να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια.

Η δεύτερη ανακομιδή του σώματος γίνεται μετά από 6 μήνες και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Γιαυτό το λόγο θεσπίστηκε η κυριώνυμος εορτή του Άγιου Γεράσιμου στις 20 Οκτωβρίου και όχι στις 15 Αυγούστου.

Αργότερα όμως οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη του και στην κοίμηση της Θεοτόκου όχι όμως στις 15 για να μην επισκιαστεί η κοίμηση της Παναγίας, αλλά στις 16 Αυγούστου. Η ανακήρυξη της αγιότητας του οσίου Γερασίμου έγινε το 1622.

Ο Άγιος Γεράσιμος ονομάστηκε νέος ασκητής για να τον ξεχωρίζουν από τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη.

Ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Αρτέμιος

Ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Αρτέμιος

Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας κατείχαν υψηλά αξιώματα στις κρατικές υπηρεσίες των χωρών τους. Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια μια πλειάδα αγίων ήταν ανώτατοι κρατικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι του βυζαντινού κράτους. Ένας από αυτούς είναι και ο Μεγαλομάρτυρας άγιος Αρτέμιος.

Καταγόταν από την Αντιόχεια και γεννήθηκε περί το 310. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έτυχε μεγάλης μόρφωσης. Παράλληλα οι πιστοί Χριστιανοί γονείς του φρόντισαν να τον μεγαλώσουν με την πίστη και την ευσέβεια στο Χριστό, τον αληθινό Θεό. Χάρις στα πλούσια φυσικά και πνευματικά του προσόντα αναδείχτηκε μια σπουδαία προσωπικότητα, φτάνοντας η φήμη του μέχρι τα αυτοκρατορικά ανάκτορα. Ο Μ. Κωνσταντίνος (324-337) τον εκτίμησε και τον αναγόρευσε δούκα και αυγουστάλιο της δεύτερης μεγάλης πόλης του κράτους, την Αλεξάνδρεια. Δηλαδή ανώτερο στρατιωτικό διοικητή της Αιγύπτου και πάσης Αφρικής. Ο σεμνός και σώφρων νέος δέχτηκε, μετέβη στην ξακουστή μεγαλούπολη ασκώντας τα καθήκοντά του με σύνεση και δικαιοσύνη. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (337), ο διάδοχός του Κωνστάντιος (337-361), αυτοκράτορας του Ανατολικού Κράτους, συνέχισε να ευνοεί και να εμπιστεύεται τον άξιο διοικητή της Αιγύπτου Αρτέμιο. Υπήρξε προστάτης των Χριστιανών, οι οποίοι διώκονταν από τους ειδωλολάτρες, αν και είχαν σταματήσει οι διωγμοί. Αυτό δεν άρεσε στους φανατικούς ειδωλολάτρες και ιδίως στο σκοταδιστικό ιερατείο, οι οποίοι περίμεναν την ευκαιρία να τον εκδικηθούν.

Τα πράγματα άλλαξαν μετά το θάνατο του Κωνστάντιου (361) και την άνοδο στο θρόνο του Ιουλιανού του λεγομένου Παραβάτη (361-363), ο οποίος είχε αποκηρύξει την πίστη του στο Χριστό και θέλησε να επαναφέρει την, ήδη νεκρά, ειδωλολατρία, στην οποία είχε μυηθεί. Με διωγμούς εναντίον των Χριστιανών, εφάμιλλους των ρωμαίων προκατόχων του αυτοκρατόρων, προσπάθησε να σβήσει την Εκκλησία. Μάταια προσπαθούσαν οι σύμβουλοί του να τον μεταπείσουν, ότι το εγχείρημα του ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Χιλιάδες Χριστιανοί βασανίστηκαν απάνθρωπα και έχυσαν το αίμα τους για το Χριστό. Οι ναοί δημεύτηκαν, οι κληρικοί διώχτηκαν και διαπομπεύτηκαν, οι χριστιανοί δημόσιοι κρατικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι απολύθηκαν, οι Χριστιανοί δάσκαλοι διώχτηκαν από τα σχολεία και απαγορεύτηκε στους μαθητές Χριστιανούς να μαθαίνουν γράμματα!

Την άνοιξη του 363, ο θρησκομανής αυτοκράτορας επισκέφτηκε την Αντιόχεια. Πήγαν να τον επισκεφτούν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί διοικητές της Ανατολής. Ένας από αυτούς ήταν ο διοικητής της Αιγύπτου Αρτέμιος. Αλλά, τη στιγμή που χιλιάδες κρατικών αξιωματούχων και ο απλός λαός προσπαθούσαν να κολακεύσουν τον ιδιόρρυθμο ηγεμόνα, ο Αρτέμιος, αντί κολακειών του άσκησε δριμύ έλεγχο για την θρησκευτική του πολιτική και τις διώξεις της Εκκλησίας. Παράλληλα ήρθαν οι ειδωλολάτρες και τον συκοφάντησαν ότι δήθεν διώκει την αρχαία θρησκεία.

Ο Ιουλιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και άρχισε να βρίζει τον Αρτέμιο χυδαία. Εκείνος είχε σκυμμένο το κεφάλι και σιωπούσε. Όμως όταν άρχισε να βρίζει την χριστιανική πίστη ο Αρτέμιος σήκωσε το κεφάλι και με ηρωικό φρόνημα του είπε: «Βασιλιά μου σε παρακαλώ δείξε σεβασμό στον Κύριό μου, τον αληθινό Θεό. Προσπάθησε να καταλάβεις το μέγα λάθος σου για τις διώξεις των Χριστιανών, οι οποίοι αποτελούν την ευγενέστερη μερίδα των υπηκόων σου. Ντροπή σου! Η συμπεριφορά σου αυτή σε αδικεί και σε εξευτελίζει»!

Πριν τελειώσει το λόγου του ο ηρωικός Αρτέμιος, ο ανεδαφικός και σκληροτράχηλος αυτοκράτορας, τον διέκοψε και διέταξε να του αφαιρέσουν επί τόπου όλα τα παράσημα και να τον καθαιρέσουν από το υψηλό του αξίωμα. Έδωσε επίσης διαταγή να τον κλείσουν στη φυλακή, μέχρι να συνετισθεί.

Ο Αρτέμιος απογυμνωμένος  από τα λαμπερά και πολύτιμα παράσημά του και την βαρύτιμη στολή του οδηγήθηκε στο ποιο σκοτεινό και υγρό κελί της φυλακής. Εκεί έμεινε πολλές ημέρες χωρίς τροφή και νερό. Όμως μια πρωτοφανή γαλήνη στην ψυχή του, υπόμεινε την πείνα και τη δίψα, δοξολογώντας τον Κύριο και ευχαριστώντας Τον για την τιμή που του έκανε να κακοπαθήσει για τη δική Του δόξα. Είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να μην υποκύψει στους εκβιασμούς και τα βασανιστήρια, που ένοιωθε ότι τον περίμεναν.

Ύστερα από μέρες ο Ιουλιανός διέταξε να βγάλουν τον Αρτέμιο από τη φυλακή και να τον οδηγήσουν μπροστά του, πιστεύοντας ότι είχε συνετισθεί. Του ζήτησε να προσφέρει θυσία στους «θεούς» του, αν ήθελε να του χαρίσει τη ζωή και να του ξαναδώσει την ελευθερία του και το αξίωμά του. Όμως εκείνος έμεινε ηρωικά αμετάπειστος και ατρόμητος στις φοβέρες που επακολούθησαν. Αφού απολογήθηκε με παρρησία για την πίστη του και στηλίτευσε την πλάνη των ειδώλων, οδηγήθηκε στα φρικτά βασανιστήρια. Οι απάνθρωποι δήμιοι του βασιλιά τον άρπαξαν, τον γύμνωσαν δημόσια και τον μαστίγωσαν με βούνευρα μέχρι αίματος. Μετά ξέσχισαν τις σάρκες του με λεπίδια και έκαιγαν τις βαθιές πληγές με δαυλούς. Ύστερα του τσάκισαν όλα τα κόκκαλα με σιδερένιους λοστούς, μεταβάλλοντάς τον σε άμορφη μάζα. Τον έριξαν και πάλι στη φυλακή να πεθάνει αργά και βασανιστικά.

Όμως το ίδιο βράδυ του φανερώθηκε ο Χριστός και αφού τον συνεχάρη για την γενναία ομολογία του, τον θεράπευσε εντελώς από τις πληγές του! Εκείνος ξέσπασε σε αίνο ευχαριστίας προς τον Κύριο. Το πρωί ο δεσμοφύλακας, πήγε να μαζέψει το πτώμα του, πιστεύοντας ότι θα είχε πεθάνει. Βλέποντάς τον ζωντανό και γερό, τον οδήγησε στον Ιουλιανό. Εκείνος γεμάτος απορία, πίστεψε πως τον είχαν γιατρέψει οι «θεοί» του και γι’ αυτό ζήτησε από τον Αρτέμιο να τους προσφέρει θυσία! Φυσικά ο Μάρτυρας αρνήθηκε και έτσι συνεχίστηκε δεύτερος γύρος βασανιστηρίων. Πήραν μια μεγάλη μυλόπετρα και τον καταπλάκωσαν, πιστεύοντας ότι θα πέθαινε. Αλλά εκείνος συνέχιζε, παρά το αφόρητο μαρτύριο, να δοξολογεί τον αληθινό Τριαδικό Θεό.

Ο Ιουλιανός, ο οποίος παρίστατο και απολάμβανε το θέαμα, έδωσε διαταγή και αποκεφάλισαν το Μάρτυρα και πέταξαν το άψυχο σώμα του στα σκουπίδια. Κάποιοι πιστοί Χριστιανοί το περιμάζεψαν και το έθαψαν με τιμές. Αργότερα μεταφέρθηκε στα Πριγκιποννήσια, στην Οξιά, όπου ενταφιάστηκε στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Οκτωβρίου και θεωρείται ο ιατρός της κήλης και των ουροποιητικών παθήσεων.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Ο Πολιούχος των Αθηνών, Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.

Ο Αγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Η πόλις των Αθηνών μπορεί να καυχιέται για την πληθώρα των αγίων που ανάδειξε στο διάβα των αιώνων. Ιδιαίτερα πρέπει να καυχιέται για τον άγιο Ιερομάρτυρα Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα περί το 10 π. Χ. και καταγόταν από επιφανή αθηναϊκή οικογένεια, η οποία φρόντισε να τον μορφώσει στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του κλεινού άστεως, η οποία, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, βρισκόταν την εποχή εκείνη υπόδουλη στους Ρωμαίους, αλά διατηρούσε ακόμη την αίγλη της, έχοντας κάποια προνόμια, με σπουδαιότερο τη λειτουργία του Αρείου Πάγου. Ο Διονύσιος σπούδασε φιλοσοφία και κατέστη επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας. Μάλιστα του δόθηκε η θέση ενός από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου.

Αν και ζούσε σε μια «κατείδωλον» πόλη, όπου η ειδωλολατρία είχε εξαχρειώσει τα ήθη των κατοίκων στην εποχή του, ζούσε με σύνεση και καλλιεργούσε τις έμφυτες αρετές του. Ζούσε σαν Χριστιανός προτού γίνει Χριστιανός. Όλοι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν, διότι στην άσκηση των καθηκόντων του απέδιδε δικαιοσύνη.

Περί το 33 μ. Χ. μετέβηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου για ανώτερες μελέτες. Κάποιο ανοιξιάτικο μεσημέρι είδε ξαφνικά τον ήλιο να σβήνει, πυκνό πέπλο σκοταδιού να σκεπάζει όλη τη γη και να συγκλονίζεται από ισχυρό σεισμό. Ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας έπασχε στην Παλαιστίνη και γι’ αυτό συγκλονιζόταν ολάκερη η δημιουργία. Ο ευσεβής Διονύσιος απόρησε από το υπερφυσικό γεγονός και αναφώνησε: «Ή θεός τις πάσχει, ή το παν απόλλυται»! Μάλιστα σημείωσε τη χρονολογία, την ημέρα και την ώρα που έλαβε χώρα το συγκλονιστικό γεγονός, το οποίο χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του και ζητούσε εξήγηση.

Μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του γύρισε ξανά στην Αθήνα, στη θέση του αρεοπαγίτη, αποδίδοντας δικαιοσύνη. Περί το 49 μ. Χ. ήρθε στην Αθήνα ένας περίεργος φλογερός κήρυκας μιας νέας θρησκείας. Ήταν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος κλήθηκε από τους Αθηναίους να αναπτύξει τις «σπερμολογίες» του από το βήμα του Αρείου Πάγου. Εκεί ο μεγάλος απόστολος ανάγγειλε στους Αθηναίους τον «Άγνωστο Θεό» τον Οποίο λάτρευαν, αν και τον αγνοούσαν. Μεταξύ των ακροατών του ήταν και ο αρεοπαγίτης Διονύσιος. Βεβαίως, το άμεσο αποτέλεσμα του υπέροχου εκείνου κηρύγματος, ήταν πενιχρό. Πίστεψαν μόνο ο Διονύσιος, μια γυναίκα η Δάμαρις και μερικοί άλλοι, όπως μας αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.

Το κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών προξένησε ισχυρή εντύπωση στον ευσεβή Διονύσιο, ο λόγος του Θεού έγινε δεκτός και άρχισε να καρποφορεί στην αγαθή ψυχή του. Κάλεσε λοιπόν τον Παύλο στο σπίτι του όπου ζήτησε να μάθει περισσότερα για την νέα πίστη. Όταν ο Παύλος του διηγήθηκε τα συγκλονιστικά γεγονότα του Θείου Πάθους, θυμήθηκε τα υπερφυσικά γεγονότα που βίωσε στην Αίγυπτο. Βεβαιώθηκε λοιπόν ότι ο Θεός που έπασχε ήταν ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός. Αμέσως ζήτησε από τον Παύλο να βαπτισθεί, μαζί με την οικογένειά του. Αυτή η απόφασή του οδήγησε και πολλούς άλλους Αθηναίους να αρνηθούν την ειδωλολατρική θρησκεία και να βαπτιστούν, απαρτίζοντας έτσι την πρώτη εκκλησία των Αθηνών, με πρώτο επίσκοπό της τον άγιο Ιερόθεο, έναν ευσεβέστατο Αθηναίο.

Ο Διονύσιος αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην Εκκλησία του Χριστού. Τώρα πλέον οι αρετές που βίωνε δεν ήταν θεωρητικά σχήματα, αλλά ο ευαγγελικός νόμος. Μάλιστα, μετά το θάνατο του αγίου Ιεροθέου οι Αθηναίοι Χριστιανοί απαίτησαν να χειροτονηθεί επίσκοπός τους ο Διονύσιος. Ως επίσκοπος πια της λαμπρής Αθήνας  εργάστηκε με ζήλο για την ανάπτυξη της τοπικής εκκλησίας. Μέσα σε λίγα χρόνια μετέστρεψε πλήθος ειδωλολατρών στη νέα πίστη.

Σύμφωνα με την παράδοση πήγε στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσει και να προσκυνήσει την Μητέρα του Κυρίου. Κήρυξε κατόπιν σε πολλές χώρες και κατόπιν γύρισε πάλι στην Αθήνα. Κατά την κοίμηση της Θεοτόκου, αρπάγη και αυτός σε νεφέλη, όπως οι άγιοι απόστολοι και παραβρέθηκε στην κηδεία της.

Αφού ποίμανε για πολλά χρόνια τον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών, θεώρησε ότι έπρεπε να συνεχίσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ιεραπόστολος. Πήγε στη Δύση και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, έκτισε μια μικρή εκκλησία, όπου την έκαμε κέντρο της ιεραποστολής του. Κήρυττε με θέρμη και ζήλο στους ειδωλολάτρες της περιοχής, όπου πολλοί εγκατέλειπαν τα είδωλα και ασπάζονταν την πίστη στο Χριστό, ιδρύοντας και εδραιώνοντας ισχυρή εκκλησία στην καρδιά της Ευρώπης.

Αλλά τα χρόνια εκείνα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη οι φοβεροί διωγμοί κατά των Χριστιανών από τους ειδωλολάτρες Ρωμαίους. Χιλιάδες πιστοί συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και θανατώνονταν με τους πλέον φρικτούς και επώδυνους τρόπους. Η δράση του αγίου επισκόπου των Παρισίων έγινε γνωστή στις ρωμαϊκές αρχές, τον κατήγγειλαν οι άθλιοι αδίστακτοι ειδωλολάτρες ιερείς δρυίδες, οι οποίοι συν τοις άλλοις πραγματοποιούσαν χιλιάδες ανθρωποθυσίες κατ’ έτος στους αιμοδιψείς δαιμονικούς «θεούς» τους. Τον κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Δομετιανό (82-96), ότι αρνείται να σεβαστεί τον αυτοκράτορα και να λατρεύσει τους «θεούς» της αυτοκρατορίας, παρακινώντας και τους πολίτες να κάμουν το ίδιο. Συνελήφθη και σύρθηκε δέσμιος στον τοπικό διοικητή, ο οποίος προσπάθησε στην αρχή με κολακείες και στη συνέχεια με φοβέρες να αρνηθεί την πίστη του. Ο Διονύσιος, με πρωτοφανή ηρωισμό και παρρησία στηλίτευσε την ειδωλολατρική του πίστη, η οποία λατρεύει «θεούς» θηριώδεις, κακούργους και ανήθικους.

Μετά τη γενναία απολογία του, αποφασίστηκε η θανατική του καταδίκη. Να αποκεφαλισθεί μαζί με τους ηρωικούς ακολούθους του Ρουστικό και Ελευθέριο. Αλλά αφού έκοψαν την τίμια κεφαλή του έγινε το απροσδόκητο: Ο άγιος ακέφαλος έσκυψε, πήρε στα χέρια του το κεφάλι του και περπάτησε δύο μίλια, γεμίζοντας θαυμασμό τους δημίους του. Συνάντησε μια ευλαβή γυναίκα, ονόματι Κατούλα, στην οποία παρέδωσε την κεφαλή του. Εκείνη φρόντισε για την ταφή του Διονυσίου, καθώς και των άλλων δύο Μαρτύρων, κοντά στο Παρίσι. Η τιμία κάρα του βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους.

Η Μνήμη του αγίου Διονυσίου, μαζί με τους άλλους δύο Μάρτυρες, εορτάζεται στις 3 Οκτωβρίου.

Επ’ ονόματι του αγίου Διονυσίου εμφανίστηκαν τον 5ο μ. Χ. αιώνα περισπούδαστα συγγράμματα ύψιστης θεολογικής αξίας, τα οποία πολλοί τα αποδίδουν σε άλλον συγγραφέα. Πρόκειται για τα περίφημα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα», τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της μυστικής Θεολογίας της Εκκλησίας μας.

Οι Άγιοι Κυπριανός & Ιουστίνη

Οι Άγ. Κυπριανός & Ιουστίνη

Ο Άγιος Κυπριανός καταγόταν από την παραλιακή πόλη της Καρχηδόνας ή Καρθαγένης που βρισκόταν στη Λιβύη. Να θυμήσουμε ότι η Καρχηδόνα ήταν για πολλά χρόνια το αντίπαλο δέος της αρχαίας Ρώμης. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή το γεγονός ότι από την Καρχηδόνα ξεκίνησε ο Αννίβας, για να υποτάξει τη Ρώμη. Ο Κυπριανός λοιπόν γεννήθηκε σε αυτή την πόλη το 211 μ.Χ. περίπου. Ήταν γόνος μιας μεγάλης ειδωλολατρικής και πλούσιας οικογένειας Συγκλητικών. Ανατράφηκε και έζησε στην Καρχηδόνα ενώ όλη του η δράση, ως ρήτορα πρώτα και μάγου μετά, αναφέρεται στην Αντιόχεια της Συρίας όταν βασιλιάς ήταν ο Δέκιος, περίπου το 250 μ.Χ. Ήταν πολύ έξυπνος και επιμελής στα γράμματα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση και να κάνει λαμπρές σπουδές. Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και την ρητορική και με τις απόκρυφες επιστήμες, έτσι ώστε από πολλούς να θεωρείτε μάγος. Ήταν πολύ καλός ρήτορας και η φήμη που απέκτησε για την εποχή του ήταν πολύ μεγάλη. Σαν ειδωλολάτρης και πλούσιος που ήταν ζούσε μία ζωή άνετη, μέσα στις απολαύσεις και βέβαια ανήθικη. Ήταν η ειδωλολατρική παιδεία που ωθούσε τους νέους τότε στην άτακτη ζωή. Ένα επί πλέον επιβαρυντικό στοιχείο ήταν βέβαια και η ενασχόλησή του με την μαγεία. Ασχολιόταν πολύ με την μαγεία, η οποία ήταν τότε της μόδας, λόγω της ειδωλολατρίας. Είχε καταξιωθεί ως ο πιο διάσημος μάγος της εποχής του. Στην Αντιόχεια, που ήταν πρωτοπόρα πόλη στον τομέα των γραμμάτων ο Κυπριανός πήγε με σκοπό να δείξει τις όποιες ικανότητές του. Η Ιούστα Στην περιοχή της Αντιόχειας από όπου και καταγόταν ζούσε η Αγία Ιουστίνα. Ήταν η κόρη ενός ειδωλολάτρη ιερέα, που ονομαζόταν Αιδέσιος και της Κληδονίας που και αυτή βρισκόταν στην πλάνη των ειδώλων. Η Ιούστα όπως ήταν το όνομά της πριν βαπτιστεί, σαν ειδωλολάτρισσα που ήταν, ξεχώριζε από τα παιδιά της ηλικίας της γιατί είχε καλή καρδιά αλλά και ήθελε να μαθαίνει την αλήθεια για κάθε τι που την απασχολούσε. Μεγαλώνοντας λοιπόν σε ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον η Ιούστα άρχισε να ξεφεύγει σιγά σιγά από την πλάνη της ειδωλολατρίας και με την καλή της διάθεση άρχισε να περιφρονεί τη λατρεία των ειδώλων. Ο Πανάγαθος Θεός βλέποντας την καλή της καρδιά και την διάθεσή της, την φώτισε, ώστε έφτασε στον σημείο, να πιστέψει στον μόνο Αληθινό Θεό και να περιφρονεί εντελώς την ειδωλολατρική θρησκεία. Ο Πραύλιος που ήταν διάκονος από την Αντιόχεια βοήθησε την Ιούστα για να πιστέψει και να στερεώσει την χριστιανική πίστη μέσα της. Και αυτό γινόταν με το να πηγαίνει η Ιούστα κρυφά στην Εκκλησία και να ακούει τους λόγους του Πραύκου. Μετά από καιρό η Ιούστα και αφού είχε στερεώσει την πίστη της απευθυνόμενη προς την μητέρα της, της είπε: - "Μητέρα, εξήγησέ μου σε παρακαλώ το λόγο για τον οποίο πιστεύουμε στους θεούς, που δεν είναι παρά πέτρες και λιθάρια. Έχεις ακούσει για εκείνους που πιστεύουν στον Χριστό και αποκαλούνται Χριστιανοί; Δεν μπορεί. Εσύ η ίδια είχες παρατηρήσει ότι μόλις κάποιος από τους Χριστιανούς εμφανίζεται, οι δικοί μας θεοί φεύγουν αμέσως τρέμοντας. Πως γίνεται δηλαδή να προσφέρουμε τιμές σε αυτούς τους θεούς που τρέμουν μπροστά σε κάθε Χριστιανό;" Η Κληδονία ακούγοντας την κόρη της να μιλά και να φαίνεται τόσο σίγουρη για τα λόγια που της έλεγε ταλαντεύτηκε μέσα της, αλλά όχι δεν ήταν έτοιμη να αφήσει τα είδωλα. Φοβούμενη μάλιστα την επερχόμενη οργή του πατέρα της Ιούστας, άμα μάθαινε ξαφινκά ότι η κόρη του μιλά με απαξιωτικά λόγια για τους προγονικούς τους θεούς, τον ενημέρωσε για τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ τους. Σκεφτόταν μάλιστα ότι αυτό θα ήταν το ποιο συνετό μιας και θα μπορούσε από την οργή του να σκοτώσει την κόρη του. Ο Αιδέσιος, ακούγοντας την εξιστόρηση της Κληδονίας όχι μόνο δεν οργίστηκε αλλά απεναντίας, άρχισε να αμφιβάλει για τους θεούς του. Το ίδιο βράδυ μάλιστα στον ύπνο του είδε τον Ιησού Χριστό εν μέσω Αγγέλων που τον καλούσε με ένα νεύμα και του έλεγε: - "Έλα κοντά Μου καθ θα σου χαρίσω την Βασιλεία των Ουρανών". Την άλλη μέρα το πρωί πήρε, τη γυναίκα του και την κόρη του και πήγε στον Επίσκοπο, που τον λέγανε Όκτατο. Ο Επίσκοπος Όκτατος, άκουσε προσεκτικά όλα όσα είχαν συμβεί αλλά και για το ενύπνιό του Αιδέσιου και δέχτηκε να τους βαπτίσει. Μάλιστα ο Αιδέσιος, χειροτονήθηκε και από ιερέας των ειδώλων που ήταν, έγινε Ιερέας του Αληθινού Θεού. Από εκείνη τη μέρα έζησε μία ζωή θεάρεστη. Ο Αιδέσιος αποδήμησε εις Κύριον μετά από ενάμιση χρόνο και έπειτα από λίγο καιρό τον ακολούθησε και η Κληδονία. Έτσι η παρθένα Ιούστα έμεινε ορφανή από τους γονείς της και μόνη της πλέον. Το πάθος του Αγλαΐδα. Η Ιούστα αφιερώθηκε ολόψυχα στον Χριστό και το έργο Του. Συνέτρεχε τους αρρώστους και προσπαθούσε να τους ανακουφίζει, ενώ ταυτόχρονα κατηχούσε τις κοπέλες για να τις φέρει κοντά στον Ιησού Χριστό και την πραγματική πίστη. Διέδιδε τον λόγο του Θεού και με τον καλύτερο τρόπο μιας που ήταν στολισμένη με πολλές αρετές. Περισσότερο από όλες όμως η σεμνότητα και η αγνότητα λαμποκοπούσαν πάνω της. Αγωνιζόταν κάθε μέρα να κρατηθεί αμόλυντη και καθαρή από κάθε σαρκική επιθυμία και σκέψη. Ο διάβολος βλέποντας την καθαρότητά της δεν μπορούσε να την αφήσει να συνεχίσει αμόλυντη το έργο της. Έτσι θέλησε να δυσκολέψει το έργο της. Υπήρχε εκείνη την εποχή ένας νέος ευγενής, ειδωλολάτρης, πλούσιος και ακόλαστος που τον έλεγαν Αγλαΐδα. Είχε δει πολλές φορές την παρθένα Ιούστα, να πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάντα της έκανε νεύματα και την κολάκευε και της υποσχόταν να την κάνει γυναίκα του. Η Ιούστα από την άλλη βλέποντας αυτή την κατάσταση αγωνιζόταν να αφαιρέσει την εξωτερική της ομορφιά με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Ο Αγλαΐδας όμως συνέχιζε τα νεύματα και τις κολακίες και τις υποσχέσεις να την κάνει γυναίκα του. Κάποια στιγμή μάλιστα η Ιούστα ακούγοντας για άλλη μια φορά τα όσα έλεγε ο Αγλαΐδας του είπε: - "Όλα όσα λες, μου ακούγονται φλύαρα, διότι μου φτάνει ο Νύμφιος μου ο Χριστός που φυλάει την παρθενία μου αμέτοχη και μακρυά από κάθε ρύπο". Ο Αγλαΐδας θύμωσε και κάποια στιγμή επιχείρησε μαζί με μερικούς φίλους του, να την απαγάγει με τη βία. Οι συγγενείς όμως της Ιούστας έτρεξαν οπλισμένοι και ο Αγλαΐδας όταν τους είδε φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος όμως του Αγλαΐδα που θα προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να μολύνει την παρθένα Ιούστα. Ο Μάγος Κυπριανός και η παρθένα Ιούστα Ο Αγλαΐδας δεν απογοητευόταν και το πάθος του έρωτα τον καθοδηγούσε στο να κάνει πολλές πανουργίες στα κρυφά. Κάποια στιγμή λοιπόν, άκουσε για τη φήμη του μεγάλου μάγου που ονομαζόταν Κυπριανός. Μόλις είχε φθάσει στην Αντιόχεια όπως αναφέραμε πιο πάνω με σκοπό να δείξει και εδώ τις ικανότητες του. Εμφανίστηκε λοιπόν μπροστά στον Κυπριανό και του είπε: - "Μεγάλε μάγε Κυπριανέ που η φήμη σου έχει σκορπίσει στα πέρατα της γης ήρθα μπροστά σου να σε παρακαλέσω για κάτι που πονάει η καρδία μου. Θέλω η παρθένα Ιούστα να γίνει δική μου. Γι' αυτό θέλω να κάνεις μάγια, για να πετύχω το σκοπό μου και εγώ θα σου δώσω όσο χρυσάφι επιθυμήσεις". Ο μάγος Κυπριανός του το υποσχέθηκε μιας και νόμιζε ότι μία τέτοια περίπτωση ήταν παιχνιδάκι για ένα μάγο σαν τον ίδιο. Άνοιξε λοιπόν τα μαγικά του βιβλία και κάλεσε τα πονηρά πνεύματα. Ύστερα γέμισε ένα δοχείο, με αυτό που έφτιαξε και έδωσε οδηγίες στα πονηρά πνεύματα να πάνε να ραντίσουν με αυτό έξω από το σπίτι Ιούστας. Ήταν τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα γιατί τότε το να κάνει μία κοπέλα να αγαπήσει ένα νέο, θεωρούνταν ευκολώτατο για τον οποιοδήποτε μάγο. Το ίδιο βράδυ η Ιούστα, όπως έκανε κάθε βράδυ θέλησε να προσευχηθεί. Αισθανόταν όμως κάποιες περίεργες και πονηρές επιθυμίες που μέσα της μεγάλωναν και θέριευαν. Έκανε το σημείο του Σταυρού και αμέσως έφυγαν όλες αυτές οι επιθυμίες και ηρέμησε και συνέχισε να προσεύχεται μέχρι το πρωί. Από την άλλη ο μάγος Κυπριανός, κατάλαβε ότι δεν πέτυχε το σκοπό του και μεταχειρίστηκε και άλλα μαγικά τεχνάσματα πιο αποτελεσματικά για τον ίδιο. Μάταια όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως στην παρθένα Ιούστα. Έφτασε στο σημείο μάλιστα να καλέσει τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πονηρά πνεύματα, χωρίς και πάλι κανένα αποτέλεσμα. Ο σατανάς σαν τελευταία λύση του μεγάλου μάγου Κυπριανού μεταμορφώθηκε σε μία ευσεβή και ευγενική γυναίκα που παρουσιάστηκε στην Ιούστα και κατάφερε και την πάρει στο σπίτι της, για να βοηθούνται στην πνευματική ζωή, σαν καλές πνευματικά αδελφές. Σε μία από τις συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους και που αφορούσε την παρθενία της Ιούστας η γυναίκα εκείνη είπε: - "Καλή μου Ιούστα έχεις σκεφτεί ποτέ ότι αν όλες οι γυναίκες έμεναν παρθένες, τότε μάλλον θα χανόταν ολόκληρη η ανθρωπότητα;" Ακούγοντας τα λόγια της γυναίκας αυτής, η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού και αμέσως εξαφανίστηκε από μπροστά της. Έτσι κατάλαβε την πλεκτάνη του δαίμονα και προσευχήθηκε στον Κύριο να την δυναμώσει. Η Μετάνοια Μεγάλη αποτυχία για τον μάγο Κυπριανό, ήταν αυτή η επαφή που είχαν τα πονηρά πνεύματά του με την παρθένα Ιούστα. Άρχισε λοιπόν να σκέφτεται την Ιούστα και για ποιο λόγο δεν έπιαναν τα μάγια του, αυτή τη κοπέλα. Τον απασχολούσε πολύ αυτή η αποτυχία του και άρχισε να μαθαίνει πληροφορίες για την συγκεκριμένη παρθένα. Το πρώτο που έμαθε ήταν ότι η Ιούστα ήταν Χριστιανή και ότι με τη δύναμη του Σταυρού αντιμετώπιζε κάθε δαιμονική ενέργεια. Παρακολουθούσε για πολύ καιρό την Ιούστα και θαύμαζε τις αρετές της. Είχε πλέον καταλάβει, ότι οι χριστιανοί έχουν δύναμη μεγαλύτερη από την δική του μιας και δεν τους έπιαναν τα μάγια, που τους έκανε. Ας μην ξεχάσουμε ότι ήταν μορφωμένος πολύ και μάλιστα είχε εντριφίσει στη φιλοσοφία. Κάποια στιγμή, αποφάσισε συνετά και άρχισε να ασχολείται με τη χριστιανική θρησκεία, με κίνητρό του τη γνώση της υπέρτατης δύναμης που δημιουργούσε ανθρώπους στολισμένους με αρετές. Βλέποντας λοιπόν την παντελή αδυναμία των πονηρών πνευμάτων, με τα οποία συνεργαζόταν, όταν βρίσκονταν μπροστά στους χριστιανούς αποφάσισε να απαρνηθεί την ειδωλολατρία και τις μαγικές τεχνικές του και να πιστέψει στον Χριστό. Εκείνο τον καιρό Επίσκοπος ήταν ο Άνθιμος ο οποίος βοήθησε πάρα πολύ τον Κυπριανό στο να στερεώσει την πίστη του και να προσκοληθεί στο Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Ο Κυπριανός για να δώσει σημάδι της ακράδαντης πίστης του έφερε όλα τα μαγικά του βιβλία και όλα τα είδωλά του μπροστά στον Άνθιμο και τα έκαψε. Στη συνέχεια με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν με τόση ταπεινότητα και δεν τολμούσε να πει το όνομα του Θεού. Μετά από αυτό το περιστατικό ο Κυπριανός πούλησε όλα τα υπάρχοντα και τα χρήματα που εισέπραξε τα δώρισε στην Εκκλησία, για τους φιλανθρωπικούς σκοπούς της και για τις ανάγκες της. Έτσι μέσα σε μεγάλη συντριβή για τις προηγούμενες πράξεις του έμεινε απολύτως μόνος του και άρχισε να μελετάει τις Γραφές και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ήταν το Μεγάλο Σάββατο του έτους 246 μ.Χ. και ενώ όλη τη νύχτα προσευχόταν μέσα σε ποταμούς δακρύων. Εκείνο το πρωί πήγε στην Εκκλησία και αξιώθηκε να βαπτιστεί σε ηλικία τριανταπέντε ετών. Από εκείνη λοιπόν την ημέρα οι αρετές του θα αρχίσουν να φαίνονται σε όλο τον κόσμο και έως τις μέρες μας. Η Χειροτονία Είχαν περάσει τριάντα μέρες και ενώ πλέον είχε βαπτιστεί ο Κυπριανός χειροτονήθηκε σταδιακά αναγνώστης, υποδιάκονος και διάκονος. Του δόθηκε μάλιστα από το Θεό η ειδική Χάρη ενάντια στα πάθη και ενάντια στους δαίμονες. Δηλαδή μπορούσε να λύνει τα μάγια και να διώχνει τους δαίμονες, τους οποίους στο παρελθόν υπηρετούσε. Οι ειδωλολάτρες προσπάθησαν με τους ιερείς τους και τους λογίους τους να τον αποσπάσουν από την νέα Πίστη του αλλά η πίστη του στο Χριστό ήταν τόσο μεγάλη, που του είχε γεμίσει όλη του τη ζωή και όλο του το είναι. Ήταν έτοιμος, γι' αυτή τη Πίστη του Χριστού ν' αγωνισθεί και να πεθάνει. Ο Κυπριανός ως διάκονος εργαζόταν εντατικά, για την εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης και ποθούσε ο Χριστιανισμός να περάσει τα μικρά όρια της Καρχηδόνας όπου ο ίδιος δίδασκε τους νέους, που ποθούσαν μία υψηλή επιστημονική κατάρτιση. Σε πολλά σπίτια της Καρχηδόνας, μαζευόταν κόσμος και άκουγε τη φωνή του Κυπριανού, που τους παρακινούσε να πιστέψουν ολόψυχα στον Χριστό. Είχε περάσει ένας χρόνος από την ημέρα που βαπτίστηκε και έπειτα από απαίτηση όλων των πιστών χειροτονήθηκε, ιερέας. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο Κυπριανός δίδασκε καθημερινά το ποίμνιό του και έδειχνε με την πίστη του το δρόμο της σωτηρίας. Το έτος 246 μ.Χ. ο Επίσκοπος της Καρχηδόνας Δονάτος αποδήμησε εις Κύριον και οι πιστοί έδειχναν την επιθυμία τους για να καταλάβει τη θέση του ο Κυπριανός. Ο ίδιος όμως ο Κυπριανός αισθανόταν, ότι ήταν αμαρτωλός στην προηγούμενη ζωή του και ότι ήταν πολύ γι τον ίδιο το ότι είχε χειροτονηθεί Ιερέας. Με το Βάπτισμα βέβαια είχε απολύτως καθαριστεί αλλά όλες εκείνες τις αμαρτίες, που είχε κάνει παλιά, ήταν ασφαλώς ένα μεγάλο εμπόδιο για την Ιεροσύνη αλλά ειδικότερα για την Αρχιερωσύνη. Νοιώθοντας λοιπόν ο μέγας αυτός Άγιος τόσο ταπεινός και ανάξιος και για να αποφύγει όλη αυτή την κατάσταση, κρύφτηκε σε ένα φιλικό του σπίτι. Οι πιστοί όμως έμαθαν που κρυβόταν και περικύκλωσαν το σπίτι. Απαίτησαν μάλιστα από τον ιερέα Κυπριανό να δεχτεί να χειροτονηθεί Επίσκοπος τόσο επίμονα, έστω τους είπε: - "Εγώ αδελφοί μου, είμαι νεόφυτος. Δεν πέρασαν δυο χρόνια που έχω βαπτιστεί. Υπάρχουν άλλοι, που είναι αρχαιότεροί μου και καλύτεροί μου. Έναν από αυτούς να κάνετε Επίσκοπο". Οι πιστοί όμως απείλησαν ότι θα τον αρπάξουν με τη βία και έτσι αναγκάστηκε να χειροτονηθεί Επίσκοπος Καρχηδόνας σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Ο Επίσκοπος Καρχηδόνας Σαν επίσκοπος Καρχηδόνας εκτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα με μεγάλο ζήλο αφού με τη δύναμη των λόγων του, με τις επιστολές του και πρώτα από όλα τον διαφανή και ενάρετο βίο του, πολυάριθμοι άπιστοι οδηγούνται στην Χριστιανική πίστη. Η παρθένα Ιούστα, έγινε διάκονος της Εκκλησίας του Χριστού και μετονομάστηκε, κατά την χειροτονία της σε Ιουστίνη ενώ συμπεριλαμβανόταν και αυτή στους διακόνους της Εκκλησίας. Στη συνέχεια μάλιστα η Ιουστίνη έγινε ηγουμένη των ασκητριών, που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή. Ο Κυπριανός και ενώ η φήμη του είχε εξαπλωθεί στην Ανατολή και τη Δύση, το έτος 250 μ.Χ. έγινε Αρχιερέας. Ήταν το έτος που ο σατανικός Δέκιος ξεκίνησε καινούργιο διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Οι ειδωλολάτρες έριχναν τους Χριστιανούς στα θηρία για να τους εξοντώσουν. Στην περιοχή μάλιστα της Καρχηδόνας αναζητούσαν τον Κυπριανό με σκοπό να τον θανατώσουν. Ο Κυπριανός όμως ήταν κρυμμένος και έδινε από το κρησφύγετο του τις οδηγίες του και φρόντιζε για το ποίμνιο του. Μετά τη παρέλευση ενός έτους το 251 μ.Χ. επέστρεψε στην Καρχηδόνα, την περίοδο του Πάσχα. Ένα έτος μετά το 252 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Γάλλος, εξαπολύει νέο διωγμό εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι φυλακίζονται και βασανίζονται με ανελέητα μαρτύρια. Ο Κυπριανός παρακινούσε τους πιστούς να σκέπτονται την Ουράνια Βασιλεία και μόνον αυτήν. Την εποχή λοιπόν που ξεκινάει αυτός ο καινούργιος διωγμός των χριστιανών οι άνθρωποι στην Καρχηδόνα πεθαίνουν κατά χιλιάδες από επιδημία πανούκλας. Οι άνθρωποι έφευγαν από την πόλη της Καρχηδόνας για να σωθούν. Ήταν τόσο μεγάλη αυτή η επιδημία που οι άνθρωποι πέφτανε στους δρόμους και στα σπίτια τους ανήμποροι να βοηθήσουν τον ευατό τους και δεν υπήρχε κάποιος συνάνθρωπος τους να ασχοληθεί μαζί τους. Έτσι η πόλη σιγά σιγά γέμισε πτώματα τα οποία σάπιζαν και έκαναν τη ζωή στην πόλη ανυπόφορη και γεμάτη θάνατο. Ο Κυπριανός συγκέντρωσε λοιπόν τους χριστιανούς και τους μίλησε για την χριστιανική αγάπη που θα έπρεπε να δείξουν όχι μόνο στους χριστιανούς αλλά και στους ειδωλολάτρες συμπολίτες τους. Οι χριστιανοί με μεγάλη αυτοθυσία άρχισαν να περιποιούνται τους άρρωστους και να θάβουν τους νεκρούς, όχι μόνο τους χριστιανούς αλλά και τους ειδωλολάτρες. Ήταν αυτή η στάση των χριστιανών της Καρχηδόνας που έκανε πολλούς ειδωλολάτρες να θαυμάσουν την χριστιανική πίστη και να ακολουθήσουν τον Χριστό. Υπάρχει μάλιστα ένα περιστατικό όπου μια μεγάλη ομάδα ληστών πολιόρκησε την χώρα της Νομαδικής. Οι ληστές πολιόρκησαν πολλούς χριστιανούς και τους πήραν μαζί τους. Οι επίσκοποι λοιπόν ειδοποίησαν τον Κυπριανό στην Καρχηδόνα για το συγκεκριμένο περιστατικό. Ο Κυπριανός με τη σειρά του ενημέρωσε τους πιστούς και τους παρακίνησε να συνεισφέρουν ότι μπορούν έτσι ώστε να εξαγοράσουν τους αιχμαλώτους. Πράγματι έτσι και έγινε. Ο Πάπας Στέφανος κάποια στιγμή υποστήριζε, ότι το βάπτισμα των αιρετικών πρέπει να είναι έγκυρο. Σε αντίθεση λοιπόν με αυτόν οι Επίσκοποι της Ανατολής υποστήριζαν, ότι είναι άκυρο και ότι δεν πρέπει, όσοι άνθρωποι είναι βαπτισμένοι από αιρετικούς, να ξαναβαπτίζονται. Ο Κυπριανός ήταν με το μέρος των Επισκόπων της Ανατολής. Μαθαίνοντας λοιπόν ο Πάπας Στέφανος την άποψη του Κυπριανού θέλησε να τον αφορίσει. Ο Κυπριανός μαθαίνοντας την επιθυμία του Πάπα συγκαλεί τρεις τοπικές Συνόδους στην Καρχηδόνα. Το έτος 255 μ.Χ. καλεί την πρώτη Σύνοδο στην οποία είχαν συμμετοχή τριάντα Επίσκοποι, ενώ το έτος 258 μ.Χ. την δεύτερη και την τρίτη Σύνοδο με την συμμετοχή εβδομήντα και ογδόντα επτά Επισκόπων αντίστοιχα. Στην τρίτη και πολυαριθμότερη από την άποψη της συμμετοχής των Επισκόπων Σύνοδο, έβγαλε κανόνα που όριζε, ότι όλοι οι βαπτισμένοι από αιρετικούς πρέπει να ξαναβαπτίζονται, αφού η βάπτιση των αιρετικών είναι άκυρη. Ο Κυπριανός και η Ιουστίνη απτόητοι στα μαρτύρια Βρισκόμαστε πλέον στο έτος 257 μ.Χ. κατά το ο αυτοκράτορας Ουαλερανός ξεκινάει ένα καινούργιο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Ο Κυπριανός εξορίστηκε σε μία επαρχιακή πόλη που ονομαζόταν Κούροβη. Ο Κυπριανός επιστρέφει πάλι πίσω στην Καρχηδόνα μόλις αλλάζει ο ανθύπατος της Καρχηδόνος. Δεν πέρασε πολύς καιρός που είχε επιστρέψει στην πόλη ο Κυπριανός και κάποιοι σατανικοί ειδωλολάτρες έκαναν καταγγελία προς τον νέο ανθύπατο της Καρχηδόνας λέγοντας τα εξής: - "Ο Κυπριανός, με τα μαγικά του τεχνάσματα, με τα λόγια του και με τα γραφτά του, πείθει τους ανθρώπους να αρνούνται τους προγονικούς μας θεούς και να πιστεύουν στον Χριστό. Αυτός ο ίδιος πιστεύει στο Χριστό και βρίζει και περιγελά τους θεούς μας". Ο ανθύπατος της Καρχηδόνας με την σειρά του διέταξε να φέρουν τον Κυπριανό στη πόλη Ιτήκη, όπου βρισκόταν, εκείνη την περίοδο για να τον δικάσει. Ο Κυπριανός όμως αψήφησε τις εντολές του ανθύπατου κρύφτηκε και δεν πήγε. Ήθελε να παρουσιαστεί και να χύσει το αίμα του στην πόλη της Καρχηδόνας. Αυτός ήταν ο λόγος, που παρουσιάστηκε μπροστά στον ανθύπατο όταν ο τελευταίος επέστρεψε στην πόλη της Καρχηδόνας. Μαζί του παρουσιάστηκε και η παρθένα Ιουστίνη. Ήταν και δύο αποφασισμένοι να μαρτυρήσουν για την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο ανθύπατος απευθύνθηκε στον Κυπριανό λέγοντάς του: - "Εσύ δηλαδή είσαι δάσκαλος των χριστιανών; Αφού ήσουν πριν Εθνικός, πως τώρα πια κηρύττεις τους λόγους και τις πράξεις του Εσταυρωμένου;" - "Εγώ είχα μεγάλο ζήλο, πριν γνωρίσω τον Χριστό, για τις σπουδές μου και διάβασα πολύ φιλοσοφία και άλλες επιστήμες, αλλά ασχολήθηκα και με μαγικά βιβλία. Δεν βρήκα όμως κάτι που να με ωφελήσει, με όλα αυτά. Ανακάλυψα λοιπόν ότι οι δαίμονες και τα πονηρά πνεύματα φοβούνται τον Εσταυρωμένο. Επειδή τα είδωλά σας είναι μία απάτη και μόνο ανακάλυψα ότι ένας μόνο είναι ο Αληθινός Θεός. Αυτός είναι ο Χριστός, που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Γι' αυτό και εγώ, πιστεύω στον Χριστό". Η Ιουστίνη, με τη σειρά της ομολόγησε και αυτή με θαυμαστό θάρρος τον Χριστό. Ο ανθύπατος θύμωσε πολύ και διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσκίσουν τις σάρκες. Την Ιουστίνη διέταξε να την χτυπήσουν στο πρόσωπο αλύπητα. Οι διαταγές του ανθύπατου εκτελούνται πάραυτα. Την ώρα που χτυπούν την Αγία Ιουστίνη, εκείνη φωνάζει δυνατά: - "Δόξα σοι ο Θεός. Σ' ευχαριστώ Μεγαλοδύναμε που με αξίωσες να βασανίζομαι, για το όνομά σου το Άγιο". Την ώρα που ξεσκίζουν το σώμα του Αγίου Κυπριανού εκείνος στέκεται με γενναιότητα και τους μιλά με ανδρεία και μακαριότητα, ώστε όλοι οι παρευρισκόμενοι ειδωλολάτρες να πιστέψουν στον Χριστό. Απευθυνόμενος μάλιστα στον ανθύπατο του είπε: - "Ανόητε και ανάξιε της Βασιλείας των Ουρανών, για την οποία εγώ αγωνίζομαι, γιατί δεν βλέπεις το Αληθινό φως; Γιατί δεν εγκαταλείπεις το σκοτάδι στο οποίο βρίσκεσαι;" - "Αφού λογίζεις τα βασανιστήρια για κέρδος σου, εγώ θα σου τα αυξήσω για να με ευγνωμονείς πιο πολύ και για να χαρείς περισσότερο". Έτσι είπε ο άπιστος ανθύπατος και διέταξε να κλείσουν στην φυλακή τον Κυπριανό και την Ιουστίνη στο φροντιστήριο, όπως λεγόταν, της Τερεντίνης. Οι Χριστιανοί, την νύχτα εκείνη, συναθροίστηκαν και έμειναν άγρυπνοι γύρω από το σπίτι. Μέσα στο πυρακτωμένο τηγάνι Την επόμενη μέρα έφεραν τους Αγίους, πάλι μπροστά στον τύραννο που αυτή τη φορά άλλαξε τον τρόπο του και τους μιλούσε ήρεμα και με υποκριτική καλοσύνη. - "Μα είναι αλήθεια ότι πιστεύετε σε ένα άνθρωπο νεκρό που δεν μπόρεσε να φυλάξει τη δική του τη ζωή; Δηλαδή είστε έτοιμοι να θυσιάσεται τη ζωή σας για έναν τέτοιο άνθρωπο;" - "Μα καημένε, δεν ξέρεις ότι, χωρίς θάνατο δεν υπάρχει η Αθανασία; Δεν μπορείς λοιπόν να καταλάβεις το Μυστήριο του Χριστού, που με την τριήμερη ταφή του νίκησε τον θάνατο. Αλλά είσαι τυφλός και με θολωμένο μυαλό, ώστε να μην καταλαβαίνεις. Βλέπεις, ενώ δεν βλέπεις και επειδή είσαι εγωιστής, δεν θέλεις κιόλας να καταλάβεις". Ο τύραννος οργισμένος για τις απαντήσεις των Αγίων διέταξε να κάψουν πολύ ένα μεγάλο τηγάνι και να τους πετάξουν μέσα. Ο Άγιος Κυπριανός έτρεξε και πήδησε άφοβα μέσα στο τηγάνι και από εκεί είδε την Ιουστίνη που περπατούσε σιγά σιγά και της είπε: - "Ιουστίνη, παιδί μου, θυμήσου πως νίκησες τους δαίμονες και πως και εμένα με ελευθέρωσες από την απιστία. Πάρε θάρρος για να μην τα χάσεις όλα καλό μου παιδί". Η Αγία Ιουστίνη, έκανε το σημείο του Σταυρού και πήδησε και αυτή πάνω στο πυρακτωμένο πλέον από τη φωτιά σιδερένιο τηγάνι. Ο Θεός όμως τους φύλαξε και οι παρευρισκόμενοι θαύμασαν τους Αγίους, αφού συμπεριφέρονταν σαν να πατούσαν πάνω σε ένα δροσερό μέρος. Βλέποντας όλα όσα συνέβαιναν μπροστά του ο τύραννος, έλεγε, ότι όλα αυτά βασίζονται στη μαγική τέχνη που ήξερε ο Κυπριανός. Ένας όμως από τους κριτές που ονομαζόταν, Αθανάσιος είπε: - "Εγώ λοιπόν, θα σας αποδείξω την αδυναμία του Χριστού σας και την δύναμη των προγονικών μας θεών". Στη συνέχεια ο δυστυχής προσευχήθηκε στον Δία και στον Ασκληπιό, για να τον βοηθήσουν και πήδησε στο τηγάνι που μέσα του βρίσκονταν οι Άγιοι. Έχασε τη ζωή του αμέσως αφού ψήθηκε ζωντανός, ενώ οι Άγιοι μείνανε αρκετή ώρα μέσα στο τηγάνι, χωρίς όμως να πάθουν το παραμικρό. Ο τύραννος τώρα πια πέρα από τη λύπη για το χαμό του συνεργάτη του Αθανάσιου έβλεπε να συμβαίνουν περίεργα πράγματα μπροστά του. Κάλεσε λοιπόν κάποιον συγγενή του, τον Τερέντιο και τον ρώτησε τι να κάνει με τους δυο Αγίους. Η απάντηση του Τερέντιου ήταν πολύ συγκεκριμένη: - "Μείνε μακριά από αυτούς τους δύο. Η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη γι' αυτό σε συμβουλεύω να παραπέμψεις την υπόθεση στον βασιλιά". Το μαρτυρικό τέλος Τελικά ο ανθύπατος Γαλέριος εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε ο Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη να θανατωθούν με ξίφος: - "Κυπριανός και Ιουστίνη αυθαδιάσαντες προς τους θεούς και ούτε δια δώρων και ούτε δια τιμωριών μεταγνώντες, ξίφει θανατούσθωσαν". Οι Άγιοι πληροφορήθηκαν την απόφαση του Γαλέιου και χάρηκαν τόσο πολύ που ο Άγιος Κυπριανός φώναξε με φωνή μεγάλη: - "Θεώ χάριτας". Μετά την κοινοποίησε της απόφασης του ανθύπατου οι στρατιώτες μαζί με τους δήμιους συνόδευσαν τους Αγίους έξω από τα όρια της πόλης. Τους οδήγησαν λοιπόν σε ένα τόπο δίπλα σε ένα ποτάμι. Μέγα πλήθος κατέκλυσε τον τόπο εκείνο για να δει με τα μάτια του το μαρτυρικό τέλος των Αγίων. Την στιγμή που έφτασε όλη η πομπή στο σημείο θανάτωσης, κάποιος από το πλήθος που ονομαζόταν Θεόκτιστος, αντικρίζοντας τον Άγιο Κυπριανό να τον πηγαίνουν για θανάτωση φώναξε με φωνή μεγάλη: - "Κάνετε μεγάλη αδικία που θανατώνετε έναν άνθρωπο καθαρό και γεμάτο αρετή". Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που τον έλεγαν Φλάβιο ακούγοντας τον Θεόκτιστο, οργίστηκε πολύ και όρμησε πάνω του, τον έριξε κάτω από το άλογο και τον σκότωσε. Μόλις λοιπόν κατέληξαν στον τόπο της θανάτωσης ο Άγιος Κυπριανός προσευχήθηκε και επειδή φοβόταν τη γυναικεία αδυναμία, παρακάλεσε τους δήμιους να αποκεφαλίσουν πρώτα την Ιουστίνη. Πράγματι, πρώτη θανατώθηκε η Αγία Ιουστίνη και ύστερα ο Άγιος Κυπριανός έδωσε εντολή να μετρήσουν στον δήμιο είκοσι πέντε χρυσά νομίσματα. Στη συνέχεια του έδεσαν τα χέρια και τα μάτια και ο δήμιος του έκοψε τη τίμια κεφαλή του. Βρισκόμαστε λοιπόν στο έτος 268 μ.Χ. που το τίμιο αίμα του χύθηκε πάνω σε υφάσματα, τα οποία είχαν απλώσει οι Χριστιανοί για αυτό το λόγο. Τα λείψανα των Αγίων οι φρουροί τα πρόσεχαν να μην τα πάρουν οι Χριστιανοί. Κάποιοι όμως ευλαβείς, που είχαν έρθει από τη Ρώμη, βρήκαν την ευκαιρία μόλις αποκοιμήθηκαν και τα πήραν κρυφά και γύρισαν στη Ρώμη. Εκεί τα δώρισαν στην Ματρώνα Ρουδίνα, που ήταν συγγενής με τον Κλαύδιο Καίσαρα. Στη συνέχεια δόθηκαν σε κάποια άλλη γυναίκα και έκαναν θεραπείες σε όσους με πίστη κατέφευγαν για τη θεραπεία τους. 

Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Η εμφάνιση της Παναγίας, η θαυματουργική του ίαση και περί ασθενείας

Ο Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος Έπρεπε λοιπόν να παλεύη ο Πρόχορος [πρόκειται για το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Σεραφείμ ...