Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Τι είναι τα χρυσά κόλλυβα;

Ο στολισμός του κολλύβου

Εννέα μέρες μετά την Ανάληψη του Χριστού, δηλαδή το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής, η Εκκλησία μνημονεύει όλους τους κεκοιμημένους από τον Αδάμ μέχρι σήμερα. Το Ψυχοσάββατο αυτό, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, φτιάχνουν τα χρυσά κόλλυβα.

Η λαϊκή παράδοση, αλλά και οι θρύλοι, αναφέρουν σε σχέση με τα χρυσά κόλλυβα ότι  ο Χριστός το βράδυ της Αναστάσεως δίνει στις ψυχές την ελευθερία να «σεργιανίσουν» στη γη.

Ωστόσο, το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής η ελευθερία τους τελειώνει και οι ψυχές πρέπει να επιστρέψουν στις θέσεις τους στον ουρανό και μάλιστα χορτάτες!

Οι συγγενείς την παραμονή του Σαββάτου, δηλαδή το πρωί της  Παρασκευής, φτιάχνουν τα κόλλυβα τα οποία πηγαίνουν στην εκκλησία το απόγευμα να τα διαβάσει ο ιερέας, ώστε οι ψυχές των νεκρών τους να «φάνε» και να επιστρέψουν στον ουρανό χορτασμένες από το συχώριο που θα τους δίνει ο κόσμος («Θεός σχωρές τον») στο μοίρασμα.

Εκείνη τη στιγμή, οι ψυχές έχουν συγκεντρωθεί και η μια ρωτάει την άλλη: «εσύ έχεις κόλλυβο να φας;». Όποια ψυχή δεν έχει κόλλυβο, είτε γιατί την ξέχασαν οι συγγενείς, είτε γιατί δεν έχει κανέναν να την θυμηθεί, οι άλλες ψυχές της δίνουν να «φάει» από το δικό τους για να μην επιστρέψει «ξερή» όπως λένε σε κάποια μέρη της Ελλάδας, δηλαδή πεινασμένη.

Η λαϊκή παράδοση που θέλει η μια ψυχή μοιράζεται το κόλλυβο της με την άλλη, έχει τη βάση της στη γενική σημασία που δίνει η Εκκλησία σχετικά με τα κόλλυβα της Πεντηκοστής όπου μνημονεύονται όλοι οι νεκροί, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν είχαν την ευκαιρία να τύχουν της ωφελείας των μνημοσύνων.

Σε κάθε παράδοση τα κόλλυβα είναι μέρος της παράδοσης μας, της θρησκείας μας, αλλά και ένα από τα πλέον υγιεινά γλυκά.

Τα υλικά πρέπει να είναι 9 γιατί 9 είναι τα τάγματα των αγγέλων, ενώ το κάθε υλικό έχει το δικό του συμβολισμό.

1. Σιτάρι: οι νεκροί (το γήινο στοιχείο)

2. Ζάχαρη: η γλυκύτητα του Παραδείσου

3. Σταφίδες: η Άμπελος (ο Χριστός)

4. Μαϊντανός: η ανάπαυση «εν τόπω χλοερώ»

5. Φρυγανιά τριμμένη ή σουσάμι: το χώμα («..ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει..»)

6. Ρόδι: τα ελέη του Παραδείσου, η λαμπρότητα

7. Κανέλλα: η ευωδία, τα αρώματα («..αρώμασι εν μνήματι κηδεύσας απέθετο..», «..μύραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα..»)

8. Αμύγδαλα: η ευγονία, η ζωή που διαιωνίζεται με τους απογόνους (αντί για αμύγδαλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν καρύδια)

9. Κουφέτα (ασημένια και λευκά): τα οστά που μένουν αναλλοίωτα καθώς το σώμα φθείρεται.

Εκτέλεση

Μουλιάζουμε το σιτάρι σε νερό από βραδύς και αφού το σουρώσουμε, το καθαρίζουμε από τις φλούδες που απέβαλε. Κατόπιν το βράζουμε ανάλογα πόσο μαλακό το θέλουμε. Σε κανονική κατσαρόλα ένα καλό βράσιμο διαρκεί 2-3 ώρες, ενώ σε χύτρα περίπου 1 ώρα. Όταν βράσει, το ραντίζουμε με δροσερό νερό λέγοντας «δροσιά και έλεος να έχουν οι ψυχές των….» λέγοντας τα ονόματα των νεκρών που θέλουμε να μνημονεύσουμε και το απλώνουμε πάνω σε πετσέτα βαμβακερή για να στεγνώσει. Το ανακατεύουμε με τις σταφίδες, τον ψιλοκομμένο μαϊντανό, το ρόδι, την κανέλα, τα αμύγδαλα και το στρώνουμε στην πιατέλα. Πάνω από το σιτάρι βάζουμε μια στρώση με τη θρυμματισμένη φρυγανιά ή το σουσάμι και στο τέλος την στρώση από ζάχαρη. Με ένα καθαρό χαρτί πιέζουμε την επιφάνεια να γίνει ίσια. Στο τέλος με τα κουφέτα σχηματίζουμε το σχήμα του σταυρού και διάφορα σχέδια, ανάλογα με την πείρα και την φαντασία που έχει η κάθε νοικοκυρά ώστε να το στολίσει.

Και κάτι ιδιαίτερο, το οποίοι οι γιαγιάδες τονίζουν με μεγάλη ευλάβεια:

1. Όση ώρα ετοιμάζουμε τα κόλλυβα πρέπει να είναι αναμμένο το καντήλι και το θυμιατό.

2. Το νερό με το οποίο βράζουμε και ξεπλένουμε το σιτάρι, ΔΕΝ το χύνουμε στο νεροχύτη ώστε να καταλήξει μαζί με τα βρώμικα νερά στις αποχετεύσεις. Το ρίχνουμε ή στην θάλασσα ή στο χώμα.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Μνήμη μακαριστού Μήτροπολίτου Πισιδίας κυρού Σωτηρίου.

Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Πισιδίας κυρός +Σωτήριος

Στις 10 Ιουνίου 2024, συμπληρώθηκαν δύο έτη από την εκδημία του μακαριστού Μητροπολίτου Πισιδίας κυρού Σωτηρίου Τράμπα.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης κυρός Σωτήριος γεννήθηκε στην Άρτα το 1929.

Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1951. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Λειμώνος Λέσβου. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1956 και Πρεσβύτερος το 1960.

Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Μηθύμνης (1956-1960), ως στρατιωτικός Ιεροκήρυκας (1965-1968) και ως Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (1968-1973).

Το 1975 μετέβη στην Κορέα. Στις 21 Μαρτίου 1993 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Ζήλων, βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Νέας Ζηλανδίας με έδρα την Σεούλ της Κορέας.

Στις 20 Απριλίου 2004 εξελέγη Μητροπολίτης της νεοσύστατης Μητροπόλεως Κορέας.

Το 2008 παραιτήθηκε οικειοθελώς από Μητροπολίτης Κορέας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε δεκτή την παραίτησή του και τον εξέλεξε στις 27 Μαΐου του ιδίου έτους Μητροπολίτη Πισιδίας. Από της θέσεως αυτής εργάστηκε με ένθεο ζήλο για την αναγέννηση εκ της τέφρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις περιοχές της δικαιοδοσίας του. Αγόρασε και ανακαίνισε κατεστραμένους ναούς στις πόλεις Αττάλεια και Αλάγια και ανοικοδόμησε νέο ναό στην Σίδη. Επίσης εγκατέστησε ιερείς σε κάθε ναό οι οποίοι ξαναλειτουργούν μετά από εκατό περίπου χρόνια σιωπής στην Μικρά Ασία.

Ο λόγος του λαγαρός, άλατι ηρτυμένος απέπνεε άρωμα Πνεύματος και γέμιζε παραμυθία και χαρά τον αναγνώστη.

Αιωνία Αυτού η μνήμη!

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (14 Ιουνίου) , μία μεγάλη ασκητική μορφή

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς

Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγ­γελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος  του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πως θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.

Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.

Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.

Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμέ­νων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πε­τρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελί­ξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρό­νια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέ­μα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα  «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Α­θήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει  το διδακτορικό του δί­πλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».

Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική.

Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλη­σία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργά­νωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθο­δόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεο­συσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπεί­νωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοι­ραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυ­ση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιου­γκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακί­στηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγ­μή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το  Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.

Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κά­ποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρη­σκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυ­ναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρί­σιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγρά­δι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέ­ρων και των Συναξαρίων.

Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομά­δα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έ­κανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνη­μόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδι­ναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.

Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτι­κές αρχές, η  φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέ­ρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτο­νταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Ιουνίου.

(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ (ΒΟΪΝΟ-ΓΙΑΣΕΝΕΤΣΚΙ) ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ 1877-1961

Ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός

Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο, καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός, ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας.

Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο. Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του με άριστα το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα Οφθαλμολογίας.

Άσκηση ιατρικής – οικογένεια

Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε με την Άννα Βσιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετάει σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρεπής στις εγχείρησης των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.

Πρώτη σύλληψη – θάνατος της γυναίκας του

Το 1917 η γυναίκα του μολύνθηκε από φυματίωση και αναγκάζεται να μετακομίσει στην Τασκένδη, όπου διορίστηκε αρχίατρος στο εκεί νοσοκομείο.

  Το 1919 ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά τους στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.

Καθηγητής Πανεπιστημίου – χειροτονία σε ιερέα

Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Μέσα στο χειρουργείο είχε κρεμασμένη μια εικόνα της Παναγίας. Πριν χειρουργήσει, άναβε το καντήλι, προσευχόταν λίγα λεπτά κι έπειτα με γάζες ποτισμένες στο ιώδιο σχημάτιζε το σταυρό στο σώμα του ασθενή. Τότε ζητούσε με «επισημότητα» το νυστέρι και ξεκινούσε την επέμβαση. Γι αυτή την εικόνα έδωσε μάχες με την τοπική εξουσία, για να παραμείνει στην θέση της.

Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζωντανής Εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.

Σε αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της Εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Χειροτονία σε Επίσκοπο

Το καλοκαίρι του 1923 η «ζωντανή Εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο-Γιασενετσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα-καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά.

Φυλακή – συγγραφικό έργο – εξορία

Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως το Πετζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.   Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμενε να γράφει στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.

Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζωντανής εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. (κρατική πολιτική διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του, πλήθος του κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τραίνου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.

Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρ όλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμα και των πιο αρνητικών.

Πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης

Σε όλους τους τόπους της εξορίας, παρά τις αντίξοες συνθήκες, δεν σταματούσε να χειρουργεί και να θεραπεύει ασθενείς. Στο Γενισέισκ το 1924 επιχείρησε την πρώτη στον κόσμο μεταμόσχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο. Κάποτε αναγκαζόταν να χειρουργεί με ένα σουγιά και αντί για ράμματα, χρησιμοποιούσε τρίχες από τα μαλλιά των ασθενών.

Παραίτηση από Επίσκοπος – εξορία στη Σιβηρία

Τo 1926 γύρισε στην Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός πού τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2.000 χιλιόμετρα μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρ όλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο-ιατρό. Αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον Αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θανάτου ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για 8 ακόμη μήνες, μέχρι δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.

Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.

Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά το εξαντλητικές ανάκρισεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητες του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.

Δοκιμασίες – πρόβλημα όρασης – δύο χρόνια ηρεμίας

Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό του μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων Λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του. Την περίοδο αυτή, εργάζεται στα νοσοκομεία του Κοτλάς, Αρχαγγέλου, Αντιζάντ, Τασκένδης όπου και δημιουργεί το πρώτο τμήμα πυογόνων λοιμώξεων σε όλη την Ε.Σ.Σ.Δ.

Σύλληψη για 4η φορά – αγαθοεργίες – εξορία

Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Υπέστη φοβερά βασανιστήρια και έμεινε στις φυλακές Τασκένδης για δύο χρόνια. Το 1939 εξορίστηκε και πάλι στη Σιβηρία και εργάζεται στο νοσοκομείο της μεγάλης Μούρτας.

Προσφορά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – προαγωγή σε Αρχιεπίσκοπος – τιμητικά βραβεία

Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος-γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου 15-15 και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής του Κρασνογιάρσκ. Παρ όλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.

Την άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στούς ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.

Το 1946 ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύτηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.

Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας – κήρυγμα – εξορία

Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν οι εκκλησίες, ενώ δεν σταματά να κηρύττει το λόγο του Θεού. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».

Το 1946 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.

Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Χρουστσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μέριμνα για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο. Κάνει τεράστιους αγώνες να κρατήσει ανοικτές τις εκκλησίες.

Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λούκα ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι ή άθεοι τον έβλεπα με σεβασμό.

Κοίμηση – ανακήρυξη σε Άγιο

Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος-ιατρός Λουκάς Βόινο-Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου έγινε με μεγαλοπρέπεια. Χιλιάδες άνθρωποι παραβρέθηκαν στην κηδεία του και έψαλλαν, ενώ ο δρόμος μέχρι το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Από τότε ο τάφος του έγινε «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Αμέτρητα τα θαύματα του.

Το Νοέμβριο του 1995 η Ρωσική Εκκλησία προέβη στην επίσημη αγιοκατάταξη του αρχιεπισκόπου Λουκά.

Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μια άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Ανάμεσα στα λείψανα του βρέθηκαν άφθαρτα τα μάτια του, ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες και η καρδιά του. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.

Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου, επέτειο της κοίμησής του...

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Ο Άγιος Παναγής (Παΐσιος) της Κεφαλληνίας (Ο Παπα-Μπασιάς), ένας μεγάλος Άγιος...

Ο Αγ. Παΐσιος (Παναγής Μπασιάς)

Ο ιερέας Παναγής με το προφητικό του χάρισμα έγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους ντόπιους και ξένους προς το νησί της Κεφαλλονιάς, που ήθελαν να πάρουν την ευλογία του ή να στηριχτούν πνευματικά.

Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού

Ο Άγιος Παναγής Τυπάλδος Μπασιάς ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας της Παλικής , γεννήθηκε δε το 1801 από γονείς ευσεβείς τον Μιχαήλ και την Ρεγγίνα , το γένος Δελλαπόρτα. Έλαβε καλή μόρφωση  κοντά σε αξιόλογους δασκάλους της εποχής του και έμαθε την Γαλλική και την  Ιταλική γλώσσα καθώς και την Λατινική απαραίτητη για την  μελέτη κάποιων πατερικών κειμένων.

Τα 1836 χειροτονήθηκε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας Παρθένιο Μακρή Διάκονος και Πρεσβύτερος. Ο συνετός χαρακτήρας του μέσα από την ευσέβεια  προς τον Θεό και η ταπεινότητα που τον διακατείχε, ήταν τα θεμέλια  για να δαπανήσει την υπόλοιπη ζωή του με αφοσίωση στις προσταγές και στα  Πιστεύω της Ορθοδοξίας μας.

Πέρασε  από το αξίωμα του Δασκάλου σε μια δύσκολη εποχή που τα νησιά μας τα δυνάστευε το πόδι του Άγγλο κατακτητή. Βλέποντας δε, πως πρέπει να αντισταθεί σθεναρά ενάντια στον προτεσταντισμό και στις ύπουλες θέσεις των Άγγλων για αλλοίωση του Ορθόδοξου δόγματος, παραιτήθηκε και δίδαξε ιδιωτικά για λίγο διάστημα.

Κήρυττε παντού το λόγο του θεού, διακονούσε την ορθόδοξη λατρεία, χρησιμοποίησε τις Διδαχές του Πατροκοσμά του Αιτωλού προς όφελος των χριστιανών  και ανεδείχθη άξιος Λειτουργός του Θεού. Μοίρασε τα υπάρχοντά του και μέρος από την περιουσία του  στους ανήμπορους και στους φτωχούς, συγχρόνως οι σεισμοί ερείπωσαν την πατρική του οικία,  με αποτέλεσμα να ζητήσει χώρο για να μένει από τον συγγενή του Ιωάννη Νικολάου Γερουλάνου. Ο Γερουλάνος του παραχώρησε ένα δωμάτιο από το αρχοντικό σπίτι στο Ληξούρι, όπου από τότε ο παπα-Μπασιάς έμενε εκεί και το οποίο διατηρείται έως σήμερα και το επισκέπτονται οι πιστοί.

Διετέλεσε Εφημέριος  της Ιεράς Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πλατύ Αιγιαλό, κοντά στο Ληξούρι, όπου αρχικά εκεί πήγε να μονάσει. Όμως  η Θεία Πρόνοια τον προόριζε όχι σε μοναστήρι έναν απλό καλόγερο, αλλά ένα ιερέα καλόγερο μέσα στο αγώνα και το πάλεμα της καθημερινότητας του κόσμου. Ο θερμός λόγος του, οι καλές του πράξεις και οι συμβουλές του προς τους χριστιανούς τον έφεραν να επιτελεί τα Θεία Λειτουργικά του καθήκοντα  για το καλό των πιστών. Πραγματοποιούσε Βαπτίσεις και άλλα ιερά μυστήρια ως εφημέριος της Μονής και καθημερινά τον επισκέπτονταν πολλοί για να τους βοηθήσει.

Προσποιείτο τον σαλόν κατά διαστήματα για να αποφεύγει τους επαίνους και τα καλά λόγια των ανθρώπων.

Η Κοίμηση του Αγ. Παισΐου (Παναγή Μπασιά) το 1888

Εκοιμήθη  τις 7 Ιουνίου 1888 στο Ληξούρι σε ηλικία 88 ετών. Λόγους εγκωμιαστικούς και βιογραφικούς  απήγγειλαν ο τότε  Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς , μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο τότε καθηγητής Ζήσιμος Γ. Π. Τυπάλδο. Ο τελευταίος είναι και ο κατεξοχήν  βιογράφος του παπά Μπασιά.

Ετάφη έπειτα από επεισόδιο και καθυστέρηση λίγων ημερών, λόγω που ήθελε κάποιος    συγγενής του να τον ενταφιάσει στα Χαυδάτα, στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ληξούρι. Το 1976, έπειτα από 88 έτη από την κοίμησή του, έγινε η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του, ημέρα της επετείου του από τον Σεβ. Μητροπολίτη Προκόπιο.

Στιγμές από τον βίο του. «Κατά Χριστόν σαλός»

Κατά το έτος 1845 περίπου τον κατέβαλε νευρική κρίση, που τον βασάνιζε αρκετά, του στερούσε τον ύπνο, τον έκανε να περπατάει τη νύχτα και να φωνάζει μεγαλοφώνως και άλλες παρόμοιες εκφράσεις, που όταν συνερχόταν από αυτή την τρομερή έξαψη έπεφτε σε τρομερό φόβο και αδυναμία. Παρ’ όλα αυτά όπως λέει ο βιογράφος του Ζήσιμος Τυπάλδος, ο λαός ήξερε τη δοκιμασία του αυτή και δεν ενοχλείτο. Απεναντίας όταν τον έβλεπαν έτρεχαν να ασπασθούν το χέρι του. Αυτή η δοκιμασία, που αρκετοί άγιοι την έχουν περάσει, θεωρείται ευλογία Θεού για να ζουν σε ταπείνωση και να μη  γεννώνται γι’ αυτούς ο εγωισμός και τα πάθη.

Δέκα χρόνια μετά την ιεροσύνη του τού παρουσιάστηκε  αυτή η νευρική νόσος, και όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην (Β΄ Κορ. ΙΒ΄, 7)  «…εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι», δηλαδή ήταν μια δοκιμασία από τον Θεό, ώστε πάντα με ταπείνωση και όχι  με έπαρση να πορεύεται στην ιερή αποστολή του.

Κατά τα γηρατειά του που η ασθένεια αυτή όλο και τον ταλαιπωρούσε, την αντιμετώπιζε με υπομονή και εγκαρτέρηση. Δεν έπαψε ποτέ να διδάσκει και να προσεύχεται.

Το 1864 ο εξαδέλφος του γιατρός, Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς, ο οποίος τού παρείχε ιατρική μέριμνα και βοήθεια, με αίτησή του ζητά από το Ιερατικό Ταμείον οικονομική στήριξη, δηλαδή κάποιο χρηματικό βοήθημα για να ανακουφίσει την φτώχεια του και τη νόσο που βασάνιζε τον Άγιο.

Περί θαυμάτων και προορατικού χαρίσματος

Ο Άγιος Παναγής ανταμείφθηκε από τον Θεό με το προφητικό χάρισμα. Είναι πάμπολλες οι εξιστορήσεις των παλαιοτέρων για τα θαύματα και τις προφητείες που έκανε.

Βλέποντας με την Θεία χάρη τα μελλούμενα και τα παρελθόντα των ανθρώπων της κοινωνίας του νησιού μας, προσπαθούσε να συνετίσει τα κακώς κείμενα και τις αμαρτίες που συνεβαίνανε. Αυτό το θαυμαστό θείο χάρισμα της προφητείας του αθέλητα και θελημένα συνέτιζε προς το καλύτερο την τότε  μικρή κοινωνία.

Βέβαια και οι φτωχοί και οι ανήμποροι έβλεπαν στον χαρισματικόν Άγιο Παναγή, εκείνον που τους βοηθούσε με τον λόγο και την προφητική ιδιότητά του. Ο Άγιος πολλές φορές αποκάλυπτε με λακωνικό τρόπο  στους ανθρώπους ποια  αμαρτία είχαν πράξει- την  οποία φυσικά κρατούσαν μυστική-και με τον τρόπο αυτόν τούς ωθούσε στην μετάνοια. Απορούσαν οι δύσπιστοι για τη μηδένιση των καιρικών φαινομένων μπροστά στην θεία χάρη του Αγίου Παναγή, που με κακοκαιρία δεν βρεχόταν και αναγνώριζαν τη θεία αποστολή του. Εδώ αξίζει να θυμίσουμε τη μαρτυρία της τότε αστυνομίας όταν μια βροχερή βραδιά βρήκαν τον Άγιο στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας να προσεύχεται για τους κεκοιμημένους κρατώντας ένα φαναράκι και χωρίς να έχει πέσει σταγόνα πάνω του.

Οικογένεια Ιωάννου Γερουλάνου και  Παπά Μπασιάς

Ο Παπα- Μπασιάς συνδέονταν με την οικογένεια Γερουλάνου με βαθμό συγγενείας μιας και η μητέρα του Ρεγγίνα ήταν αδελφή της μητέρας του Ιωάννη Γερουλάνου (1821-1892). Με το σεισμό του 1867 καταστράφηκε παντελώς η πατρική οικία του Άγίου και ζήτησε την παραχώρηση ενός δωματίου από την οικογένεια Γερουλάνου πράγμα που ο εξάδελφός του Ιωάννης προθύμως έπραξε. Ο Άγιος πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στο δωμάτιο, το επονομαζόμενο κελί, έως ότου παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στον Θεό που τόσο πολύ αγάπησε.

Ο Άγιος έγινε προστάτης της οικογένειας και με το προφητικό του χάρισμα βοήθησε όλα τα μέλη της. Παράλληλα, η οικογένεια Γερουλάνου σεβόταν το πρόσωπο  του Αγίου, το  τίμησε και συνεχίζει να το τιμά. Έως σήμερα ο απόγονος Γεώργιος Ι. Γερουλάνος μεριμνά για το κελί, ώστε να είναι χώρος επισκέψιμος για τους πιστούς. Ο Άγιος είναι αυτός που προέβλεψε  ότι ο γιος του ξαδέλφου του Ιωάννη, Μαρίνος, ένα από τα τρία παιδιά του, θα γίνει μεγάλος, πράγμα που επαληθεύτηκε αφού πρόκειται για το μεγάλο χειρουργό και Ακαδημαϊκό Μαρίνο Γερουλάνο. Από τον  Μαρίνο γεννήθηκε το 1904 ο Ιωάννης ο οποίος και φρόντισε  τον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και τον τάφο του Αγίου. Στον Ιερό αυτό Ναό ο Παπά Μπασιάς λειτουργούσε μετά από την αποχώρησή  του από το μοναστήρι στο Πλατύ Αιγιαλό. Ο Ιωάννης Γερουλάνος του Μαρίνου προσπάθησε να ανακαινίσει τον τάφο του Αγίου μετά την ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του και βάση των σχεδίων της Ιωάννας Μελιδώνη – Γρυπάρη τον διαμόρφωσε σε καλαίσθητο κενοτάφιο. Ο δε Μαρίνος Γερουλάνος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό προς τον Παπα- Μπασιά και του αφιέρωσε την πρώτη σελίδα του βιβλίου  του: «Το Ληξούρι».

Σήμερα, το κελί του Παπα- Μπασιά, κατά επιθυμία του μακαρίτη Γεωργίου Ιωάννη Γερουλάνου που ήταν ιδιοκτήτης της οικίας, διακονεί ο υπογράφων το άρθρο, με φροντίδα και προθυμία για τον κάθε πιστό που θέλει να προσκυνήσει στο χώρο που έζησε ο Άγιος τα τελευταία χρόνια της ζωής του και έφυγε από εκεί.

Το Χάρισμα της ενόρασης

Είναι  αναμφισβήτητο το γεγονός ότι ο παπά Μπασιάς είχε προικιστεί από την δωρεάν της Θείας Χάρις  με το χάρισμα να προβλέπει τα μελλούμενα. Αυτή η ιδιότητά του, τον έκαμε να γίνει κοινωνικός λειτουργός, να συνετίζει και να καθοδηγεί τους πάσχοντας και τους κάνοντας παράνομες και αμαρτωλές πράξεις. Στο πρόσωπό του οι άνθρωποι, πλούσιοι ή φτωχοί, άρχοντες και λαός, έβλεπαν τον Άγιο Ιερέα που, βοηθούσε με την άλλη του ματιά.

Οι προφητείες του που συνόδευαν τα διάφορα περιστατικά,  λεκτικά ήταν λακωνικές και μετρημένες και είχαν επί τω πλείστον  τη συμβουλή μέσα από το κήρυγμα του χριστιανικού λόγου. Βέβαια γινόταν πολλές φορές ελεγκτικός και αυστηρός με σκοπό να διορθώσει τα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας.

Ωστόσο η μορφή του παπά Μπασιά, από μόνη της ήταν για το νησί, και ιδιαίτερα για το Ληξούρι  μια προστασία από κάθε μορφή αίρεσης και ξένης προπαγάνδας ενάντια στο φρόνημα της Ορθοδοξίας. Σε  μια εποχή μάλιστα, που, πέρα από το άγρυπνο μάτι της Αγγλικής δυνάστευσης, υπήρχε και ο μεγάλος πόλεμος της διαφοράς των κοινωνικών τάξεων. Τα πάθη και τα μίση χαρακτήριζαν όπως είναι φυσικό τις κλειστές κοινωνίες.

Ο ιερέας Παναγής με το προφητικό του χάρισμα έγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους ντόπιους και ξένους προς το νησί της Κεφαλλονιάς, που ήθελαν να πάρουν την ευλογία του ή να στηριχτούν πνευματικά  μια και τέτοιος ήταν ο σκοπός του Αγίου αυτού.

Ακόμη από γενιά σε γενιά διατηρούνται περιστατικά, θαύματα και προφητείες του Παπα- Μπασιά που μας κάνουν περήφανους ως Ληξουριώτες και Κεφαλλονίτες, ότι η Θεία Χάρις φρόντισε για τούτον τον τόπο δια μέσου της παρουσίας του Αγίου Παναγή.

Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Η εμφάνιση της Παναγίας, η θαυματουργική του ίαση και περί ασθενείας

Ο Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος Έπρεπε λοιπόν να παλεύη ο Πρόχορος [πρόκειται για το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Σεραφείμ ...